Τετάρτη 5 Μαίου. Πλατεία Καρύτση. Λίγες ώρες μετά τον θάνατο των τριών υπαλλήλων της τράπεζας. Λίγα λεπτά νωρίτερα τα τρία θύματα μεταφέρονται από την τράπεζα στο νεκροτομείο. Όσοι παρακολουθούν αυτή τη σκηνή, σηκώνουν το βλέμμα τους ψηλά στον ουρανό, πιάνουν τα κεφάλια τους, κλωτσούν κάδους.
Ένα δρόμο πιο κάτω, στα τραπεζάκια της πλατείας λιγοστές οι παρέες. Λίγες κουβέντες και πολλές σιωπές. Παρατηρώ τα πρόσωπά τους. Παγωμένα βλέμματα. Παγωμένη ατμόσφαιρα. Κανείς τους, κανείς μας δεν ξέρει τι να πει. Ξεχωρίζει μόνο η φωνή της Γαλλίδας ανταποκρίτριας από το διπλανό τραπέζι που "δίνει" τηλεφωνικά το ρεπορτάζ στο μέσο της. Μεταφέρει το κλίμα. Μιλάει κι αυτή για σοκ, για θλίψη κι αγανάκτηση. Και θυμό, θέλω να συμπληρώσω. Και οδύνη. Και ρευστότητα.
Σαν να μην ξέρουμε που ανήκουμε, που να κατευθυνθούμε, ποιος είναι ο βηματισμός μας, σε τι να πιστέψουμε. Κοιτάμε μόνο κάτω, στο κενό. Διασχίζοντας αργότερα το έρημο πια κέντρο της πόλης, σε όσους συναντάς, παρατηρείς αυτό το ίδιο χαμένο βλέμμα. Όλα θολά και μια περίεργη σιωπή. Μια ανήσυχη ησυχία.
Ασφυξία παντού.