Εκείνοι οι φαντάροι δεν είχαν ρίξει τουφεκιά στη μάχη και βάλανε την ουρά στα σκέλια. Πέρασαν μέσα από την πόλη για να διαφύγουν. Στο πλιάτσικο ήταν καλύτεροι και κάποιοι βάλανε το δάχτυλο στο μέλι λεηλατώντας και παίρνοντας ότι βλέπανε. Οι αξιωματικοί δεν μπορούσανε να κάνουμε και πολλά μιας και αυτοί ήταν μία από τα ίδια. Αν έκοβε λίγο περισσότερο στους Οθωμανούς στρατιωτικούς θα ‘χαμε πολλά κλάματα. Την Άνοιξη του 1897 ο ελληνικός στρατός δεν ήξερε ούτε να χάνει.
Εκείνη η πόλη ήταν η Λαμία, και τους δημότες της τους είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Λίγα χιλιόμετρα βόρεια της πόλης οι ερεθισμένοι Τούρκοι και Τουρκαλβανοί, ήταν έτοιμοι να μπουκάρουνε στην πόλη τους την οποία εγκατέλειπε απροετοίμαστος ο ελληνικός στρατός Σιγά σιγά αρκετοί Λαμιώτες μάζευαν τα μπογαλάκια τους για να κατέβουνε νότια, να πάνε σε κανένα συγγενή.
Έλληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί τα είχανε κάνει κυριολεκτικά “Αιγαίον Πέλαγος” καθότι μερικές φορές όταν προκαλείς έναν ηλίθιο πόλεμο είναι πιθανό να πολεμήσεις και ηλίθια. Ωστόσο ο γερμανικής καταγωγής τότε νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος Κωνσταντίνος Έσσλιν πήρε την κατάσταση πάνω του. Ανέβηκε σε μια άμαξα με λευκή σημαία, πήρε μαζί του και έναν νεαρό λοχαγό, κάποιον Γιώργο Χατζηανέστη, και τράβηξε ίσα για τις τουρκικές γραμμές. Οι τουρκαλάδες ανοίγουν πυρ αλλά αυτός συνεχίζει να προχωράει προς το μέρος τους, ώσπου καταφέρνει να φτάσει στον αρχηγό της οθωμανικής εμπροσθοφυλακής. Ευφυής νομικός στο επάγγελμα τουμπάρει τον τούρκο διοικητή ώστε αυτός να αναστείλει την προέλαση του στρατού του. Ουσιαστικά ο νομαρχάκος ήθελε να κερδίσει χρόνο με δήθεν μπλα μπλά μέχρι να φτάσει η επίσημη σύναψη ανακωχής από την οθωμανική ηγεσία. Έτσι στην Λαμία δεν πάτησε τούρκικο ποδάρι.
44 χρόνια μετά από αυτό το περιστατικό, Άνοιξη του 1941, για άλλη μια φορά κουρελιασμένοι ηττημένοι φαντάροι περνούσαν από τα φθιωτικά εδάφη για να πάνε στα σπίτια τους. Αυτοί όμως ήταν διαφορετικοί στρατιώτες. Οι περισσότεροι από δαύτους είχαν διανύσει ήδη 600 χιλιόμετρα με τα πόδια. Ύστερα από μήνες επιδέξιας αντίστασης στους ρομποτικούς στρατούς των γερμανοϊταλών οι πολιτικοί τους ηγέτες, τους εγκατέλειπαν περιπλανώμενους στα ελληνικά βουνά.
Στον πηγαιμό για τα σπίτια τους, βρώμικοι και ασύνταχτοι όπως ήταν, σταμάτησαν στο χωριουδάκι Άγναντη, κάτω από τη Λαμία. Εκεί λοιπόν τους πήρε η τσίκνα. Ψήνονταν αρνιά στην πλατεία. Οι «ξύπνιοι» Αγναντινοί δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη προσφέροντας στα φαντάρια κρέας αντί μαυραγορίτικων τιμών. Τότε ένας ανθυπολοχαγός δεν κρατήθηκε και αφού αρπάζει μια καρέκλα ανεβαίνει πάνω και ουρλιάζει: “Ντροπή μας βρε συμπατριώτες. Βρε για τουρίστες μας περάσατε και ζητάτε 200 δρχ. την οκά κρέας; Ας είναι καλά οι Σαλονικοί που μας δώσανε για το δρόμο. Κρίμα να αρχίζει η Ελλάδα από τον Όλυμπο και πάνω, κρίμα.”
Έτσι είναι όμως, ζωή και ιστορία, όλο εκπλήξεις. Ο Έσσλιν μετά από χρόνια καταδικάστηκε σε θάνατο από το ελληνικό κράτος και εκείνους τους «ψωμόλυσσες» στρατιώτες του 41΄ οι πονηρόβλαχοι αρνήθηκαν να κεράσουνε ένα σουβλάκι. Την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου πολλοί Έλληνες γερμανικής και ιταλικής καταγωγής νιώθουν άβολα ενώ αντίθετα ΟΛΟΙ οι Έλληνες νιώθουν υπερήφανοι. Ίσως η εθνική αυτοεκτίμηση είναι αποτέλεσμα και της συνειδητοποίησης ότι υπάρχουν προγονικές πράξεις για τις οποίες πρέπει να ντρεπόμαστε.