«Αγαπητή κυρία Μαρία,
Δεν με γνωρίζετε προσωπικά, ούτε κι εγώ σας γνωρίζω, αλλά σας στέλνω αυτή τη χειρόγραφη επιστολή. Είναι η δεύτερη φορά που γράφω χειρόγραφη επιστολή στη ζωή μου για να ζητήσω κάτι. Η πρώτη ήταν όταν ήμουν 7 χρονών που έγραψα στον Άη Βασίλη να μου φέρει τα Χελωνονιντζάκια, ήταν της μόδας τότε πολύ. Ζητώ συγγνώμη αν ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι λίγο κακός, ξεσυνήθισα βλέπετε, τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια χρησιμοποιώ υπολογιστή κυρίως.
Το όνομά σας το βρήκα στο internet, είδα ότι εσείς είστε η προϊσταμένη της εφορίας στην οποία υπάγομαι, άρα φαντάζομαι ότι καλά κάνω και απευθύνω σε εσάς αυτό το γράμμα. Την Τρίτη το βράδυ έβλεπα ειδήσεις, και είδα που ο κ. Σαμαράς συναντήθηκε με τον ΣΕΒ και εκεί που είπε «είμαστε φανατικά υπέρ της επιχειρηματικότητας» σχεδόν δάκρυσα. Και να σας πω και κάτι ακόμα κυρία Μαρία μου, διότι έτσι όπως έγιναν τα πράγματα δικός μου άνθρωπος είστε, από εσάς εξαρτώμαι: Είδα τον πρωθυπουργό στην τηλεόραση και λέω από μέσα μου: «για να λένε αυτά για την επιχειρηματικότητα, ε θα μεριμνήσουν επιτέλους να μας δώσουν και αυτά που μας χρωστάνε».
Ξέρετε εγώ έχω μία μικρή επιχείρηση, και το κράτος μού οφείλει την επιστροφή του φόρου εισοδήματος. Και δεν είμαι ο μόνος, το γνωρίζετε αυτό υποθέτω. Και άκουσα λοιπόν τον κ. Σαμαρά την Τρίτη και αναθάρρησα. Και την Τετάρτη βγάζει η Γενική Γραμματεία Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών μια νέα εγκύκλιο και λέω μπα, θα παράκουσα. Γιατί δεν γίνεται τη μία μέρα ο Πρωθυπουργός να βγαίνει και να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του και να λέει «δεν υπάρχει άλλος δρόμος» από την επιχειρηματικότητα και μετά να βγαίνει το Υπουργείο και να λέει ότι όχι μόνο η επιστροφή φόρου στις επιχειρήσεις θα πάει από τις 60 στις 90 ημέρες, αλλά θα πρέπει να κατατεθεί και χειρόγραφο αίτημα στη ΔΟΥ για το ζήτημα. Εκτός αν η επιχειρηματικότητα και οι επιχειρήσεις είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι, εντάξει, θα μπορούσα να σας είχα στείλει απλώς ένα post-it που να λέει «δώστε μου τα λεφτά που μου χρωστάτε» αλλά φαντάζομαι ότι θα πάρετε πολλά αιτήματα γιατί δεν ξέρω και πολλές επιχειρήσεις που να μην βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας τη σήμερον ημέρα, και έτσι σκέφτηκα να σας γράψω κάτι πιο προσωπικό.
Διότι ποιος ο λόγος για χειρόγραφο σημείωμα αν το κράτος δεν θέλει η σχέση μας να γίνει πιο προσωπική; Ομολογώ πως νόμιζα ότι αυτά τα είχαμε ξεπεράσει, φαντάζομαι πως και εσείς κυρία Μαρία μου το ίδιο πιστεύατε, εξάλλου βγήκε και ο κ. Χαρδούβελης προ δύο, τριών εβδομάδων, θα σας γελάσω, και είπε «ηλεκτρονικοποίηση παντού και αποφυγή επαφής πολίτη και εφορίας». Πίστεψα λοιπόν ότι αυτά τα σούξου-μούξου είχαμε συμφωνήσει ότι είναι επικίνδυνα και δεν θα τα κάνουμε πια, γιατί οδηγούν σε παρεξηγήσεις, και λαδώματα και χαρτούρα και ντράβαλα και αυτή η κυβέρνηση που αποτελείται από την καλή εκδοχή της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ που δεν έχει σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις που αποτελούνταν από τις κακές βερσιόν της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ δεν θα ήθελε ποτέ κάτι τέτοιο. Έχουν επιδείξει μεταμέλεια, έχουν ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους και οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι απλώς συμπτωματική.
