Έγραφαν χτες οι εφημερίδες ότι μια αστυνομικός της Τροχαίας έκανε διόρθωση φύλου και τώρα θα κρίνει μια επιτροπή αν είναι ικανός (ως άντρας πλέον), αν μπορεί να ανταποκριθεί ψυχοσωματικά στο αστυνομικό έργο. Το άρθρο έγραφε ότι η περίπτωσή του προκαλεί αμηχανία στην ΕΛ.ΑΣ. Μόνο στην ΕΛ.ΑΣ;
Ακόμα και άνθρωποι που είναι ούλτρα άνετοι με τους γκέι, έχουν θεματάκια με τα τρανς άτομα. Μας μπερδεύει και μας «αμηχανεύει» το ότι κάποιος άνθρωπος δεν είναι το φύλο που δείχνει. Μας σοκάρει όταν αποφασίζει να διορθώσει το σώμα του, ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στο πώς νιώθει μέσα του. Το ονομάζουμε «ακρωτηριασμό», ενώ στην πράξη δεν είναι παρά μια διόρθωση. Ξέρουμε ελάχιστα και οι περισσότεροι μπερδευόμαστε και με τις λέξεις: τραβεστί, τρανσέξουαλ, μεσοφυλικός, διαφυλικός. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά.
Φύλο: θέμα λειτουργίας ή εμφάνισης;
Μεγαλώνουμε πιστεύοντας ότι υπάρχουν δύο μόνο ξεκάθαρα βιολογικά φύλα. Η βιολογία, όμως, λέει άλλα. Σε γενικές γραμμές, τα δυο φύλα διακρίνονται ανάλογα με το αν παράγουν σπέρμα ή ωάρια. Για να το πετύχουν αυτό, κάθε φύλο πρέπει να έχει εσωτερικά και εξωτερικά όργανα και ιστούς οι οποίοι να λειτουργούν φυσιολογικά. Παρ’ όλ’ αυτά ποιος θα αρνιόταν ότι μια γυναίκα παραμένει θηλυκού φύλου ακόμα κι όταν δεν παράγει ωάρια ή ένας άντρας παραμένει αρσενικού φύλου όταν δεν παράγει γόνιμο σπέρμα; Επομένως αποδεχόμαστε ότι ένα άτομο είναι άρρεν ή θήλυ με βάση κυρίως τη σωματική τους εμφάνιση. Για παράδειγμα, ένα άτομο θήλυ έχει κόλπο και άλλα όργανα που συσχετίζονται με το φύλο θήλυ, και ένα άτομο άρρεν έχει τουλάχιστον πέος.
Η ανάπτυξη των αρσενικών και θηλυκών οργάνων καθορίζεται από γενετικές πληροφορίες οι οποίες εμπεριέχονται στα γονίδια, τα οποία με τη σειρά τους βρίσκονται στα χρωμοσώματά μας. Έχουμε 46 φυλετικά χρωμοσώματα: Τα φυλετικά χρωμοσώματα ενός τυπικού άρρενος λέγονται Χ και Υ και για ένα τυπικό θήλυ Χ και Χ, κι όπως μάθαμε στο σχολείο, οι άντρες έχουν ΧΥ και οι γυναίκες ΧΧ.
Άντρες χωρίς πέος, γυναίκες χωρίς κόλπο
Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι όλα τα αρσενικά έχουν ΧΥ χρωμοσώματα και τα ανάλογα αρσενικά όργανα, όπως πέος, ενώ τα θηλυκά έχουν ΧΧ χρωμοσώματα και τα ανάλογα σχετικά θηλυκά όργανα, όπως κόλπος. Λογικό αλλά λάθος.
Υπολογίζεται ότι 0,05% των ανθρώπων ή περίπου ένα άτομο στα 2.000 δεν ταιριάζει σε αυτό τον κανόνα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, με πληθυσμό περίπου 300 εκατομμύρια, αυτό αντιστοιχεί περίπου σε 150.000 άτομα, δηλαδή όσο ο πληθυσμός της Κομοτηνής, της Ξάνθης και της Δράμας μαζί.
