Σύμφωνα λοιπόν με τον επιφορτισμένο για την σχετική έρευνα αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κύριο Μακρή «..αποκλειστικός λόγος που οδήγησε τους δύο οικονομικούς εισαγγελείς στο να υποβάλουν την παραίτησή τους, ήταν η τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών, με την οποία στην ουσία τους καταργούσε». Ο ίδιος δε διαπιστώνει ότι από την έρευνα που διεξήγαγε δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε από οποιονδήποτε παρέμβαση στο έργο των δύο εισαγγελικών λειτουργών. Κατόπιν αυτού έκλεισε την υπόθεση και την έβαλε στο αρχείο. Καλά και η επιστολή παραίτησης λόγω «παρεμβάσεων στο έργο τους»; Οι προτροπές τους, «μακάρι να μας ζητηθεί να πούμε ονόματα»;
Σύμφωνα με τον κύριο Μακρή, «η υποβολή του αιτήματος παραίτησης των κ.κ. Πεπόνη και Μουζακίτη, οφείλεται στον παρορμητισμό τους και στην υπερβολική ευαισθησία τους». Σας προτρέπω να διαβάσετε το σύνολο του υπομνήματος ανάκλησης της παραίτησης των δύο οικονομικών εισαγγελέων. Παραθέτω όμως δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εκτός των άλλων και για το ιδιότυπο λεκτικό των συντακτών τους. «..Θα ήμασταν, αναντιλέκτως, ανάξιοι και ριψάσπιδες, εάν τα προεκτεθέντα αισθήματα και οι συναφείς ενδεχόμενες αντιδράσεις, έστω εκφεύγουσες των συνήθων πλαισίων δεοντολογίας, μας οδηγούσαν σε υποβολή παραιτήσεων και εγκατάλειψη της υπηρεσιακής μας αποστολής ημιτελούς, επί συγκεκριμένων σοβαρών εκκρεμών υποθέσεων…» «Με την ενέργειά μας δώσαμε το στίγμα μας και αποκαλύψαμε το φρόνημά μας, ενώ παραλλήλως πέμψαμε έμπρακτο, απέριττο και σαφέστατο μήνυμα, στους ενδεχομένως φρονούντας και απεργαζομένους τα αντίθετα, για τους οποίους αδιαφορούμε παντελώς και εμφαντικώς τους αγνοούμε, από πλευράς εκπληρώσεως της υπηρεσιακής μας αποστολής και του διαφυλακτέου, ως κόρης οφθαλμού, δικαστικού ήθους και εισαγγελικού καθήκοντος…»
Κανένας βέβαια γλωσσικός οπωρώνας, ακόμη και με «χαλί» εμβατηρίου, δεν μπορεί να εμποδίσει έναν λογικό πολίτη να βγάλει τα συμπεράσματά του σ’ αυτήν την υπόθεση. Οι δύο εισαγγελείς δίωξης οικονομικού εγκλήματος παραιτήθηκαν ισχυριζόμενοι παρεμβάσεις στο έργο τους, για να αποδειχθεί μέσα σε ώρες ότι το έκαναν, όχι γι ‘αυτό αλλά, επειδή δεν επιθυμούσαν να προΐσταται στο έργο τους αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τροποποίηση που προωθούσε η κυβέρνηση. Ανόητη, κατά τη γνώμη μου πρωτοβουλία, για έναν θεσμό που μόλις έχει ξεκινήσει αλλά, δεν ήταν αρμοδιότητα των εισαγγελέων να το κρίνουν.
Ας προσπαθήσουμε με τον κοινό νου να διατυπώσουμε όλα τα παραπάνω σε μια πρόταση – συμπέρασμα.
Οι δύο εισαγγελείς παραιτήθηκαν επικαλούμενοι λόγους εξωθεσμικών παρεμβάσεων στο έργο τους ενώ, από την έρευνα που πραγματοποίησε ο Άρειος Πάγος, απεδείχθη ότι αυτό δεν ευσταθεί και ότι το κίνητρο ήταν η αποτροπή νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης σχετικά με τον θεσμό που υπηρετούσαν. Το ότι ενήργησαν έτσι οφείλεται στον παρορμητισμό και την υπερβολική ευαισθησία τους. Η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Οι εισαγγελείς επανέρχονται στη θέση τους. Αυτή την αντίληψη θέλει να περάσει η δικαστική εξουσία στην κοινωνία για την ευθύνη των ενεργειών των λειτουργών της;
Δεν πρόκειται για μια ωμή παρέμβαση δικαστικών λειτουργών έναντι της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας; Θα μπορέσουν, μετά από αυτό, οι δύο λειτουργοί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον πιθανές πραγματικές παρεμβάσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους;
Μια κανονική κυβέρνηση θα είχε κάνει δεκτές τις παραιτήσεις και θα είχε ζητήσει από τον Εισαγγελέα του Α.Π. ορισμό άλλων εισαγγελέων. Η παραπαίουσα συγκυβέρνηση, έφαγε τη σφαλιάρα της, έκανε τον σταυρό της που τέλειωσε κι αυτό και δείχνει να ξεχνάει τη νομοθετική της πρωτοβουλία. Μπορεί η οικονομική πραγματικότητα να μας γονατίζει καθημερινά αλλά ας μην ξεχνάμε ότι σ’ αυτό το χάλι βρεθήκαμε από την περιφρόνηση σε αρχές και σε θεσμούς.