Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα ποιος το διατύπωσε πρώτος για να του το αποδώσω. «Ποτέ μην αφήνεις την αλήθεια να σου χαλάσει μια ωραία ιστορία». Η προβληματική λέξη, η μόνιμη εκκρεμότητα αυτής της φράσης είναι η «αλήθεια». Είναι πολύ σύνθετη ακόμη και στη φυσική και στα μαθηματικά, πόσο μάλλον στην Ιστορία και στην κοινωνία. Ακόμη και σε ένα εργαστηριακό πείραμα, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αβασάνιστα την λέξη αλήθεια για να χαρακτηρίσεις το αποτέλεσμα του πειράματος. Γιατί θα είναι η αλήθεια της στιγμής εκείνης, ένα μείγμα από γνωστές και άγνωστες παραμέτρους, που δεν νομιμοποιεί την αναγωγή του αποτελέσματός σου σε γενικό φυσικό νόμο. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την απειρία των ενδεχομένων, των συνδυασμών, των πράξεων, χιλιάδων, εκατομμυρίων ανθρώπων, στο σάρκωμα μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής ή περιόδου. Ποιες είναι οι πηγές σου; Οι άνθρωποι και οι μαρτυρίες τους. Αργότερα έρχονται οι επιστήμονες και αναλύουν, συνθέτουν, αποφαίνονται. Συνήθως διαφωνούν. Πολλές φορές ριζικά, ανυποχώρητα.
Άρα, εσύ τι κάνεις στην ουσία; Επιλέγεις άνθρωπο ή ομάδα ανθρώπων. Εμπιστεύεσαι την επιστημονική τους επάρκεια, την πληρότητα των στοιχείων και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντικειμενικότητά τους στην καταγραφή της Ιστορίας. Υπάρχει βέβαια και το ένστικτο, αλλά μην το βάλουμε ως παράμετρο στην κουβέντα γιατί θα τιναχτούμε στον αέρα. Η αντικειμενικότητα τώρα, είναι μια ωραία φενάκη, γιατί όσο κι αν παλέψεις να κουκουλώσεις το αίσθημα και την ιδεολογία σου, κάπου θα σου ξεφύγουν ορισμένα ξέφτια. Και δεν νομίζω πως υπήρξε ποτέ ιστορικός χωρίς ιδεολογία και χωρίς προσωπικό συναίσθημα, γιατί τότε θα είναι σαν να δεχόμαστε πως είναι ικανοί να μιλήσουν και να γράψουν για τους ανθρώπους, όσοι στερούνται βασικών ανθρώπινων ποιοτικών χαρακτηριστικών (ή αδυναμιών κατά άλλους).
Δεν παραγνωρίζω το γεγονός πως η όποια υποκειμενικότητα βρίσκει έδαφος να εμφανιστεί και στους ιστορικούς όσο τα γεγονότα είναι νωπά και επηρεάζει ο απόηχός τους σημερινές πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές. Όσο, δηλαδή, η ερμηνεία των γεγονότων προσθέτει ή αφαιρεί όπλα από τη φαρέτρα του καθενός στις σημερινές μάχες. Φαντάζομαι δηλαδή πως δεν θα τσακωνόμασταν για το αν υπήρξε κάποτε Homo Sapiens στην Αττική…
Μην έχοντας καμία άλλη επαφή με εκείνη την εποχή πέρα από τους ιστορικούς, επιλέγουμε να πιστέψουμε όποιον υποστήριξε στην εργασία του πως και Κρυφό Σχολειό υπήρξε, και Ζάλογγος και ο Γερμανός σήκωσε το λάβαρο, και οι Έλληνες όπου πάτησαν το πόδι τους ως στρατός, φέρθηκαν με την ευγένεια κυρίας της Βικτωριανής εποχής. Ή το αντίθετο, ή ένα μείγμα που αποδέχεται ορισμένα από αυτά, απορρρίπτει άλλα. Επαναλαμβάνω πως επιλέγουμε ανθρώπους και μέσω αυτών επιλέγουμε Ιστορία. Δεν βλέπω άλλον τρόπο.