Οπότε αυτό το χειρόγραφο σημείωμα φαντάζομαι ότι το ζητάει η κυβέρνηση για άλλους λόγους, ίσως να σκέφτηκε πως με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια, θα αξιολογήσει λίγο και τη δουλειά μας, θα μας γνωρίσει και σαν επιχειρηματίες και σαν ανθρώπους βρε αδερφέ. Κάτι σαν έκθεση ιδεών με θέμα «Γιατί το κράτος πρέπει να μου επιστρέψει τα χρήματα που το ίδιο αποφάνθηκε ότι μου οφείλει, προτού χρεοκοπήσω». Γι’ αυτό μαζί με το σημείωμα όπως θα δείτε σας στέλνω κυρία Μαρία μου και φωτογραφίες από την επιχείρηση, αριστερά είμαι εγώ, στη μέση η Κατερίνα και η Ζωή, δεξιά το Αντιγονάκι και η Ζηνοβία. Σας στέλνω και μια οικογενειακή φωτογραφία από τα γενέθλια του Κωστάκη πριν τρεις μήνες που έκλεισε τα 4. Σας στέλνω και δείγματα από τα προϊόντα μας, να μου πείτε αν σας αρέσουν.
Ελπίζω να μην θεωρηθεί αυτό αθέμιτος ανταγωνισμός, όλοι οι επιχειρηματίες στην ίδια κατάσταση βρισκόμαστε, όλοι έχουμε ανάγκη τα χρωστούμενα, τόσες εκθέσεις που θα λάβετε ούτε η Βουλή των Εφήβων δεν τις λαμβάνει. Αλλά στ’ αλήθεια, η κατάστασή μου είναι απελπιστική. Αν δε υπάρχουν χρήματα, δεν μπορώ να πληρώσω τους προμηθευτές. Ούτε τους υπαλλήλους. Ούτε να διαφημιστώ. Παράγω λιγότερο και πουλάω λιγότερο και βγάζω λιγότερα και θα καταλήξω να δίνω και στο κράτος λιγότερα. Αυτό ήδη συμβαίνει, το ξέρετε, μα κάπως από θαύμα κρατιόμαστε όσοι απομείναμε από μια κλωστή. Αλλά κλωστή είναι αυτή και όπου να ΄ναι σπάει, και με περιμένει αυτό που έπαθαν και πάρα πολλοί άλλοι: το λουκέτο. Οι 60 ημέρες ήταν ήδη πολλές. Εξάλλου και το κράτος πια μπορεί να πάρει αυτομάτως ό,τι του χρωστάω με αυτούς τους νέους λογαριασμούς. Οι 90 μέρες όμως με τσακίζουν και εμένα και την επιχείρηση. Δύο μέτρα και δύο σταθμά θα έλεγε κάποιος κακόπιστος. Δεν έχω όμως επιλογή. Αυτό λέτε, αυτό θα κάνω, και με χειρόγραφη επιστολή βεβαίως βεβαίως αφού το θέλετε, και με όλες τις εκτυπώσεις του Taxisnet που θέλετε (θα σας φέρω δηλαδή εκτυπωμένα τα στοιχεία που εσείς οι ίδιοι εκδίδετε με ηλεκτρονικό τρόπο, ομολογώ ότι δεν το καταλαβαίνω, αλλά σε αυτή τη φάση και το αθάνατο νερό να μου ζητούσατε θα σας το έφερνα).
Μπροστά στην αγωνία με την οποία θα μετράω τις μέρες και θα κοιτάζω τον λογαριασμό μου μήπως και μπήκαν τα χρήματα, σας διαβεβαιώ, η αγωνία του 7χρονου εαυτού μου όταν περίμενε τον Άγιο Βασίλη ωχριά.
Με τιμή,
Ένας επιχειρηματίας»