«…Εγώ βαθιά νομικά ποτέ δεν έμαθα. Ούτε και μου χρειάστηκαν ποτέ. Τελείωσα την Σχολή το ’87, άνοιξα γραφείο το ’90 – μη φανταστείς καμιά χλιδή, τρίαντα τετραγωνικά στην Κάνιγγος, με κοινόχρηστη τουαλέτα. Για την επόμενη εικοσαετία, μέρα δεν έμεινα χωρίς δουλειά. Τη μία έκανα ελέγχους τίτλων στο υποθηκοφυλακείο, την άλλη έκανα παράσταση σε κάποιο συμβόλαιο. Αναλάμβανα κανένα αυτοκινητιστικό, κανένα διαζύγιο, κανένα απλό εργατικό… Μία χαρά την έβγαζα. Όχι πως πλούτισα, μα τίποτα δεν έλειψε ούτε σε μένα ούτε στη γυναίκα μου -νηπιαγωγός η Φανή, στο Δημόσιο- ούτε στα δυο παιδιά μου. Τι ξένες γλώσσες και κολυμβητήρια, τι μπάρμπεκιου στο εξοχικό, τι στα μπουζούκια μια φορά το μήνα μίνιμουμ, τι ταξιδάκια στο εξωτερικό… Και αν μου τύχαινε -άντρας είμαι- κάνα τυχερό, στα καλύτερα ξενοδοχεία θα το πήγαινα το γκομενάκι, τα πιο σέξι εσώρουχα θα του αγόραζα… Εδώ και μία τριετία όμως, φίλε μου, χέσ’ τα κι άσ’ τα! Κανένας δεν πληρώνει δικηγόρο πια για ψιλοδιαφορές, προτιμούν να συμβιβαστούν παρά να τραβιούνται στα δικαστήρια. Οι υποχρεωτικές παραστάσεις τείνουν να καταργηθούν, ακόμα και τα διαζύγια έχουν πέσει στο ναδίρ, το σκέφτεται ο άλλος εκατό φορές να χωρίσει μέσα στην κρίση. Τα έξοδα, από την άλλη, τρέχουν: Χαράτσια, τιμολόγια, ταμεία… Αν συνεχίσει έτσι η ιστορία, σε δύο -σε τρία;- χρόνια, θα καταντήσει ασύμφορο για μένα να δικηγορώ. Και τότε τι θα κάνω, πες μου εσύ! Στα πενηνταπέντε μου, θα καταντήσω κλέφτης ή ζητιάνος;».
Σπαραχτική στην ειλικρίνειά της -βοηθούσαν και τα τρία τσίπουρα που είχε κατεβάσει μονοκοπανιάς- η εξομολόγηση ενός ανθρώπου που τυχαία συνάντησα μεσημεριάτικα σε μία καφετέρια της Ευελπίδων. Και ο οποίος, αφού πρώτα ξόμπλιασε τα βιβλία μου (τα καλά λόγια ενός άγνωστου αναγνώστη ισοδυναμούν με εγκώμια από δέκα κριτικούς), μου άνοιξε διάπλατα την καρδιά του. Κι εγώ δεν ήξερα τι να του πω. Ούτε εκείνος βέβαια προσδοκούσε να του δώσω λύση…
Στην ίδια, πάνω-κάτω, θέση με τον εν λόγω δικηγόρο βρίσκονται αναρίθμητοι συμπολίτες μας, ισχυρό ποσοστό της πάλαι ποτέ ευημερούσας μεσαίας τάξης. Άνθρωποι οι οποίοι συνειδητοποιούν κατά τον πλέον επώδυνο τρόπο ότι με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, θα βρεθούν σύντομα -αν δεν βρίσκονται κιόλας- οριστικά και αμετάκλητα «στην απέξω». Ότι για αυτούς η κρίση δεν θα τελειώσει ποτέ.