Τώρα, το να βγαίνεις με την πόζα της αυθεντίας, κατακεραυνώνοντας την άλλη άποψη, το μόνο που αποδεικνύεις είναι πως έχει πολλά γλυκάδια ο φανατισμός και η πρόκληση, όσο κι αν είναι εκείνα που καταμαρτυρείς στους πολέμιούς σου. Λέγοντας «θα σας μάθω την αλήθεια και θα σας ανοίξω τα μάτια», πρέπει πρώτα να μας έχεις παρουσιάσει τους τρόπους που άνοιξαν τα δικά σου. Δεν έχεις. Μόνο το ότι πιστεύεις κάποιους ιστορικούς, και απορρίπτεις κάποιους άλλους. Και πως επιλέγεις κάποια από τα κείμενα της εποχής και αγνοείς κάποια άλλα. Η σιγουριά με την οποία μίλησαν πολλοί τις προηγούμενες μέρες –ένθεν και ένθεν- για εκείνη την ιστορική περίοδο, καταδεικνύει δύο από τις αθεράπευτες ιώσεις μας.
Την αποδοχή συλλογικών δογμάτων (γιατί δεν έχουμε ούτε τον χρόνο, αλλά ούτε και τη μέθοδο, να φτιάξουμε τα δικά μας, τα «προσωπικά») και την ανάγκη να ανήκουμε σε μεγάλες ομάδες που φύονται από τους σπόρους του μανιχαϊσμού. Θα προσέθετα και μία τρίτη, πως όσοι λαοί φανατίστηκαν και διχάστηκαν για την Ιστορία τους, ήταν συνήθως όσοι είχαν πετάξει λευκή πετσέτα στο παρόν τους, ανίκανοι να φτιάξουν Ιστορία για να παραδώσουν στους επόμενους, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Παρόλα αυτά δεν θα κλείσω το κείμενό μου προτείνοντας την μετριοπάθεια. Αντιθέτως, προτείνω το πάθος. Πίστεψε όποια ιστορία θεωρείς πιο γοητευτική ή όποια πιστεύεις πως σε βοηθάει σήμερα να πας ένα βήμα παραπέρα. Ναι, ξέρω τον αντίλογο. «Λαός που δεν γνωρίζει την Ιστορία του…» και «Πόσο μακρυά μπορείς να φτάσεις με τα ψέματα;». Δεν τίθεται θέμα αλήθειας και ψέματος. Όσο κοντά και να φτάσει η γνώση σου στην πραγματικότητα των γεγονότων, ακόμη κι αν γινόταν να διακτινιστείς στον χρόνο και να πιάσεις μια ασφαλή ραχούλα στην Τροπολιτσά, πάντα θα σου λείπουν τα μεγάλα κομμάτια των προσωπικών ιστοριών των ανθρώπων, τα μικρά πετάγματα της πεταλούδας που επηρέασαν και κινητοποίησαν τεράστια γρανάζια και ρόλαρε η Ιστορία. Πάντα θα είμαστε παγιδευμένοι στη σχετικότητα και στη διάθλαση ανάμεσα στα γεγονότα και την προβολή τους, πιστεύοντας πως το βασικό δίλημμα είναι ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα.
Μικρός, όταν βαριόμουν τα παιχνίδια μου (το ψέμα δηλαδή) τα έσπαγα για να δω πώς δουλεύουν. Να βρω τον μηχανισμό τους, την αλήθεια τους. Είχα σπάσει και τις κούκλες της ξαδέρφης μου για να δω γιατί κλείνουν τα μάτια όταν ξαπλώνουν και ανοίγουν όταν είναι όρθιες. Της πέταξα την «αλήθεια» στα μούτρα της. Δεν ξαναπήρε κούκλα που να κλείνει τα μάτια. Ήταν αδύνατον πια να την πιστέψει. Της κατέστρεψα ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια. Και την έκανα καλύτερο άνθρωπο (…)