αχαλίνωτος < α – στερητικό + χαλινός
χαλινός αρσενικό
– η στομίδα που τοποθετείται στο στόμα ενός αλόγου και μαζί με τα ηνία χρησιμοποιείται από τον αναβάτη για να οδηγήσει το ζώο
– οτιδήποτε συγκρατεί ή περιορίζει
Ζεις στην Ελλάδα και παρακολουθείς τα τεκταινόμενα, μπαινοβγαίνεις σε σάιτ, χαζεύεις περιοδικά και βλέπεις τηλεόραση. Πρόσωπα και κλεμμένες ζωές. Φωτογραφίες γύρω από πλούσιες και καλοστολισμένες ροτόντες, περιστρεφόμενοι ωραίοι άνθρωποι, καλοντυμένοι και λαμπεροί, χοντρά πούρα και γέλια, τρανταχτά. Στησίματα στο φακό κι ευχές για ευημερία. Beautiful people.
Η εικόνα φωσφορίζει κι αποκρούει. Όλα για τον κορεσμό που φέρνει την αηδία. Κι όμως δεν αρνείσαι εύκολα την ηδονή, έστω αυτή της στιγμής. Και την ενοχική σκέψη «τα μισά έστω να 'χα, θα 'βλεπες τι θα 'κανα». Την ίδια ώρα που κατακρίνεις μια συμπεριφορά, δεν ξέρεις εάν ήσουν εσύ ο αληθινός πρωταγωνιστής τι θα 'κανες. Ποιος άνδρας δεν θα θελε για μια μόνο βδομάδα να καταφέρει να ζήσει ένα αχαλίνωτο πάρτι. Έστω και στο καλοκαιρινό του αλατισμένο όνειρο. Μπορεί όχι όλοι αλλά περισσότεροι από αυτούς που θα απαντούσαν όχι.
Το πρόβλημα όμως της χώρας δεν είναι ο απατεώνας που από τα μέσα μάθαμε. Η πορεία του, με τις καμπύλες, τις κορφές και τις βουτιές. Είναι η πολλαπλασιαζόμενη μικρογραφία του. Είναι η όρεξη που ανοίγει όταν βλέπεις ότι μπορείς να τρως ό,τι θες, όσο θες, απ' όποιον θες και να μη χορταίνεις με τίποτα. Η ζωή έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ' την αχαλίνωτη μυθοπλασία.