Δεν αναφέρομαι σε τρωκτικά του συστήματος, σε ραντιέρηδες, κομπιναδόρους και σουλατσαδόρους, οι οποίοι δικαίως τιμωρούνται σήμερα για την αλλοτινή τους λαιμαργία και αλαζονεία. Μιλάω για όλους εκείνους που ήταν απολύτως πεπεισμένοι -η ίδια η ζωή τους είχε πείσει- ότι οι μετρημένες δυνατότητες και οι χαλαροί ρυθμοί τους αρκούσαν και περίσσευαν για να περνάνε μέλι-γάλα. Μιλάω για δικηγόρους που δεν ξέρουν -διότι ποτέ δεν χρειάστηκε να μάθουν- «βαθιά» νομικά. Για δημοσιογράφους που δεν μιλάνε (ούτε) αγγλικά κι ωστόσο σταδιοδρομούσαν κάποτε λαμπρά, αναλαμβάνοντας και αποστολές στο εξωτερικό. Για εμπόρους που το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο έφτανε μέχρι του να εισάγουν προϊόντα πολυτελείας -τα οποία γίνονταν τις καλές μέρες ανάρπαστα- και τώρα έχουν χάσει τα αβγά και τα πασχάλια. Για εκπαιδευτικούς, που η αποστολή τους περιοριζόταν στο να τελειοποιούν τους μαθητές στην υψηλή τέχνη της παπαγαλίας, και οι οποίοι δεν άνοιξαν ένα «εξωσχολικό» βιβλίο αφότου τέλειωσαν το πανεπιστήμιο. Για να μη φτάσω μέχρι τους ιδρυματοποιημένους υπαλλήλους του ευρύτερου Δημόσιου, που πάθαιναν αναφυλαξία σε κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού-μηχανοργάνωσης διότι θα έχαναν τη βολή τους. Ή ακόμα και στους πολυάριθμους ταξιτζήδες, που αρνούνται πεισματικά όχι απλώς να μάθουν να διαβάζουν ένα χάρτη, αλλά και να εξοικειωθούν με τη χρήση του GPS…
Απεχθάνομαι όσους κουνούν επιτιμητικά το δάχτυλο – εγώ δεν πρόκειται να το κουνήσω ποτέ σε κανέναν. Οι παραπάνω συμπολίτες μας που ηλικιακά βρίσκονται ανάμεσα στα σαράντα και στα εξήντα (οι νεότεροι είναι εξοικειωμένοι αν μη τι άλλο, με τις νέες τεχνολογίες) προφανώς και δεν φταίνε που η ενηλικίωσή τους συνέπεσε με τη μετάλλαξη της Ελλάδας από χώρα μαστόρων σε κοινωνία τρέχα-γύρευε. Που -από τη δεκαετία του '80- η αλματώδης άνοδος του οικονομικού επιπέδου συνδυάστηκε με τη σταδιακή αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού. Που ο θαλασσοδαρμένος ναυτικός πατέρας τους λαχτάρησε για εκείνους μια καλύτερη ζωή και έφτυσε αίμα για να τους διορίσει στο Δημόσιο, για να τους χτίσει πέντε «ενοικιαζόμενα» στο νησί, για να τους αγοράσει μία άδεια ταξί.
