Η παρέα έχει διάθεση να αμαρτήσει με τσίπουρα, ύστερα από ένα εξίσου αμαρτωλό μεσημέρι που κράτησε ως αργά το απόγευμα. Προορισμός μας το Νησί, ένα τέταρτο με βαρκάκι από τον Μώλο στα Γιάννενα. Βραδινή βόλτα για τους μισούς στα σοκάκια ανάμεσα σε ασημικά, βασιλικούς, κράχτες, κλειστά μαγαζιά και ανθρώπους στις αυλές, λιγοστός και ο κόσμος σε σχέση με άλλες εποχές όταν ερχόμουν με τους παππούδες μου τα καλοκαίρια για διακοπές.
Οι άλλοι μισοί έχουν ήδη στρωθεί στο μαγαζί του Πόρου στην πλατεία των Αλιέων στα μισά του χωριού πριν την πάνω πλατεία του Δημαρχείου και έχουν αρχίσει τα τσίπουρα. 10 άδεια μπουκάλια μετράω στο τραπέζι και με το που καθόμαστε και οι υπόλοιποι, προσγειώνονται μπροστά μας καμιά δεκαριά ακόμη παγωμένα τσίπουρα. Καταλαμβάνουμε σχεδόν τη μισή πλατεία, απόψε έχουμε αληθινό κέφι. Με συνοπτικές διαδικασίες μας εμφανίζονται τα πρώτα πιάτα. Πατάτες τηγανιτές στο πετρογκάζ, μπατσίνα, λαχανόπιτα δηλ. χωρίς φύλλο αλλά με καλαμποκάλευρο, αγγουροντομάτα με γεύση κήπου, ιδίως το αγγούρι που είναι πράσινο και σκληρούτσικο, μελιτζάνες σκορδαλιά, αν ήταν μεσημέρι θα έτρωγα σίγουρα πιο πολύ, πιπεριές τηγανιτές από τα κάτω μποστάνια κοντά στις βάρκες και φρέσκες καραβίδες από τη λίμνη. Τσίπουρα και φαγητά εξαφανίζονται με μιας, νέος γύρος, ξανά μια από όλα. Κρατήστε χώρο για το κυρίως, μας φωνάζει ο ταβερνιάρης. Ο χώρος υπάρχει. Σε λίγο πιατέλες με το κυρίως φαγητό καταφθάνουν στο τραπέζι. Σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, του μάγειρα και της μακαρίτισσας της Μαρίας, θείας της μάνας μου επίσης. Κυπρίνος γεμιστός σε ξυλόφουρνο. Εναλλακτικά ψήνεται και στα κάρβουνα. Σκέτο λουκούμι. Ο Θανάσης, συνταξιούχος πια, διάσημος στο νησί, βοηθά τον μάγειρα με τούτο το φαί. Η μακαρίτισσα η Μαρία έφτιαχνε τον κυπρίνο ολόκληρο στο ταψί, ο Θανάσης τον φιλετάρει για να φύγουν τα πολλά αγκάθια, του βγάζει την πέτσα, που είναι κάπως σκληρή και θέλει υπομονή στο μάσημα και τον ψήνει σε κομμάτια.
Η συνταγή του Θανάση συνοδεύεται απαραιτήτως με γιαννιώτικο τσίπουρο, παγωμένο μεν, αλλά ποτέ νερωμένο. Ακούστε την. Βρίσκουμε έναν μεγαλούτσικο κυπρίνο. Ψάρι του γλυκού νερού, σε κάποιες περιοχές βρίσκεται με ευκολία, σε άλλες δύσκολα. Έχει αρκετά κόκαλα οπότε, σύμφωνα με τον Θανάση, καλό είναι να τον φιλετάρουμε, κυρίως για όσους έχουν πρεσβυωπία και βασανίζονται στο καθάρισμα.
Όπως και αν έχει ξαπλώνουμε τον κυπρίνο σε ένα ταψί γεμάτο χονδρό αλάτι ή σε ζεστή σχάρα. Τον πιπερώνουμε με μαύρο πιπέρι και κόκκινη γλυκειά πάπρικα και από πάνω κόβουμε διαδοχικά πράσινες και κόκκινες πιπεριές, μπόλικο μαϊντανό, λίγο σκορδάκι, δυο φρέσκες ντομάτες σε φέτες, τοποθετούμε ένα φύλλο βάγια ή δάφνης ανά κομμάτι και ξαναρίχνουμε μαύρο πιπέρι για να γίνει πικάντικος, μια κούπα λάδι και ανακατώνουμε καλά τα υλικά. Σε μια άκρη του ταψιού βάζουμε ένα ολόκληρο κρεμμύδι χαραγμένο στα τέσσερα για να πάρει άρωμα το ψάρι και το αφήνουμε να ψηθεί. Το πιάτο είναι γλύκισμα και τρώγεται με βούτες χωριάτικου ψωμιού στη σάλτσα του.
Τελικός απολογισμός της βραδιάς, 20 μπουκαλάκια τσίπουρο οι πιο δυνατοί, ο άμαχος πληθυσμός σταμάτησε στα 6 με 7, ο κυπρίνος φαγώθηκε, τα πιάτα σκουπίστηκαν, το πανηγύρι στην πιο πάνω πλατεία φούντωσε για τα καλά και κατά τις δύο, πίσσα νύχτα, με τον καπετάνιο τον μπάρμπα Κώστα αγκαζέ, μαζευτήκαμε όλοι, μπήκαμε στη βάρκα του και πήραμε να επιστρέψουμε. Σκούρα τα νερά, βραδινή δροσιά της λίμνης, φώτα από σπίτια, αεροπλάνα και αστέρια πάνω και πέρα από τα κεφάλια μας, η καλύτερη παρέα για την Φροσύνη. Νυχτερινή βαρκάδα σε μια άδεια λίμνη, σχεδόν δική μας. Ξημερώματα στον Μώλο το ραντεβού μας ανανεώθηκε για του χρόνου. Όπως και όπου και αν είμαστε.
Αν βρεθείτε καμιά φορά στα Γιάννενα, πάρτε το καραβάκι και φτάστε ως το Νησί, χαζέψτε τα σπίτια και τα σοκάκια, καθίστε στην πλατεία των ψαράδων, πιείτε και φάτε στην υγειά τους, για τις δύσκολες μέρες του χρόνου που τους περιμένουν, για ό,τι είναι για τον καθένα η αντοχή.