Protagon A περίοδος

«Ένα ψωμί χρειάζομαι»

«Παιδί μου, ένα ψωμί χρειάζομαι». Η φωνή, πιο κουρασμένη και από τα ζαρωμένα της χέρια, μόλις που καταφέρνει να ακουστεί από τα σκασμένα χείλη. Αν ξεχαστεί για λίγο, θαρρείς θα σωριαστεί με κρότο στο έδαφος. Τι να την κρατάει ακόμα όρθια; Οι αναμνήσεις, τα βάσανα, η θύμηση της νιότης;

testSO

Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια, η έγνοιά της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της -όποτε τύχαινε, μια στις τόσες- και ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στη καρδιά της «που τα ’μαθες αυτά μω γυναίκα;» Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια.[…]

*Απόσπασμα από το βιβλίο «Γυναικών» του Μιχάλη Γκανά

Κάθεται διστακτικά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δείχνει μια ξεκάθαρη προσωρινότητα, έτοιμη να τα παρατήσει. Σίγουρα παλεύει σκληρά μέσα της. Μοιάζει ολωσδιόλου ξένη, για να είναι δικά της τα σκαλοπάτια. Έχει αφεθεί πάνω στο μπαστούνι, που δείχνει σαν ξύλινη προέκταση των χεριών της. Αν ξεχαστεί για λίγο, θαρρείς θα σωριαστεί με κρότο στο έδαφος. Τι να την κρατάει ακόμα όρθια; Οι αναμνήσεις, τα βάσανα, η θύμηση της νιότης; Πότε νίκησε προσωρινά την ντροπή ή πότε τη νίκησε εκείνη, και αποφάσισε να καθίσει στα ξένα σκαλοπάτια; Πόση δύναμη χρειάστηκε, να βγάλει το χέρι από τη τσέπη, και να το τείνει σε αγνώστους; Πότε ήταν χλωρά, πότε μέστωσαν, μέχρι που μαράθηκαν; Πότε σταμάτησε να σκέφτεται μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της και ακούσει λόγια που μπορεί να την πλήγωσαν;

«Παιδί μου, ένα ψωμί χρειάζομαι». Η φωνή, πιο κουρασμένη και από τα ζαρωμένα της χέρια, μόλις που καταφέρνει να ακουστεί από τα σκασμένα χείλη. Χλομή, γεμάτη αναστολές, περισσότερο ακούγεται ως ντροπή παρά ως φωνή. Μπορεί να είναι και η πρώτη της μέρα. Ως χθες, θα ήταν η μάνα, η γιαγιά, η αδελφή, η γυναίκα. Πώς χάθηκαν όλα με μιας; Κάποτε ήταν σίγουρα ερωμένη και ποθητή. Μοιάζει τραγικά όμορφη. Δεν έχει καν την αντοχή να με δει στα μάτια. Σίγουρα ντρέπεται ακόμα και τους τοίχους, τα κρύα μάρμαρα στα σκαλοπάτια, τα χέρια που κάθονται άνεργα και ξένα πάνω στο μπαστούνι, σαν προσφυγάκια. Κι εγώ το ίδιο. Ούτε στα μάτια πρόλαβα να τη δω. Μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα, τρία κέρματα στο γεμάτο δισταγμό, γερασμένο χέρι και μερικά γοργά βήματα στην ανηφόρα. Να φύγω θέλω, να μην ντραπώ. Ντρέπομαι πολύ αυτά τα γερασμένα χέρια που βγήκαν μπροστά μου. Ντρέπομαι τη σβησμένη από τύψεις και ντροπή φωνή, που ενοχικά, σχημάτισε το αβάσταχτο, «ένα ψωμί χρειάζομαι». Λίγη ανάσα χρειάζομαι. Σε μερικά κρύα σκαλοπάτια της Αθήνας, με πνίγει μέσα στην ντροπή της, μια γερασμένη και ντροπαλή σιλουέτα.