Προφανώς και δεν φταίνε εκείνοι επειδή δεν μπόρεσαν να δουν εγκαίρως τη μεγάλη εικόνα, να αντιληφθούν ότι καμία κοινωνία -είτε έχει αριστερό είτε δεξιό πρόσημο- δεν μπορεί να δουλεύει στο ρελαντί δίχως κάποια στιγμή να καταρρεύσει. (Όταν, από το 1989, σύσσωμος ο «Υπαρκτός Σοσιαλισμός» διαλυόταν εξαιτίας όχι τόσο των Αμερικάνων όσο της δικής του εξωφρενικής γραφειοκρατίας, διαφθοράς και ραστώνης, εμείς στην Ελλάδα ασχολούμασταν με τον έρωτα του Ανδρέα Παπανδρέου και με το σκάνδαλο του Κοσκωτά…)
Προφανώς και δεν φταίνε που έως και σήμερα δεν τολμούν οι περισσότεροι να κοιτάξουν κατάματα την πραγματικότητα και είναι αντιθέτως πρόθυμοι να πιστέψουν στο πιο παρανοϊκό σενάριο συνομωσίας, να «ριζοσπαστικοποιηθούν» ψηφίζοντας τους ψεκασμένους, τους δραχμούληδες ή ακόμα και τους ελληνόψυχους…
Και προφανώς κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους πετάξει στον Καιάδα. Όσοι με ύφος σοφολογιότατων διακηρύσσουν πως για να προχωρήσει η κοινωνία πρέπει να αφήσει κάποιους πίσω, όσοι ταυτίζουν τον Διαφωτισμό με τον Κοινωνικό Δαρβινισμό -«εκείνοι που δεν προσαρμόζονται, απλώς εξαφανίζονται»- έχουν τυφλωθεί από την ίδια τους την έπαρση. Ξεχνούν ότι ο ανεπαρκής δικηγόρος είναι συχνά ένας εξαίρετος οικογενειάρχης. Πως τα παιδιά του χρεοκοπημένου έμπορου δεν χρωστάνε να μεγαλώσουν στην ανέχεια, κυρίως δε στην απόλυτη ανασφάλεια. Ότι και το ξαναζωντάνεμα της αγοράς και η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας προϋποθέτουν μια ευρεία καταναλωτική βάση. Ακόμα κι αν σαρώσουμε κάθε ψήγμα αλληλεγγύης και ανθρωπισμού -και κυνικά ακόμα αν το δούμε- όποτε μια κρίσιμη μάζα οδηγείται στο περιθώριο, μία ωρολογιακή ατομική βόμβα τοποθετείται στα θεμέλια της κοινωνίας. Ποιος θα γλιτώσει από την έκρηξή της;
Τι μπορεί να προτείνει κάποιος; Όχι βεβαίως να διαφυλαχθούν, παίζοντας το κρυφτούλι με την τρόικα, τα κλειστά επαγγέλματα. Ούτε να παραμείνει ο δημόσιος τομέας πρυτανείο για να σιτίζει τις ποικίλες συντεχνίες. Να δημιουργηθεί όμως -επειγόντως και πάση θυσία- ένα κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας, που θα εξασφαλίζει ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης για τον κάθε πολίτη. Το αίτημα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος να επανέλθει και να ικανοποιηθεί.
«Λεφτά δεν υπάρχουν» θα πείτε. Για αυτό ακριβώς πρέπει να εξορθολογιστεί το ταχύτερο η λειτουργία του κράτους. Κατά ένα παράδοξο για τα σκουριασμένα μυαλά τρόπο, η συγχώνευση νοσοκομείων, η κατάργηση άχρηστων στρατοπέδων, το κλείσιμο μαραζομένων ΑΕΙ και ΤΕΙ, όχι μονάχα δεν θα θίξει αλλά και θα προάγει τα λαϊκά συμφέροντα. Αρκεί τα όσα θα εξοικονομηθούν να στηρίξουν τις χειμαζόμενες τάξεις και όχι τις κομματικές πελατείες.
Όσο για τον απροσάρμοστο γραφειοκράτη και τον βιοποριζόμενο από τις δυσλειτουργίες του συστήματος «ελεύθερο» επαγγελματία, κάλλιο να τον παροπλίσεις υπογράφοντας του πως η οικογένειά του δεν θα πεινάσει ποτέ, παρά να τον διατηρείς ως χαλίκι στο γρανάζι.
Ζούμε χωρίς αμφιβολία σε μια κρίσιμη, μεταβατική περίοδο. Το ερώτημα είναι πόσο θα διαρκέσει. Και το ζητούμενο είναι να ξεπεραστεί με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και τραύματα.
Από την Έξοδο -λένε- των Εβραίων, από την Αίγυπτο μέχρι την άφιξη στη Γη Χαναάν, πέρασαν σαράντα ολόκληρα χρόνια. Όχι επειδή ο Μωυσής είχε χάσει το δρόμο. Αλλά διότι έπρεπε να πεθάνουν και οι τελευταίοι που ανήκαν στην προηγούμενη ιστορική περίοδο.
Ακόμα κι αν οι άνθρωποι δεν καταφέρουν να γυρίσουν σελίδα, στο τέλος πάντοτε το κάνει ο πανδαμάτωρ χρόνος.