Όταν ήμουν μικρή σχεδόν κάθε βδομάδα του χρόνου είχε το άρωμά της. Στην επαρχία που μεγάλωσα όλοι μιλούσαν τις ίδιες λέξεις ή είχαν την ίδια χαρά και λύπη ανάλογα τις μικρές εποχές που εναλλάσσονταν ευδιάκριτα. «Καλά κούλουμα», «Καλή Σαρακοστή», «Καλή Ανάσταση», «Χριστός Ανέστη», «Καλό καλοκαίρι», «Από Αύγουστο χειμώνα», «Καλή σχολική χρονιά», «Καλά Χριστούγεννα», «Καλή Χρονιά», «Καλές Αποκριές». Και ανάμεσά τους δεκάδες άλλες ακόμα κωδικοποιημένες νοηματοδοτήσεις της κοινής μας ζωής που αν έβγαινες στη γειτονιά και δεν τις φώναζες ήσουν αγενής και για κάποιους μεγαλύτερους αποσυνάγωγος.
Σκέφτομαι ότι και τώρα καμιά σημαδιακή στιγμή του χρόνου δεν περνά απαρατήρητη. Δεν έχω παιδιά, αλλά πάντα καταλαβαίνω καλά πότε οι μαθητές αγοράζουν τα καινούρια τετράδια και μολύβια. Δεν ντύνομαι μασκαράς πια αλλά ποτέ δεν μου ξεφεύγουν οι Απόκριες. Δεν πετώ αητό τώρα, αλλά πάντα μαθαίνω πότε τον πετούν οι άλλοι, Δεν βάζω σημαία στο μπαλκόνι, αλλά δεν περνά καμιά εθνική επέτειος απαρατήρητη. Όχι πια γιατί είναι η κοινή γλώσσα της γειτονιάς που με βάζει πάντα στο κλίμα της κάθε μιας στιγμής του χρόνου. Αλλά γιατί είναι οι διαφημίσεις του Τζάμπο που φτιάχνουν αυτό το κλίμα.
Πείτε μου, όλοι εσείς που ξέρετε με λεπτομέρειες πότε έχουμε κάθε Euroworking Group, Eurogroup και Σύνοδο Κορυφής, αν θα καταλαβαίνατε πως είχαμε και Απόκριες, χωρίς το Τζάμπο. Που μπορεί να ακούτε τις διαφημίσεις του εκνευρισμένοι, αλλά ίσως είναι και η μόνη σύνδεσή σας με αυτά που κάνατε παιδιά. Για αυτό ας μην πετροβολάμε το Τζάμπο. Είναι σταθερός ιμάντας που κρατά ζωντανές τις γιορτές που ξεφτίζουν και χρωματίζει το κοινό μας βίωμα, τώρα που δεν υπάρχει γειτονιά.