Η διδασκαλία της Έκθεσης έχει μέγιστο ενδιαφέρον, όταν καταφέρνει να δημιουργήσει στον μαθητή μια ευρύτερη οπτική του Κόσμου. Αλλιώς καταντάει ένα ακόμα αντικείμενο μάθησης βασανιστικό, με το οποίο σκυλοβαριέται εξίσου ο αν-έμπνευστος δάσκαλος κι ο παπαγάλος μαθητής. Η Παραγωγή λόγου, η καταγραφή ιδεών έχει νόημα μόνο αν στοχεύει – κι αυτό, με σύνεση πολλή – να εμπεδώσει στον έφηβο πολίτη ένα σύστημα αξιακό, απαρχή μιας κοσμοαντίληψης με την οποία θα μπορεί να ερμηνεύσει τον κόσμο και τον εαυτό του.
Σ’ αυτή την περίπτωση είναι αναγκαίες τόσο οι φόρμες και οι τύποι, δηλαδή η τεχνική της γραφής, όσο βεβαίως και οι ιδέες, πρωτότυπες ή μη.
Η τεχνική (το «ΠΩΣ») έχει να κάνει με συγκεκριμένες πρακτικές, με τα δεδομένα, το ζητούμενο και τη συγκρότηση μιας συλλογιστικής προς τη σωστή κατεύθυνση. Η χρησιμότητά της έγκειται στο να βοηθήσει τον μαθητή ώστε να αποφασίζει ο ίδιος αν πρέπει ή δεν πρέπει (και γιατί) να χρησιμοποιήσει αυτόν ή τον άλλον τρόπο διατύπωσης• γιατί θα πρέπει να οδηγήσει τη σκέψη του προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση (και μέχρι πού). Κι αφού αφομοιώσει τις τεχνικές, μπορεί κάλλιστα να τις αφήσει κατά μέρος και να χαράξει τους δικούς του δρόμους.
Όσον αφορά το «ΤΙ» (ασαφείς ιδέες, βιώματα, σκόρπιες γνώσεις κι εμπειρίες που συνθέτουν αμυδρά το εφηβικό σύμπαν), η Παραγωγή του λόγου μπορεί να παίξει ρόλο καθοριστικό στην κατάταξη και την οργάνωση της σκέψης.
Στην περίπτωση που αυτός είναι ο στόχος – πολύ σπανίως, φευ – είναι αναγκαία μια πρώτη συγκρότηση των πραγμάτων, μια αδρομερής ταξινόμηση του Κόσμου. Με μεγάλη προσοχή και σεβασμό στη διαφορετικότητα του κάθε μαθητή. Έτσι ώστε να αρχίσει να ξεκαθαρίζει το θολό τοπίο – μέσα του κι έξω – και να μπορεί να ερμηνεύει την πραγματικότητα (το αίτιο και το αιτιατό της).
Για να μην κατηγορηθώ ότι θεωρητικολογώ, θα μπω όσο μου επιτρέπει ο χώρος, στην πρακτική εφαρμογή της παραπάνω σκέψης. Μιλώ για βασικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (τον γνωστικό/πνευματικό του χώρο, τη συναισθηματική και ψυχική του υπόσταση, τις ανθρωπιστικές αξίες του, την υλικο-οικονομική του διάσταση, την κοινωνική του δραστηριότητα, την πολιτική και δημοκρατική συνείδηση, την πολιτιστική του καλλιέργεια) ως βάση κατανόησης και ερμηνείας του Κόσμου.
Με τους θεματικούς αυτούς χώρους συνυφαίνονται τα αίτια των πραγμάτων, τα αποτελέσματα και οι τρόποι επίτευξης ή αντιμετώπισής τους στη συντριπτική τους πλειονότητα. Είναι σαφώς διαχωρισμένοι μεταξύ τους ώστε να προσανατολίζεται ο μαθητής σε μια στοιχειώδη δομή, κι άλλο τόσο σύμπλοκοι ή δυνάμει διασταυρούμενοι ώστε να παράγει ο νους κριτικά και γόνιμα άπειρους συνδυασμούς σκέψεων.
Όσοι διαθέτουν το χάρισμα του λόγου, όπως η περίπτωση που αναφέρει ο κ. Ανδρέας Ζαμπούκας, δεν έχουν ίσως ανάγκη καμίας υποστήριξης. Αλλά οι άλλοι; Όλοι οι άλλοι που δεν έχουν το ταλέντο της γραφής, ούτε την ικανότητα να μετατρέπουν τα βιώματά τους σε ιδέες, πώς θα τα καταφέρουν;
Κι άλλωστε η χαρά του δάσκαλου, νομίζω, είναι ακριβώς αυτό: απ’ το 8 και το 9 να πάει έναν μαθητή στο 14. Κι ακόμα μεγαλύτερη ευχαρίστηση, αν καταφέρει να τον οδηγήσει από τη σύγχυση σε κάποιο ξέφωτο. Να βρει έναν δρόμο και την προσωπική ισορροπία του.