Είχε φορέσει το κοστούμι τη γραβάτα και το παλτό του. Ήταν στην εξώπορτα, αλλά δεν έφευγε. Έπρεπε να πάει στην δουλειά του. Όμως καθόταν ακίνητος και κοιτούσε ένα ξέφτι κάτω στο παρκέ. Ο καφές του ήταν ανέγγιχτος πάνω στο γραφείο του χωλ. Δίπλα στο τηλέφωνο. Η σχολική μου τσάντα από βραδύς αφημένη εκεί. Στηριζόταν στο σκαλιστό πόδι του γραφείου. Έγραφε Beatles με χίπικα γράμματα.
Μα γιατί ήταν ακόμα σπίτι; Ήταν περασμένες επτάμισυ.Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον πατέρα μου να κλαίει. Αργά ένα δάκρυ κυλούσε στο φρεσκοξυρισμένο του μάγουλο.
– Γιατί δάκρυσες ;
– Θα καταλάβεις μια μέρα, μου είπε.
Δεν κατάλαβα παρά πολύ αργότερα όταν έμαθα για ένα στρατόπεδο στην Αίγυπτο. Θολά κρυμμένα πράγματα. Κάτω στο δρόμο στη γωνία Φωκίωνος Νέγρη και Σικίνου ανεβοκατέβαιναν κάμποσοι στρατιώτες με γυαλιστερά κράνη και τα όπλα στον ώμο. Ήταν δύο που μάλιστα γελούσαν. Κάποιοι άλλοι έβγαλαν κάποιον άρον άρον από μια πολυκατοικία απέναντι και τον πέταξαν σε ένα τζιπ.
Ο φόβος.
Μήπως ο μπαμπάς…
Έμεινα στο μπαλκόνι πίσω από ένα γιασεμί και περίμενα να φύγουν. Μέσα από το σπίτι έπαιζαν εμβατήρια. Έμεινα εκεί πολύ ώρα. Παρακαλούσα να φύγουν μύριζα το γιασεμί και άκουγα γενναία εμβατήρια. Στο τέλος έφυγαν. Ο μπαμπάς είχε βγάλει τη καμπαρντίνα, ξεκούμπωσε το γιλέκο, έλυσε την γραβάτα του.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Άκουσε κάτι για μισό λεπτό και χωρίς απάντηση το έκλεισε απαλά. Έμεινε να το βλέπει.
Εκείνη τη μέρα δεν πήγα σχολείο.
Είχαμε εθνική επέτειο!