Μεσοφυλικά (intersex) άτομα είναι εκείνα στα οποία τα χρωμοσώματα που καθορίζουν το φύλο (ΧΧ για θήλυ και ΧΥ για άρρεν) δε συμφωνούν με τα γεννητικά όργανα ή/και με την εξωτερική εμφάνιση. Υπολογίζονται σε 2% του πληθυσμού. Μια γυναίκα μπορεί να ανακαλύψει ότι έχει αντρικά χρωμοσώματα και ένας άντρας γυναικεία, σε τυχαίο έλεγχο, χωρίς ποτέ να έχει τεθεί θέμα του κοινωνικού ή του βιολογικού τους φύλου. Ή μπορεί να μην το ανακαλύψουν ποτέ. Τα περισσότερα διαφυλικά άτομα μεγαλώνουν κατά σύμβαση ως αγόρια ή κορίτσια, γιατί αυτό λέει η εξωτερική εμφάνιση και τα γεννητικά τους όργανα. Παρ’ όλ’ αυτά μπορεί κάποια στιγμή να «επαναστατήσουν» ενάντια στο φύλο στο οποίο τα κατέταξαν όταν γεννήθηκαν. Κάποια κορίτσια είναι αγόρια.
Η Γερμανία και η Αυστραλία ήδη επιτρέπουν την αναγραφή ενός Χ για τα άτομα απροσδιόριστου βιολογικού φύλου. Τα μεσοφυλικά άτομα μπορεί να ταυτίζονται είτε ως άντρες είτε ως γυναίκες. Μόνο ένα μικρό ποσοστό από τα μεσοφυλικά άτομα εκφράζουν την επιθυμία ή την πρόθεση να ζήσουν για πάντα ως το αντίθετο φύλο. Πολλά προτιμούν να διατηρούν μια μερική ή περιστασιακή μεσοφυλική εμφάνιση ή να ζουν σε μια ανδρόγυνη κατάσταση. Κάποια, από την άλλη, επιθυμούν ιατρικές παρεμβάσεις, ενώ άλλα θέλουν μόνο κοινωνική ή ψυχολογική στήριξη.
Άλλο μεσοφυλικός, άλλο διαφυλικός
Τα διαφυλικά άτομα μπορεί να μην έχουν καμία βιολογική αναντιστοιχία, αλλά νιώθουν βαθιά μέσα τους ότι ανήκουν στο άλλο φύλο. Συχνά τα διαφυλικά άτομα (transsexual, trans) νιώθουν από πάρα πολύ μικρή ηλικία (2-3 χρονών) ότι ανήκουν στο άλλο φύλο και δυσανασχετούν σφόδρα με το πώς τα αντιλαμβάνεται ο περίγυρός τους. Το σώμα τους δεν αντιστοιχεί στον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους. Πολλά από αυτά αναγκάζονται να καταπνίξουν αυτά τα συναισθήματα, λόγω της εντονότατης απαξίωσης που εισπράττουν, και κατορθώνουν να τα αποδεχτούν και να τα εκφράσουν σε μεγαλύτερη ηλικία.
Ψυχιατρικά αυτό ορίζεται ως «δυσφορία φύλου», ένας όρος που αμφισβητείται έντονα από πολλά διαφυλικά άτομα, επειδή όχι μόνο δεν αντανακλά την πραγματικότητα των ατόμων, των οποίων η έμφυλη ταυτότητα δεν συμφωνεί με τα έμφυλα χαρακτηριστικά του σώματός τους αλλά τους ωθεί να νιώσουν δυσφορία με το φύλο τους, δημιουργώντας τα συμπτώματα που υποτίθεται ότι περιγράφει. Λόγου χάρη, δεν νιώθουν όλα τα διαφυλικά άτομα αποστροφή για τα γεννητικά όργανά τους, ούτε θέλουν όλα να υιοθετήσουν την κοινωνικά στερεοτυπική εμφάνιση του αντίθετου φύλου. Επειδή δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός εναλλακτικός όρος, το «δυσφορία φύλου» χρησιμοποιείται ευρέως, αλλά ίσως το «έμφυλη διαφοροποίηση» (gender-variance) να είναι μια καλή λύση, επειδή δεν είναι καθόλου φορτισμένο.
