Οι μεγαλύτεροι θα θυμάστε το περιοδικό «Θησαυρός». Κουτσομπολίστικο δεν το έλεγες. Στο εξώφυλλο δέσποζε η φωτογραφία από τα πρώτα «καλλιστεία τραβεστί». Τα παιδικά μου μάτια έλαμψαν, έβγαλαν σπίθες απορίας και θαυμασμού. Αλήθεια δεν πίστευα ότι ένας «άντρας» μπορεί να γίνει… έτσι. Μια τέλεια γυναίκα. Και τότε δεν υπήρχαν υαλουρονικά, ενέσιμες σιλικόνες, μπότοξ κ.λπ. Φυσικές ομορφιές που μια κοινωνία ήθελε -και ακόμη θέλει- να ασχημύνει.
Γνώρισα τη Μις γιανγκ της παρέας, όταν αργότερα -θέλοντας και μη- ακολούθησα τον ίδιο δρόμο. Εκεί που τη συνάντησα. Εκεί που την έβλεπα κάθε βράδυ και ένα σαράκι ζήλειας μου τρυπούσε το μυαλό.
Πόσο όμορφη! Τι φρεσκάδα! Ζωή «ανέμελη» μέσα στη σαγρέ υφή της νύχτας. Την έκανε και έλαμπε.
Ζωντάνια λίγο υπερβολική. Έμαθα πως όλα έχουν ένα αντίτιμο, αλίμονο. Χάπια. Δεν θυμάμαι καν τι.
Και μου έλεγε στο υπέροχο και πεντακάθαρο σπίτι της. «Το κουμαντάρω. Όποτε θέλω τα παίρνω». Τα ίδια ζαχαρωμένα ψέματα που έλεγα κι εγώ αργότερα. Το ποιος κάνει κουμάντο σε τέτοιες περιπτώσεις, με ναρκωτικά, μόνο η ίδια η ζωή το δείχνει. Και έχω δείγματα… ολόκληρη παλέτα.
Τι χλίδα εκείνο το σπίτι, κάπου στην Κυψέλη. Όλα προσεγμένα, ένα κι ένα. Δεν έβαζε εύκολα άλλες στον χώρο της. Είχε έναν φόβο μην και την κλέψουν. Όχι μόνον υλικά αγαθά, αλλά και την «ευλογία» που της έδωσε μια φύση λίγο απρόσεκτη, όταν γεννήθηκε. Την ομορφιά της ζωής της, όπως την είχε φέρει στα μέτρα της.
Χαθήκαμε με τα χρόνια. Έφυγα από αυτόν τον δρόμο. Πήγα σε άλλες λεωφόρους, λίγο πιο φωτεινές. Απατηλές λάμψεις φωτός, ίσα για να θολώσουν το τοπίο. Πριν από περίπου δέκα χρόνια, που γύρισα Αθήνα, μετά την περιφορά του κορμιού μου σε διάφορες πόλεις και κρεβάτια, την είδα. Σχεδόν την έψαξα. Τα νιάτα μου στην ουσία έψαχνα. Μάλλον.
Μόνο τα μάτια ίδια και εκείνη η λυγερόκορμη στάση του σώματος. Κι ας είχαν προστεθεί αρκετά κιλά σ' εκείνο το πανέμορφο κορμί. Ζουμερή, λίγο παραπάνω απ' όσο θα της πήγαινε.
Παραφουσκωμένα χείλη, μάγουλα. Η λαίλαπα της σιλικόνης έσπειρε και θέρισε. Ήταν όμως καλά. Συνέχιζαν να λάμπουν τα μάτια. Όχι απαραίτητα από τα χάπια. Δεν ήξερα καν αν συνέχιζε να βάζει στο στόμα της παραδείσους και κολάσεις σε μορφή χαπιών.
Ξαναχαθήκαμε. Σβήνει η φλόγα, ρε γαμώτο, όταν η ζωή σ' έχει συνέχεια σε μια κόντρα μαζί της. Κλείνεσαι. Ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Μα την πορεία ενός τρανς ανθρώπου, δύσκολα έως ακατόρθωτα μπορεί κάποιος να την κατανοήσει στο ελάχιστο. Είνα πολλά τα στίγματα κι οι επίδεσμοι πολύ αραιοί στην πλέξη τους.
Έμαθα πρόσφατα, πολύ πρόσφατα -εξού και ο λόγος που γράφω αυτό το κείμενο- πως το καλοκαίρι ζούσε σε ένα παρκάκι. Δεν άκουσα λεπτομέρειες. Δεν ήθελα να ακούσω. Χωρίς δόση υπερβολής, έφαγα μια μαχαιριά και άνοιξαν βρύσες τα μάτια μου, μα δεν «σήκωνε» να τη λυπηθώ. Ποια είμαι εγώ για να το κάνω;
Της προσφέρθηκε από φίλες βοήθεια. Αρνήθηκε. Αρνήθηκε η περηφάνια, ελεημοσύνη. Έτσι το έβλεπε. Ποιος μπορούσε να πείσει αυτό το πλάσμα άλλωστε;
Τώρα είναι σε κάποια στέγη για άστεγους. Τη μοναδική, απ΄ ό,τι μου είπαν, που άφησαν με το σκυλάκι της εκεί μέσα. Δεν θα με δεχτεί αν θελήσω να πάω να τη δω. Το ξέρω. Ούτε εγώ θα δεχόμουν να δω αγάπη αλλά να τη μεταφράσω σε οίκτο, γιατί έτσι φουσκώνει ο πόνος.
Ο πόνος μιας ζωής που περπατούσε σε πανύψηλα τακούνια και άνοιγαν στόματα μόνο απο θαυμασμό. Τα υπόλοιπα τα «κουκούλωνε» με τα ροζ χάπια… Όπως ορίζει μια ψυχή που αρνείται να καταστραφεί.