Η είδηση έπεσε σαν βόμβα, που λένε και τα κανάλια: η αποχή των δικηγόρων πήγε μέχρι τέλος Φεβρουαρίου. Εμαθα τα νέα στα Γραφεία του ΔΣΑ στις 15.2, τελευταία ημέρα της 3ήμερης αποχής. Ο συνωστισμός ήταν μεγάλος και προκαλούνταν από βιαστικούς δικηγόρους κάθε ηλικίας, που συμπλήρωναν όρθιοι οι περισσότεροι –μετατρέποντας την τσάντα τους σε τραπέζι – αίτηση για χορήγηση άδειας να παρασταθούν στο δικαστήριο. Η ουρά ήταν μεγάλη και η αναμονή έδινε ευκαιρία για ανταλλαγή απόψεων. Δεν πήρε το αυτί μου κάποιον να επικροτεί την παράλογη απόφαση, αυτό όμως δεν σημαίνει και πολλά. Δυό-τρείς σύμβουλοι που φάνηκαν δεν πέρασαν απαρατήρητοι. Ενας από αυτούς (υποψήφιος πρόεδρος στις τελευταίες εκλογές) άκουσε έντονα παράπονα από συναδέλφους, που ρωτούσαν να μάθουν το πώς και το γιατί.
Το τελευταίο διάστημα περισσεύουν οι αποφάσεις για αποχή των δικηγόρων από τα (δικαστηριακά) καθήκοντά τους και δεν είναι κάτι νέο. Το 1985 – επί προεδρίας Νώντα Ζαφειρόπουλου – η αποχή είχε κρατήσει επί μήνες κι οδήγησε πολλούς νέους κυρίως δικηγόρους στην ετεροαπασχόληση. Το 1992 με πρόεδρο το Σωτήρη Πολύδωρα είχε πάλι αποχή που κράτησε για καιρό. Στάθηκε μάλιστα η αφορμή για να κριθεί (πέντε ολόκληρα χρόνια μετά!) η νομιμότητά της από την ολομέλεια του ΣτΕ, που δέχθηκε κατά πλειοψηφία ότι «οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των έργων τους δεν αντίκεινται μεν, καταρχήν, σύμφωνα με τη γνώμη που κατά την προηγούμενη σκέψη επικράτησε, σε συνταγματικές ή άλλες διατάξεις, υπόκεινται όμως σε περιορισμούς που επιβάλλουν το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα καθενός για δικαστική προστασία, το άρθ. 6 της Συνθήκης της Ρώμης, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, η οποία εξυπονοεί το δικαίωμα των διαδίκων να υπερασπίζουν τις υποθέσεις τους με δικηγόρο της εκλογής τους, καθώς και το άρθ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία και το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Οι περιορισμοί αυτοί ανάγονται στο χρόνο που μπορεί να διαρκέσει η αποχή και που πρέπει, ενόψει των διακυβευομένων συμφερόντων, να είναι βραχύς και στη φύση της απόφασης περί αποχής, που δεν μπορεί να γεννά πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη του συλλόγου που δεν συμμορφώνονται».
Η απόφαση για αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους αφορά αποκλειστικά τα δικαστήρια, αφού δεν υπάρχει (μέχρι στιγμής) τρόπος να ελέγχεται τί κάνει ο δικηγόρος στο Γραφείο του. Εως το 1997 ο κώδικας όριζε, ότι δεν επιτρεπόταν η παράσταση δικηγόρου σε δικαστήριο αν δεν είχε εκδοθεί από το σύλλογο και κατατεθεί στο Γραμματέα το γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, συνέπεια δε αυτού ήταν ο διάδικος (δηλαδή ο πελάτης) να θεωρείται απών στη συζήτηση της υπόθεσης. Η ρύθμιση αυτή είχε από το 1995 ευλόγως κριθεί αντισυνταγματική κι έτσι έκτοτε δεν υπάρχουν συνέπειες για το διάδικο, υποχρεούται όμως ο δικηγόρος που δεν καταθέτει γραμμάτιο (επειδή οι σύλλογοι λόγω της αποχής δεν του εκδίδουν) να καταβάλει κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβληθεί, ενώ προβλέπεται σε βάρος του πρόστιμο 1.000 έως 20.000 ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής ποινή προσωρινής παύσης από 15 ημέρες μέχρι 6 μήνες.
Τελευταία, πάντως, ιδίως μετά την υπαγωγή των δικηγορικών αμοιβών σε ΦΠΑ η μη προσκομιδή του γραμματίου προείσπραξης εκτός από πειθαρχικό αδίκημα του δικηγόρου ουδείς μπορεί με βεβαιότητα να αποκλείσει ότι δεν θα συνιστά λόγο και ποινικής δίωξης. Με αυτά και με αυτά η αποχή των δικηγόρων είναι -εκτός λιγοστών περιπτώσεων χορήγησης αδείας- καθολική σε συντριπτικό ποσοστό σοβιετικών αξιώσεων.
Σημείωση: έγιναν προσαρμογές με βάση υποδείξεις σχολιαστών