Γνήσιοι και φο τρανς
Μια συχνή παρανόηση είναι ότι μόνο όσα τρανς άτομα έχουν κάνει επέμβαση στα γεννητικά όργανα είναι «πραγματικά τρανς». Τα υπόλοιπα, που δεν έχουν επιλέξει να προβούν σε εγχείριση διόρθωσης φύλου, θεωρούνται λιγότερο… σοβαρά ως προς τις επιλογές τους ή την ταυτότητά τους. Ξεχνάμε ότι η δυσφορία φύλου έχει ποικίλες διαφοροποιήσεις και διαβαθμίσεις. Σε κάποια τρανς άτομα τους αρκεί να νιώθουν ή/και να ζουν ως άντρες ή γυναίκες, χωρίς να έχουν κάνει τις αντίστοιχες επεμβάσεις στα γεννητικά όργανα. Για άλλα τρανς άτομα είναι ζωτικής σημασία το σώμα τους να εναρμονίζεται ανατομικά με το φύλο που νιώθουν και γι’ αυτό επιλέγουν χειρουργική επέμβαση. Αυτό δεν τα κάνει πιο «γνήσια».
Πόσα είναι τα τρανς άτομα;
Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί επακριβώς η συχνότητα εμφάνισης και η εξάπλωση ατόμων με διαφορετική έμφυλη έκφραση (gender-variant) στον κόσμο. Δυστυχώς πολλές έρευνες έχουν ένα θεμελιώδες πρόβλημα: ορίζουν ως τρανς τα άτομα που κάνουν αίτηση για διόρθωση φύλου, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις ποικίλες εκφάνσεις και διαβαθμίσεις της έμφυλης διαφοροποίησης.
Με άλλα λόγια, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα πόσα διαφυλικά άτομα δεν επιθυμούν χειρουργικές ή ορμονικές επεμβάσεις φύλου. Χωρίς αμφιβολία η συχνότητα της δυσφορίας φύλου είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι καταγράφεται επισήμως. Οι έρευνες που έχουν γίνει δείχνουν ότι 3-5% του γενικού πληθυσμού βιώνει σε κάποιο βαθμό δυσφορία φύλου ή, για να το πούμε σωστότερα, η έμφυλη ταυτότητά τους δεν συμφωνεί με τα έμφυλα χαρακτηριστικά του σώματός τους. Σύμφωνα με μια γαλλική έρευνα του 1997 το ποσοστό είναι από 1:50.000 έως 1:100.000, αλλά τα ποσοστά αυτά ποικίλουν από χώρα σε χώρα, ανάλογα με το πόσο ανοιχτή είναι η κοινωνία· όσο πιο ανοιχτή και ανεκτική, τόσο πιο πιθανό είναι οι διαφυλικοί να φανερωθούν και άρα να καταγραφούν.
Άλλο τρανς, άλλο τραβεστί
Συχνά μπερδεύουμε τα άτομα που τους αρέσει να φοράνε ρούχα του αντίθετου φύλου με τους/τις τρανς, ενώ δεν είναι απαραίτητα το ίδιο. Στους παρενδυτικούς (cross-dressers, τραβεστί) τα ρούχα του αντίθετου φύλου είναι ερωτικά φορτισμένα· το να ντύνονται όπως το αντίθετο φύλο τούς ερεθίζει σεξουαλικά. Οι τρανς, παρότι συχνά φορούν ρούχα του αντίθετου φύλου, δεν ερεθίζονται απαραίτητα σεξουαλικά από αυτό. Τα ρούχα του αντίθετου φύλου δεν είναι παρά ένα «σκηνικό» που επιβεβαιώνει εξωτερικά αυτό που αισθάνονται εσωτερικά (Schaefer & Wheeler, 1995). Στους παρενδυτικούς, παρότι μπορεί να έχουν διακαή επιθυμία να φορούν ρούχα ή εσώρουχα του αντίθετου φύλου, αυτό δεν σημαίνει ότι θέλουν να αλλάξουν την ανατομία τους, ούτε ότι νιώθουν αποστροφή για τα γεννητικά τους όργανα ούτε ότι θέλουν να ζήσουν σαν το αντίθετο φύλο.
