Διάλογος νο 3:
Άντρας 35χρονος με τζιχαντόμουσο= (κοιτάζοντας το κινητό του όπου διάβαζε προφανώς την είδηση) Ρε μαλάκα εμάς γιατί δεν μας κάλεσε στο Γκαζάρτε;
ΚΟΠΕΛΑ ΤΟΥ (ίδιας ηλικίας χωρίς μούσι)= Γιατί; Μας ξέρει;
35χρονος= Γιατί δηλαδή πρέπει να μας ξέρει;
Κ= Και πως θα μας καλέσει ρε μαλάκα αν δεν μας ξέρει;
Α= Να μας μάθει ρε!
Κ= (βαριεστημένη) καλά
Α= Έχεις ηττοπάθεια ρε μαλάκα, το ξέρεις;
Κ= Πονοκέφαλο έχω
Α= Κι αυτό από την ηττοπάθεια είναι. Μάθε ποια είσαι ρε. Νιώσε ότι αξίζεις. Αν δεν νιώσεις εσύ, ποιος θα νιώσει;
Κ=εσύ!
Α= Εγώ νιώθω ότι αξίζω ΕΓΩ.
Κ= Κι εγώ δεν αξίζω ρε μαλάκα; Αυτό μου λες;
Α= (μπερδεμένος) Αυτό είπα; Εγώ είπα ότι δεν μας κάλεσε. Χέστηκα δηλαδή. Θα πάμε ακάλεστοι. Είναι δικαίωμα μας να μην επιτρέπουμε να μας αγνοούν.
Κ=….
Α= Γιατί δε μιλάς;
Κ= Γιατί βαρέθηκα.
Α= Εμένα; Αυτό μου λες τώρα; Αυτό;
Κ= (ψιλοέξαλλη τώρα) Λοιπόν τέρμα το Γκαζάρτε και λοιπά. Αν θέλεις να πας τράβα μόνος σου όπου θες. Εγώ δεν έρχομαι να ξεφτιλιστώ.
Α= Δεν πιστεύεις στο έργο σου, στον εαυτό σου. Κρίμα.
Κ= (χαμηλώνει τη φωνή αλλά με ένταση) Στη Βόνταφον δουλεύω ρε μαλάκα, ποιο έργο μου;
Α= (κωλώνει αλλά όχι για πολύ) Συνδέεις τους ανθρώπους, δεν είναι έργο αυτό;
Κ= Λογαριασμούς τους στέλνω
Α= Εγώ όμως πάω να αλλάξω τον τρόπο που βλέπουμε το ανθρώπινο σώμα. Το νιώθεις αυτό που σου λέω; Δεν μπορεί να με ισοπεδώνει εμένα πριν αρχίσω.
Κ= Ε άρχισε πρώτα και βλέπουμε…
Α= Εγώ φταίω ε; Εγώ φταίω που επιπλέουν οι φελλοί; Που η σχολή είναι μπουρδέλο; Που η χώρα είναι μπουρδέλο;
Κ= Και το σπίτι μας μπουρδέλο είναι
Α= Σε μένα το λες;
Κ= Σε σένα γιατί εσύ κάθεσαι. Εγώ δουλεύω για να πληρώνουμε τους λογαριασμούς
Α= Δεν κάθομαι. Ετοιμάζομαι. Δουλεύω τα σχέδια. Μην ξαναπείς ότι κάθομαι. Είναι μικροαστική αθλιότητα να λες ότι κάθομαι. Ούτε η μάνα μου δεν τολμάει να πει ότι κάθομαι.
Κ= Ε, βέβαια, αφού πληρώνω εγώ τους λογαριασμούς…
Α= Στέλνοντας λογαριασμούς. Σα δε ντρέπεσαι λέω εγώ.
Κ= Ε, τότε τράβα μόνος σου στο Γκαζάρτε. Και άμα σε βάλουν μέσα να με χέσεις
Α= Εμένα; Θα τολμήσουν να πετάξουν έξω εμένα;
Κ= Γιατί ρε ποιος είσαι;
Ο άντρας την κοιτάει πρώτα αγριεμένα, μετά επιτιμητικά, ύστερα με βαθιά λύπη.
Α= Απαξιώ να σου απαντήσω. Άντε μου και στο διάολο δηλαδή.
Μετά σηκώνεται και κατεβαίνει έξαλλος σπρώχνοντας τον κόσμο στην πρώτη στάση. Είναι ο νεοέλληνας, παίδες μου αγαπημένοι. Ο αδερφός μας, ο γκόμενός μας, η φίλη μας, ο γείτονάς μας, εμείς. Εμείς που θα ξεστομίσουμε με την πρώτη ευκαιρία την ατάκα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;» αλλά δεν ανεχόμαστε με την καμία παναγία να μας ρωτήσουν ξαφνικά.
«Ναι, ρε φίλε, πες μας, ποιος είσαι;»
Δεν φταίμε εμείς που δεν μπορούμε να απαντήσουμε. Το γαμημένο το κόμμα, η οικογένειά μας, το ΔΝΤ, η μάνα μας, το σύστημα, τα μίντια, η ευνοιοκρατία, η Ευρώπη, η Ασία, η γαμοσχολή, οι γκόμενες οι πρώην κι οι επόμενες.
Αυτοί φταίνε και αυτοί να απαντήσουν.