Protagon A περίοδος

Η σκουριασμένη αιχμή

Πάρα πολλοί Έλληνες θα βγουν από τα βάσανα των τελευταίων ετών δίχως να έχουν διδαχθεί παρά τη μισαλλοδοξία, τη συνωμοσιολογία και τη μετάθεση ευθυνών ως στάση ζωής. Ό,τι ακριβώς εξέθρεψε η έλλειψη παιδείας.

Χρήστος Χωμενίδης

Με το που εμφανίστηκε στη στροφή του δρόμου η φιλαρμονική και η χορωδία οι οποίες προηγούνταν του Επιταφίου, εκατοντάδες χέρια υψώθηκαν. Δεν κρατούσαν κεριά αλλά κινητά τηλέφωνα και ψηφιακές κάμερες. Ανήκαν σε ανθρώπους που δεν είχαν έρθει για να ακολουθήσουν, μα για να παρακολουθήσουν απλώς την πομπή. Που δεν βρίσκονταν εκεί για να ζήσουν, αλλά για να βιντεοσκοπήσουν τα Πάθη του Χριστού. Σε ανθρώπους οι οποίοι αγνοούσαν τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής και αντιμετώπιζαν τη Λαμπρή σαν μια λαμπρή απλώς ευκαιρία προκειμένου να σκάσουν βαρελότα και να κρατσανίσουν την πέτσα του αρνιού. Και στη συνέχεια να αναρτήσουν στο διαδίκτυο στιγμιότυπα από τις πασχαλινές τους ημέρες. Υπερβάλλω; Αρκεί να ακούγατε τους μεταξύ τους ανελλήνιστους διαλόγους και θα διαπιστώνατε πως κάθε άλλο…

Η αιχμή του δόρατος -πιστεύω ακράδαντα- μιας κοινωνίας είναι η παιδεία της. Όχι αναγκαστικά το ποσοστό των πτυχιούχων, ο αριθμός των μελών των επιστημονικών σωματείων ή οι ξεχωριστές διάνοιες που διαπρέπουν διεθνώς. Παιδεία είναι η δυνατότητα του «μέσου» πολίτη να αντιλαμβάνεται και να συμμετέχει στα συλλογικά δρώμενα. Τα κριτήρια που διαθέτει για να ξεχωρίζει το ωραίο από το άσχημο, το καλό από το κακό. Η διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα, το ξεσκαρτάρισμα του σημαντικού από το ασήμαντο, του αξιόλογου από το ευτελές. Θλίβομαι που το γράφω, διαπιστώνω ωστόσο καθημερινά πως η αιχμή αυτή έχει επικίνδυνα σκουριάσει.

Σιχαίνομαι την εξιδανίκευση του παρελθόντος. Τη νοσταλγία των περασμένων μεγαλείων που κανείς μας δεν έζησε, την αγιοποίηση των σπουδαίων νεκρών που κανείς μας δεν γνώρισε. Θυμάμαι, εντούτοις. Θυμάμαι πως στα πρώτα νιάτα μου ο Έλληνας απόφοιτος του γυμνασίου -και του δημοτικού ακόμα- ξεκοκάλιζε καθημερινά μία τουλάχιστον εφημερίδα και ήταν σε θέση να αφηγηθεί συναρπαστικά μία τουλάχιστον ιστορία. Πως οι «εθνικόφρονες» γιαγιάδες τράβαγαν τα εγγονάκια τους στην εκκλησία, όπου πιθανόν να μην αποκτούσε κανείς χριστιανικό φρόνημα, ανέπτυσσε όμως στέρεο γλωσσικό αισθητήριο. Και οι δικές μας γιαγιάδες, οι Αριστερές, μας διέπλαθαν με διηγήσεις ηρωισμών και θυσιών, οι οποίες μπορεί να μη μας έκαναν κομμουνιστές, μας προίκισαν όμως με έναν ηθικό κώδικα που ήθελε κότσια για να τον αμφισβητήσεις.

