Η μικρή γεννήθηκε στην Αλβανία, στη δύση του 1993. Καρπός ενός… «βιαστικού και ανώριμου» έρωτα. Από εκείνους τους έρωτες που μόνο οι φοιτητές απολαμβάνουν. Οι προσεχτικοί, διότι οι απρόσεχτοι κοιμούνται φοιτητές και ξυπνάνε ακόμα και πατεράδες. Άσχετα αν στην πορεία το απολαμβάνουν. Αφού είχα φύγει όταν η σημερινή «ηρωίδα» ήταν ακόμα στη κοιλιά της μητέρας της, επέστρεψα να τη δω όταν πια ήταν τριών μηνών. Τα παιδιά κάνανε παιδί. Δυο μήνες μετά, μαζί με τη μητέρα της, κουβάλημα από «βουνά και λαγκάδια» και στη νέα μου στέγη. Εγκατεστημένος από τις αρχές του έτους εκείνου, μόνιμα στη Δράμα. Συγκρατήστε πως η Άννα -η οποία πήρε το όνομά της από την ηρωίδα ενός βιβλίου που είχα διαβάσει στα δεκαπέντε μου- «ήρθε» στην Ελλάδα όταν ήταν πέντε μηνών και κάτι μέρες. Στο χρόνο επάνω ο πελαργός έφερε και την αδελφή της και η χαρά -μαζί με τα βάσανα- διπλασιάστηκε.
Τα πρώτα χρόνια -τα γνωστά- χωρίς χαρτιά. Μεγάλωσαν τα παιδιά σε ένα πολύ φιλικό περιβάλλον, πήγαν παιδικό σταθμό και νηπιαγωγείο στον τόπο που ο πατέρας τους επέλεξε να εγκατασταθεί. Η Άννα ξεκίνησε εκεί και το Δημοτικό. Όλοι οι γύρω μας βοηθούσαν. Στη γειτονιά οι μικρές σαν μασκότ. Από το 2000 στην Αθήνα πια, με χαρτιά και με άδειες παραμονής. Τα παιδιά άργησαν πολύ να πάνε στους παππούδες στο Καλιβάτσι του Τεπελενίου και στο Μετόχι των Αγ. Σαράντα, αντίστοιχα το δικό μου χωριό και εκείνο της μητέρας τους. Η προσπάθειά μας να ενταχθούμε ευκολότερα, τρέναρε για «αργότερα» την εκμάθηση της αλβανικής γλώσσας στις μικρές. Όταν το 2002 καταφέραμε να πάμε στα χωριά μας, το «αργότερα» είχε περάσει, είχε γίνει πια αργά και τα παιδιά δεν ήξεραν να επικοινωνούν αλβανικά. Είναι από εκείνα τα λάθη που όλη την καλή διάθεση να έχεις, δεν διορθώνονται πια εύκολα. Το «μπράβο σας που μαθαίνετε τα παιδιά σας ελληνικά, αφού τα παιδιά ελληνόπουλα(!) είναι», στην Αλβανία και στους παππούδες μεταφράζεται σε «γιατί, γιέ μου μας έκανες τέτοιο κακό και δεν μπορούμε να μιλήσουμε στις εγγονές μας;» .
Κάθε φορά που για την Άννα χρειαζόταν ένα χαρτί από το σχολείο η διαδρομή ήταν αρκετά περίπλοκη. Ληξιαρχική πράξη γέννησης από Αλβανία, επικύρωση σε Προξενική Ελληνική Αρχή, επικύρωση στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα, μετάφραση στο Υπ.Εξ. της Ελλάδας και επικύρωση και… καρφί στο σχολείο. Δεκαπέντε ημέρες περίπου και κάπου 60 με 70 ευρώ κάθε φορά. Η αδελφή της γεννημένη εδώ, προνομιούχα. Ένα τηλέφωνο στο Ληξιαρχείο Δράμας και έφτασε το χαρτί. Στις ανανεώσεις αδειών παραμονής, πάντα στο διαβατήριο της μαμάς, «για παν ενδεχόμενο».
Το 2007 η μαμά «εκτός νομιμότητας για εκπρόθεσμη κατάθεση δικαιολογητικών». Το αναπάντεχο συνέβη. Για να μπουν στην άδεια του πατέρα, ολόκληρη διαδικασία. Για να πάρουν ελληνική ιθαγένεια, πρέπει «και οι δυο γονείς να είναι νόμιμοι την ημέρα που θα καταθέσει». Η μητέρα της ζει στην Ελλάδα από το 1994 αλλά είπαμε, πλέον «εκτός νομιμότητας». Η Άννα τον επόμενο μήνα ενηλικιώνεται. Ως σήμερα ουδέποτε είχε πάρε-δώσε με Δήμους και Υπουργεία. Για να πάρει Βεβαίωση Σπουδών -μήπως και καταθέσει για να λάβει ελληνική ταυτότητα- πήγε χωρίς καν το διαβατήριο διότι «αφού δεν μου το είπες, μπαμπά πού να ξέρω ότι το θέλουν».
Αυτή ήταν και η πρώτη της «πραγματική συνάντηση» με αυτό που ο πατέρας της έχει συμφιλιωθεί εδώ και περίπου 20 χρόνια, τη λέξη μετανάστης. Σε λίγο θα πάει και στο ΙΚΑ και θα είναι μετανάστρια, και στην εφορία και στον Δήμο. Και το κακό είναι πως δεν ξέρει αλβανικά για να ρωτήσει «συμπατριώτες» για τα διαδικαστικά. Ας καλωσορίσουμε τη νέα μας μετανάστρια…