Protagon A περίοδος

Γιανίτσαροι και Μπούλες

Ψυχή και βαθύ συναίσθημα, κόντρα στις τουριστικές ατραξιόν των Αποκριών. Αφοσίωση στη συλλογικότητα, γνήσιο σεβασμό στον τόπο και αυθεντική πίστη στις αξίες του ιστορικού δρώμενου. Αυτά συνάντησα χθες στη Νάουσα, στο τοπικό αποκριάτικο έθιμο του Γιανίτσαρου και της Μπούλας.

Γιάννης Παπαδημητρίου

Ψυχή και βαθύ συναίσθημα, κόντρα στις τουριστικές ατραξιόν των Αποκριών. Αφοσίωση στη συλλογικότητα, γνήσιο σεβασμό στον τόπο και αυθεντική πίστη στις αξίες του ιστορικού δρώμενου. Εν ολίγοις, αναλλοίωτες ανθρώπινες σχέσεις, ενταγμένες μέσα σε ένα διονυσιακό περιβάλλον. Αυτά συνάντησα χθες στη Νάουσα, στο τοπικό αποκριάτικο έθιμο του Γιανίτσαρου και της Μπούλας, όπου δεκάδες οικογένειες συμμετέχουν κάθε χρόνο με ευλάβεια στο τελετουργικό. Η προετοιμασία ξεκινάει από νωρίς το πρωί, όταν οι μανάδες ντύνουν τους γιους τους στο σαλόνι με την παραδοσιακή στολή, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η κέρινη μάσκα, ο λεγόμενος «πρόσωπος».

Οι χειροποίητες μάσκες, με τις δυο μικροσκοπικές τρύπες στα μάτια, είναι όλες ίδιες μεταξύ τους, ώστε να μην μπορεί ο κόσμος να αναγνωρίσει ποιος κρύβεται πίσω από τη στολή. Τα μπουλούκια γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουν τα μέλη τους. Στέκονται στην είσοδο, ο ζουρνάς με το νταούλι δίνουν το ρυθμό, και ο Γιανίτσαρος εμφανίζεται με υψωμένα τα χέρια, να χορεύει στο μπαλκόνι ή στο κατώφλι της πόρτας. Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία, κατευθύνονται προς το δημαρχείο, όπου ο αρχηγός του κάθε μπουλουκιού αποκαλύπτεται στο δήμαρχο για να του δώσει άδεια να χορέψουν στους δρόμους της πόλης. Σύμφωνα με την ιστορία, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο διοικητής ζητούσε από τον αρχηγό να δείξει το πρόσωπό του ώστε να εγγυηθεί για την ομάδα του, καθώς ανάμεσα στους Γενίτσαρους διείσδυαν κι Έλληνες επαναστάτες.

Πριν αρχίσουν οι χορευτικές πατινάδες στα στενά σοκάκια, στην πλατεία ακούγεται ο Θούριος του Ρήγα και τα σπαθιά βγαίνουν από τις θήκες. Ο δωδεκάχρονος Γιάννης Γαλίτης, δώδεκα χρονών, ντύνεται Γιανίτσαρος από ενός έτους. Ο πατέρας του, ο κύριος Μανώλης, ήταν πρώην αρχηγός μπουλουκιού και τώρα δίνει το ρυθμό με το νταούλι. Ρωτάω το μικρό, που τον βλέπω να μην ενοχλείται καθόλου από το βάρος της στολής, τι ενδιαφέρον βρίσκει στο συγκεκριμένο έθιμο και για ποιο λόγο θέλει να συμμετέχει. «Είναι τιμή μου να συμμετέχω», μου λέει πριν καλά-καλά προλάβω να τελειώσω την ερώτησή μου, και συνεχίζει λέγοντας πως «το έθιμο είναι ενδιαφέρον γιατί αναβιώνουμε ιστορικές καταστάσεις της πατρίδας μας».

Μολονότι η φουστανέλα που φορούσε ήταν του πατέρα του, η υπόλοιπη στολή είχε ραφτεί για τον ίδιο προσωπικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τους υπόλοιπους Γιανίτσαρους, οι οποίοι έχουν χωριστά ο καθένας τη δική του φορεσιά- απαιτούνται 750 μεταλλικές δραχμές μόνο για το θώρακα. Γενικότερα, τα περισσότερα αγόρια της Νάουσας συμμετέχουν στο συγκεκριμένο δρώμενο, αφού το έθιμο πηγαίνει από πάππου προς πάππου και στην κυριολεξία χάνεται στα βάθη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο τέλος, γύρω στις πέντε το απόγευμα, όλα τα μπουλούκια πηγαίνουν στα Αλώνια και εμφανίζουν τα πρόσωπά τους. Η γιορτή συνεχίζεται μέχρι το βράδυ και στους χορούς πλέον συμμετέχουν και πολίτες.

Αν δεν βρεθείς εκεί, να δεις τους μικρούς να χορεύουν με τα σπαθιά τεντωμένα, να πέσεις θύμα του αποφασισμένου βλέμματός τους και να ακούσεις τον πολεμικό, μα συνάμα, στενόχωρο ήχο του νταουλιού, τότε είναι δύσκολο να καταλάβεις τη διαφορά από ένα κλασικό, κραυγαλέο καρναβάλι. Διαφορά που προκαλεί συγκίνηση, γιατί εδώ η συμμετοχή σε συλλογικότητες δε θεωρείται μόνο τιμητική, αλλά κρύβει μέσα της και τις ξεχασμένες ανθρώπινες αξίες, κυρίως το σεβασμό προς την ίδια την ύπαρξη. Άλλωστε, οι πολεμιστές δε λογαριάζουν το θάνατο. Μετρούν την ανάσα με ζωές και για αυτό δε φοβούνται όταν φεύγουν από το σπίτι. Η επιστροφή είναι αβέβαιη και η πίστη στην επανάσταση δεδομένη. Σαν όνειρο ακούγεται.