Μας χτύπησε την πόρτα στο σχολείο. Σεμνός και μετρημένος. Ευγενικός πάνω απ' όλα. Μας πρότεινε μια παράσταση. Το παλιό μεγαλείο. Στο μυαλό μου μπλέχτηκαν οι ιστορίες του Παναγή Κουταλιανού, του Τζιμ Λόντου, του Τζίμι του Τίγρη. Τον θυμήθηκα τον Τρομάρα. Τον είχα δει παιδί στην Αθήνα, τότε που σκαρφάλωναν τα αυτοκίνητα πάνω του και του πατούσαν το στήθος. Τη στιγμιαία έκπληξή μου την εξέλαβε προβληματισμό και σκεπτικισμό και έβγαλε αμέσως τα χαρτιά του υπουργείου Παιδείας, τις άδειες και τα τυπικά, να μου δείξει και να με πείσει. Λες και θα μ' έπειθε ποτέ ένα χαρτί του υπουργείου, εμένα που έβλεπα τον ζωντανό θρύλο μπροστά μου κουρασμένο και πονεμένο, πικραμένο, αλλά ποτέ νικημένο. Λες και μια υπογραφή ή μια συστατική επιστολή αξίζουν περισσότερο από την τίμια ματιά του, από τα δόντια του που τραβούν αυτοκίνητα και τρένα, από τα μπράτσα του που λυγίζουν σίδερα ή κρατούν ακίνητους είκοσι νέους ή ένα αυτοκίνητο που αγωνίζεται να ξεκινήσει με πρώτη ταχύτητα μαρσάροντας απελπισμένα στις 6.000 στροφές. Λες και το γραφείο τού κάθε υπεύθυνου μπορεί να βγάλει ψυχές ελληνικές, να χτίσει ιδεολογίες, να μορφώσει το πνεύμα παράλληλα με το σώμα, να κάνει μάθημα στους νέους, τόσο παραστατικά και με τόση αλήθεια.
– Γιώργο, ακόμη αγωνίζεσαι; Ακόμη, στη γύρα;
– Αυτό ξέρω να κάνω. Όσο μπορώ, αυτό θα κάνω.
– Και μετά;
– Μετά, άστο, δεν ξέρω.
Πού να φανταζόμουν μικρός ότι θα ερχόταν στιγμή που θα του έσφιγγα το χέρι, που θα τον αγκάλιαζα συγκινημένος!
Τα παιδιά στην τάξη πριν την παράσταση έλεγαν τα δικά τους. Να μην πληρώσουν και να φύγουν, έχουν διαβάσματα, είναι ωραία μέρα, δεν είναι κρίμα να τη χάσουν με βλακείες. Δεν είπα τίποτα.
Δείτε αυτές τις βλακείες. Αφήστε τις να λειτουργήσουν μέσα σας. Δεν ξέρετε ποιες σημειώσεις γράφουν στην ψυχή σας γι' αργότερα. Αφήστε να τις διαβάσετε μετά. Έπειτα από είκοσι έτη, ας πούμε. Κάποιες άλλες βλακείες άκουγα και εγώ από τον παππού μου, όταν ήμουν πέντε χρονών, κι έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια για να καταλάβω ότι αυτές οι βλακείες του σοφού μου γέροντα ήταν καμιά χιλιάδα στίχοι από τον Ερωτόκριτο. Οι μαθητές μου, όμως, έκαναν ένα λάθος. Έμειναν πέντε λεπτά στην παράσταση κι είπαν να φύγουν μετά. Τελικά, αφού έμειναν καρφωμένοι στη θέση τους μέχρι το τέλος, ήρθαν να πληρώσουν το «εισιτήριό τους» συγκινημένοι, πήγαν να ζητήσουν και αυτόγραφα κι αφίσες.
Οι βλακείες, ο Ερωτόκριτος, η Ελλάδα που πεθαίνει…
Ένας μικρός μαθητής, μου είπε ότι τελικά δεν το γλίτωσαν το μάθημα, μόνο που αυτό το μάθημα που δίδαξε ο Τρομάρας είχε περισσότερη αξία, ήταν πιο αληθινό.
Πόσον καιρό θα διδάσκεις ακόμη, Γιώργο; Πόσον καιρό ακόμη θα γυρίζεις τα σχολεία με κίνδυνο της σωματικής σου ακεραιότητας και υγείας και θα ματώνεις; Ποιος θα σου δώσει έπαινο ή βραβείο για την προσφορά σου στην ελληνική νεολαία; Ποιος θα σε συνταξιοδοτήσει; Ποιο Ι.Κ.Α δίνει σύνταξη στην ομορφιά της ψυχής, στην καθαρότητα των αισθημάτων, στην αληθινή δύναμη έξω από τα αναβολικά, τις φανφάρες και τις διαφημιστικές καμπάνιες; Από ποιο υπουργείο θα πάρεις το εφάπαξ της ανδρείας; Ποιοι κωδικοί πληρώνουν την ανθρωπιά; Τελικά, Γιώργο, ποιο ζυγίζει περισσότερο για σένα: ένα τρένο που το σέρνεις με τα δόντια ιδροκοπώντας ή η ανοιχτή αγκαλιά ενός σχολείου που σε δέχεται και σε θαυμάζει; Ένα αυτοκίνητο που το ακινητοποιείς με τα μπράτσα σου ή ένα χαμόγελο παιδιού που το βλέπεις να σε διαβεβαιώνει πως το να είσαι αθλητής σημαίνει να είσαι άνθρωπος;
Άσε, μη μου απαντάς. Ξέρω τι θα μου απαντήσεις.
Και μετά, Γιώργο; Τι θα γίνει μετά;
– Μετά, άστο, δεν ξέρω.