Ξελογιασμένη από το φως των αιγαιοπελαγίτικων νησιών, τα πράσινα νερά του Ιονίου και την απεραντοσύνη του Λιβυκού πελάγους στη νότια Κρήτη, για χρόνια δεν μου είχε λείψει η Χαλκιδική, ο επίγειος παράδεισος των Θεσσαλονικέων. Η Χαλκιδική των παιδικών και των φοιτητικών μου χρόνων. Εκεί που ως βρέφη μας κάνουν την πρώτη μας βουτιά, που ως έφηβοι κάνουμε το πρώτο βαρβάτο μεθύσι στην παραλία, εκεί που τρέχουμε μόλις τελειώσει η εξεταστική του Ιουνίου. Εκεί λοιπόν επέστρεψα μετά από μία δεκαετία για διακοπές.
Βρήκα αγαπημένες παραλίες βιασμένες από ξαπλώστρες, παραλίες που δεν είχαν πια άλλο όνομα από την επωνυμία του πολυσύχναστου μπαρ που φιλοξενούσαν. Βρήκα όμως και πολλές από τις ονειρεμένες καβάτζες, όπως τις είχα φυλάξει στη μνήμη μου. Σκοπός μου όμως στα ατέλειωτα πάνω-κάτω στα δυο πόδια της, ήταν να την εξερευνήσω από την αρχή. Τη Χαλκιδική των μικρών, των μεγάλων, των οικογενειών, των ζευγαριών αλλά κυρίως των φίλων και της παρέας.
Σαν τη δεκαμελή αντροπαρέα που κατέφτασε στην παραλία την πρώτη μου μόλις μέρα στην Κασσάνδρα και γιόρταζε τις τελευταίες μέρες της εργένικης ζωής του μελλόνυμφου κολλητού. Πριν ξαπλώσουν καλά-καλά στις ξαπλώστρες παραγγέλνουν τα πρώτα δυο μπουκάλια ρούμι. Μάταια ένας από την παρέα ρώτησε «θα πέσουμε ή θα αρχίσουμε να πίνουμε;». Ούτε το πόδι τους έβρεξαν στα απίθανα νερά του Ποσειδίου. Έπιασαν την ψιλή κουβέντα σχολιάζοντας πως η Χαλκιδική έχει πλημμυρίσει από Ρώσους και Σέρβους τουρίστες. Ισχύει, καθώς οι ντόπιοι εκτιμούν πως οι κρατήσεις από αυτές τις δυο χώρες για φέτος, ξεπερνούν το 80%. Τότε πετάχτηκε ένας άλλος και έδωσε μια άλλη διάσταση στα οφέλη του εισερχόμενου τουρισμού. «Τον θυμάστε τον Μάκη τον υδραυλικό; Ήρθε μια πλούσια Ρωσίδα πέρυσι για διακοπές, τον είδε και γονάτισε, σε λέω. Ο Μάκης, ρε, που σκεφτόταν να πάρει ακόμη και το τοστ, τώρα γυρίζει τρεις μήνες όλη την Ευρώπη με το αυτοκίνητο που του αγόρασε ο πεθερός». Καφρίλες εκσφενδονίστηκαν από όλες τις πλευρές της παρέας μέχρι να καταλήξουν σε δυνατά αντρικά γέλια.
Όχι, αυτοί δεν ήταν καθόλου «κλαρινογαμπροί», αυτή η έκφραση παίζει πολύ στη Θεσσαλονίκη τον τελευταίο καιρό και είναι συνώνυμη του «ποζερά», που σημαίνει φιγουρατζής. Οι τελευταίοι προτιμούν το κεντρικότερο σημείο του μπαρ, παίζουν μανιασμένα ρακέτες και γυαλίζουν ολόκληροι από τα λάδια πάνω στα καλογραμμωμένα τους κορμιά. Είναι αυτοί που κοιτάζονται με κάθε ευκαιρία στους καθρέφτες των μπιτς μπαρ. Ναι, τα μπιτς μπαρ διαθέτουν και καθρέφτες εκτός τουαλέτας για να ρίχνεις καμιά ματιά προκειμένου να διορθώσεις το μαγιό που σε κόβει, λίγο πριν εμφανιστείς στην παραλία. Τα ίδια κάνουν και τα λυγερά κορίτσια με το μακιγιάζ παραλίας και το λουλούδι στα μαλλιά. Η Θεσσαλονίκη μετακομίζει ολόκληρη στη Χαλκιδική το καλοκαίρι. Για αυτό και βρίσκεις τα πάντα εκεί. Και τα τέρμα περιποιημένα μπιτς μπαρ στη συντριπτική πλειονότητα των οποίων δεν πληρώνεις τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες, αλλά και τις απείραχτες και ήσυχες παραλίες. Και τους πάντες, βέβαια, και τους κυριλέ και τα χυμαδιά. Άσε που ανακατεύονται κιόλας αυτοί μεταξύ τους. Όλοι περνούν σχεδόν από παντού. Από την Καλλιθέα μέχρι τον Αρμενιστή και τα Πυργαδίκια και από τη Φούρκα και το Πευκοχώρι μέχρι τις Σπαθιές.
Όποια κι αν είναι τα γούστα σου για τις διακοπές, η Χαλκιδική σου φυλάει εκπλήξεις. Δεν είναι διόλου τυχαίο πως για κάθε μία από τις παραλίες της, για τις διαδρομές μέσα από όσα πευκοδάση της απέμειναν, για τις προχειρότητές της, για την ησυχία και τη φασαρία της, για όλα όσα μπορούν να σε φτιάξουν και να χαλάσουν εκεί, ισχύει ένα και μόνο κλισέ.
Σαν τη Χαλκιδική, δεν έχει.