Protagon A περίοδος

“Αναπαράσταση”

Ασάλευτα, μες τα νερά των χωραφιών, με τα κορμάκια τους μπλεγμένα στα καλάμια και τις ρίζες, τα δυο παιδιά μαζέψανε όλη την φρίκη της στιγμής και χάθηκαν μια και για πάντα στην κουφόβραση του κάμπου.

Νίκη Κόλλια

Το χώμα δίπλα στα κανάλια κρατά όλο τον χρόνο υγρασία.

Περπάτησαν για λίγο όλα μαζί μες τα χωράφια με μια σακούλα ωμό κρέας στα χέρια. Πέρα στο βάθος ο δημόσιος δρόμος, ο κλειστός σταθμός, το χωριό και δίπλα η ακίνητη πεδιάδα σ’ ένα σκοτεινιασμένο φως. Ίσως τα παιδιά να άκουσαν το μεσημεριανό τρένο.

Τα γκρέμισε στο μεγάλο αρδευτικό αυλάκι. Μπορεί με δυο, μπορεί με περισσότερες κινήσεις. Άπλωσε τα χέρια και τα έσπρωξε με όλη του τη δύναμη. Πρώτα το μεγαλύτερο κι ύστερα το πιο μικρό. Με διαφορά λίγων λεπτών μονάχα. Μπορεί και ενός. Μάλλον δεν κατάλαβαν ότι το έκανε επίτηδες. Το ένα άπλωσε τα χέρια, για να το σώσει. Πιάστηκε το παιδί απ’ τ’ αδειανό πουκάμισο, το τράβηξε μαζί, λύθηκαν τα μανίκια και παρασύρθηκαν αγκαλιά στον πάτο. Λογικά τα άκουσε να φωνάζουν μες τα νερά, όχι για πολύ, μπορεί οι φωνές τους να χάθηκαν αμέσως κάτω από την πίεση. Ίσως και να έμεινε να σιγουρευτεί ότι πήγαν κατευθείαν στον πάτο, μπορεί να έσκυψε κιόλας για να δει καλύτερα. Ίσως πάλι να τρόμαξε -παιδί και αυτό- και να έτρεξε όσο μακριά μπορούσε, με τη δύναμη που του απόμεινε εκείνη την ώρα.

Ασάλευτα, μες τα νερά των χωραφιών, με τα κορμάκια τους μπλεγμένα στα καλάμια και τις ρίζες, τα δυο παιδιά μαζέψανε όλη την φρίκη της στιγμής και ύστερα χάθηκαν μια και για πάντα στην κουφόβραση του κάμπου.

Ανάμεσα στους αργούς εκείνοι σπάραζαν από το κλάμα. Μπορεί να κρύφτηκαν σε κάποιο χωράφι, έλεγαν και φώναζαν στα χορτάρια τα παιδικά ονόματα. Ένα άγριο, ξερό φως ήρθε και κάθισε από πάνω. Οι καλαμιές και τ’ αμμοχάλικο του δρόμου σήκωσαν σκόνη και μουντάδα. Κάτω απ’ τα νερά τα δυο παιδιά με λασπωμένα τα χέρια και τα μάτια, γεμάτα σκοτεινιά, μες τα λεπτά παιδικά τους ρούχα δεν είχαν αντέξει. Τοπίο θανάτου η γη που την δουλεύανε και τους ταΐζε, πετρωμένο το νερό, μαύρες οι ελιές και τα μικρά νούφαρα, δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές και ο τόπος όλος, πνιγμένα σε μια απέραντη, αρυτίδωτη, πηχτή σιγή.

Έτσι γυμνά και ανάσκελα χωμένα μες τη λάσπη τα έβγαλαν απ’ το κανάλι. Κι ανάμεσα στα παιδικά φρύδια, αφού πήραν από πάνω τους χώμα και φύλλα, η δαχτυλιά της αποτρόπαιης τύχης σβήστηκε οριστικά και ξαναγύρισε η παιδική γαλήνη.

Και εκείνο έσκαβε το χώμα με το πόδι, την ώρα που ήταν ήδη ένοχο και τρέμοντας σήκωσε τα δυο παιδιά στα χέρια και τους ώμους. Ποιον έριξε πρώτο και ποιο δεύτερο, με ποια σειρά πνίγηκαν άραγε; Ανυπόφερτος πόνος στο κεντρικό του κόκαλο σα να τσακίζεται στον ίδιο λάκκο με τους άλλους, χωρίς δύναμη πια. Οι δικαστές θα ανέβουν τα σκαλιά κεκλεισμένων των θυρών. 13 χρονών παιδί και αυτό, σκούρο και αμίλητο με κατασκότεινη ιστορία, στραβοπατώντας μπερδεύεται ολότελα στο πυκνό του δίκτυ, μια μυτερή φωνή τρυπάει τα παιδικά του σεντόνια, το τεράστιο μαύρο -υγρό, σαρκοβόρο και επιθετικό- έρχεται κατά πάνω του, συνωστισμένος μέσα του ο χρόνος και η ζωή, μη ξέροντας από που προς τα πού να κοιτάξει πρώτα, πώς να μην χαθεί και αυτό στον πάτο. Νυχτώνει, κάθεται στο πρώτο κάθισμα και ύστερα το άλλο πρωί σε κάποιο άλλο, θα έρθει κανείς άραγε και για εκείνο -μικρό παιδί και αυτό- να το φωνάξει, να το ψάξει, πώς είναι, να το βρει; Παραμερίζεται άραγε ένα τέτοιο πυκνό θεοσκότεινο δάσος αράχνες; Και αν ναι, πώς γίνεται να μη γυρνά σε δάση με τύμπανα, πώς θα γίνει να πάψει να γυρεύει, μη ξέροντας τι ακριβώς, βογκώντας «χάρισε μου κάτι, μια πιο ζεστή φωνή για να ντυθώ, για να υπάρχει κάποιος να λέει για μένα»; Τι θα γινόταν αν είχε πάρει άλλο δρόμο, αν είχε σταματήσει κάπου πριν αυτό το κακό, αν το αληθινό κακό δεν ήτανε βαθύτερο από τούτο; 

Στο χωριό το σπίτι έμεινε αφώτιστο και τα χωράφια κλεισμένα, όπως οι άνθρωποί τους, σε ένα αμφίβολο κενό, αντιμέτωποι με τα άψυχα και έμψυχα οικεία τους ονόματα, μέσα στο έρεβος της ατελείωτης κόλασής τους.

Σε τούτη την κοιλάδα ήρθανε κάτι πουλιά κατακαλόκαιρο και γέμισαν τον τόπο σκόρπια φτερά και φοβερά χρώματα. Οι νύχτες έχουν γίνει πια πλωτές και τα νερά τους στολίστηκαν μικρά ανθάκια και δάκρυα για κείνα τα τρία παιδιά που δεν θα επιστρέψουν σε αυτόν το βαλτότοπο.