Ορισμένες φορές οι τρανς και οι παρενδυτικοί έχουν κοινή πορεία (Levine, 1993). Κάποια άτομα διένυσαν περιόδους με φετιχιστική σεξουαλική συμπεριφορά και παρενδυτισμό στην εφηβεία που στη συνέχεια άλλαξε σε δυσφορία φύλου και παρενδυτισμό χωρίς σεξουαλικό ερεθισμό. Ορισμένοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι η παρενδυτική φετιχιστική συμπεριφορά ή ο παρενδυτισμός εν γένει πάντα προηγείται του τρανσεξουαλισμού (Hoenig & Kenna, 1979). Ωστόσο νεότερες έρευνες αμφισβητούν σφόδρα αυτή την άποψη, ότι δηλαδή ο παρενδυτισμός πάντα αποτελεί πρόδρομο του τρανσεξουαλισμού.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι παρενδυτικοί, τρανς και ομοφυλόφιλοι είναι κατηγορίες που δεν συμπίπτουν απαραίτητα, παρά τις όποιες «επιστημονικές» ταξινομήσεις γίνονται με παρωχημένα ψυχιατρικά κριτήρια, που ούτως ή άλλως βλέπουν τον παρενδυτισμό, την έμφυλη διαφοροποίηση και την ομοφυλοφιλία μέσα από ένα ετεροσεξιστικό πρίσμα.
Δυστυχώς σχεδόν όλη η βιβλιογραφία για τον παρενδυτισμό περιορίζεται σε άτομα που έχουν αποταθεί σε ψυχιατρικές κλινικές ως ασθενείς σε κρίση, με αποτέλεσμα να έχουμε μια προκατειλημμένη, μονομερή εικόνα για το πώς οι παρενδυτικοί εντάσσουν τον παρενδυτισμό στη ζωή τους. Μια έρευνα εξέτασε τις προσωπικότητες και τη σεξουαλική λειτουργία παρενδυτικών που δεν είχαν ζητήσει ψυχιατρική βοήθεια και βρήκε ότι οι εν λόγω παρενδυτικοί δεν παρουσίαζαν καμία διαφορά από μη παρενδυτικά άτομα. Με άλλα λόγια, ο παρενδυτισμός δεν αποτελεί από μόνος του κριτήριο ψυχικής διαταραχής αλλά παρόλ’ αυτά εξακολουθεί να θεωρείται διαταραχή σύμφωνα με το DSM IV.
Και η ομοφυλοφιλία;
Η ομοφυλοφιλία, δηλαδή ο σεξουαλικός προσανατολισμός, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το θέμα που συζητάμε εδώ. Οι διαφυλικοί, οι μεσοφυλικοί και οι παρενδυτικοί μπορεί να είναι είτε ετεροφυλόφιλοι είτε ομοφυλόφιλοι είτε αμφιφυλόφιλοι. Άλλο σεξουαλικός προσανατολισμός, άλλο ταυτότητα φύλου.
Βιβλιογραφία
Gender Loving Care, A Guide to Counseling Gender-Variant Clients, Randi Ettner, WW Norton & Company, New York, 1999.
Bockting, and Coleman (1992) A comprehensive approach to a treatment of gender dysphoria, in Gender Dysphoria: Interdisciplinary approaches in clinical management (σ. 131-135)
Hoenig & Kenna (1979) EEG abnormalities and transexualism, British Journal of Psychiatry, 134, 293-300.
Levine (1993) Psychiatric diagnosis of patients requesting sex reassignment surgery, Journal of Sex and Marital Therapy 6(3), 164-173.
Schaefer & Wheeler (1995) Clinical historical notes: Harry Benjamin’s first ten cases (1938-1953). Archives of Sexual Behaviour, 24,73-93.
Brown et al (1996). Personality characteristics and sexual functioning of 188 cross-dressing men. Journal of Nervous and Mental Disease, 184(5), 265-173.