Πότε εξέπεσε η παιδεία μας; Άλλοι ενοχοποιούν το ξεχαρβάλωμα του εκπαιδευτικού συστήματος. Άλλοι την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Άλλοι την κυριαρχία του “life style”, που -με το πρόσχημα πως «η ζωή είναι πολύ μικρή για να ’ναι θλιβερή»- ξεχώριζε τους ανθρώπους σε “losers” και σε “winners” ανάλογα με το αυτοκίνητο που οδηγούσαν, τη Μύκονο που παραθέριζαν, τη βίζιτα που άντεχε το πορτοφόλι τους… Εκείνο που, προσωπικά, μου προξένησε τη μεγαλύτερη φρίκη ήταν η ανακήρυξη του τραγουδιού του “Gummy Bear” σε δίσκο της χρονιάς. «Εάν μυριάδες» -σκέφτηκα- «Έλληνες σερβίρουν στα παιδιά τους ως μουσική το ηχητικό αντίστοιχο του χειρότερου junk food, τότε δεν υπάρχει σωτηρία…».

Η κρίση ήταν ο γάιδαρος που έφαγε το ήδη στραβό κλήμα. Δίχως έρμα παιδείας, ανερμάτιστες, οι πλατιές λαϊκές μάζες υπέκυψαν σε εκείνους που τους ξεφούρνιζαν τα πιο χοντρά ψέματα. Αγκάλιασαν με φανατισμό τα πλέον παιδαριώδη σενάρια. Όταν δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα, τότε είσαι διατεθειμένος να πιστέψεις τα πάντα. Η κυβερνώσα ελίτ -υπεύθυνη αντικειμενικά για το κακό που συντελέστηκε σε βάθος δεκαετιών- βρέθηκε αίφνης να απειλείται από τους εξαγριωμένους «αντισυστημικούς», οι οποίοι στερήθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει. Την καταναλωτική τους δύναμη. Θα το πω απλά: Κάποιος που δεν καταλαβαίνει γρι απ’ το «Η ζωή εν τάφω», αλλά γνωρίζει απέξω κι ανακατωτά το τραγούδι του Gummy Bear, είναι εντελώς αναμενόμενο να ψηφίζει Χρυσή Αυγή.

Διαβάζω, τις τελευταίες ημέρες, αισιόδοξες ειδήσεις. Η οικονομία -λέει- έχει εισέλθει επιτέλους σε τροχιά σταθεροποίησης και ανόδου, οι αναλυτές μάς επαινούν και οι επενδυτές προετοιμάζονται να ποντάρουν και πάλι στην Ελλάδα. Μακάρι να είναι έτσι. Ακόμα όμως κι αν η κρίση ξεπεραστεί στα λόγια και στα νούμερα, θα πρόκειται -φοβάμαι- για πύρρειο νίκη. Θα αφήσει πίσω της έναν «λαό μουνούχων», όπως θα το εξέφραζε ο Κώστας Βάρναλης. Όχι τόσο γιατί θα έχουν εξανεμιστεί τα εργασιακά δικαιώματα και η οικονομική τους ισχύς. Αυτά, με το χρόνο και με τους αγώνες, θα αποκατασταθούν. Αλλά επειδή πάρα πολλοί, επικίνδυνα πολλοί, Έλληνες θα βγουν από τα βάσανα των τελευταίων ετών δίχως να έχουν διδαχθεί παρά τη μισαλλοδοξία, τη συνωμοσιολογία και τη μετάθεση ευθυνών ως στάση ζωής. Ό,τι ακριβώς εξέθρεψε η έλλειψη παιδείας. Και ό,τι κάνει έναν λαό εύκολη λεία, υποχείριο, όποιου κι αν θέλει να τον χειραγωγήσει.

Χρέος κοινό -πατριωτικό συνάμα και υπαρξιακό- είναι να ξεσκουριάσουμε την αιχμή του δόρατός μας.