Τη δεκαετία του ‘70 η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β’ άσκησε πιέσεις στην κυβέρνηση των Συντηρητικών υπό τον Εντουαρντ Χιθ (1970 – 1974) με σκοπό να αλλάξει προς το συμφέρον της ένα δρομολογημένο νομοσχέδιο. Σας φαίνεται αντιδημοκρατικό; Ωστόσο άλλο πράγμα είμαστε ο κόσμος όλος και άλλο πράγμα είναι η Βρετανία.
Το περιστατικό μοιάζει πρωτοφανές για την ποιότητα της δημοκρατίας του Ηνωμένου Βασιλείου, παρά ταύτα δεν είναι: στο Νησί υπάρχει μία παραξενιά, ας πούμε, του κοινοβουλευτισμού, η οποία το δικαιολογεί. Η σχετική διαδικασία καλείται «συναίνεση της βασίλισσας» και αφορά τη συγκατάθεσή της στην εισαγωγή νομοσχεδίων που δύνανται να επηρεάσουν τα συμφέροντα του θρόνου. Ετσι οι εκάστοτε αρμόδιοι υπουργοί παρουσιάζουν στο παλάτι τα… επίμαχα νομοσχέδιά τους προτού τα καταθέσουν στη Βουλή.
Το 1973 οι υπουργοί του Χιθ δεν αξιώθηκαν τη «συναίνεση» της Ελισάβετ, αλλά εισέπραξαν την απαίτησή της να τροποποιηθεί το νομοσχέδιό τους καταλλήλως ώστε να παραμείνουν κρυφά τα περιουσιακά στοιχεία της. Ηταν κίνηση στα όρια της δικαιοδοσίας της ή μήπως σκάνδαλο; Η απάντηση εξαρτάται από την ερμηνεία αυτής της βρετανικής ιδιοτροπίας, δηλαδή του περιβόητου δικαιώματος της «συναίνεσης». Αν θα είναι θεσμική ή… εναλλακτική. Την τρανταχτή αποκάλυψη, πάντως, βασισμένη σε έγγραφα της εποχής που φέρουν ημερομηνία Νοεμβρίου 1973, έκανε ο βρετανικός Guardian.
Η προσπάθεια της βασίλισσας να κρύψει τον πλούτο της από τον βρετανικό λαό έγινε μέσω του προσωπικού δικηγόρου της. Αυτό το πρόσωπο ανέλαβε να ασκήσει πίεση στους υπουργούς ώστε να τροποποιήσουν κατά τις επιθυμίες της Ελισάβετ ένα νομοσχέδιο που, αν έμενε όπως το είχαν σχεδιάσει και γινόταν νόμος, θα αποκάλυπτε τοις πάσι τις μετοχές της και τα μερίσματά της. Και αυτό δεν έπρεπε να συμβεί.
Η παρέμβαση είχε αποτέλεσμα, αφού έγινε η σχετική τροποποίηση του νομοσχεδίου. Ομως η κυβέρνηση Χιθ δεν μακροημέρευσε. Στην περίπτωση της Ελισάβετ, λέει ο Guardian, η πραγματική αξία της περιουσίας της ουδέποτε αποκαλύφθηκε, «αν και εκτιμάται ότι ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες».
Τα έγγραφα που αποδεικνύουν την αλήθεια της παραπάνω ιστορίας εντοπίστηκαν στα Κρατικά Αρχεία, και εξ αυτών προκύπτει, όπως λέει το βρετανικό Μέσο, ότι η Ελισάβετ άσκησε πιέσεις στην εκτελεστική εξουσία «επειδή φοβόταν ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο για τη διαφάνεια όσον αναφορά την κατοχή μετοχών θα μπορούσε να επιτρέψει στους Βρετανούς να ελέγξουν τα οικονομικά της».
Τρεις είναι οι σελίδες που αποκαλύπτουν ότι ο βασιλικός δικηγόρος διαβίβασε την αντίρρηση της βασίλισσας στους υπουργούς. Σε αυτές τονίζεται ότι το νομοσχέδιο αν καταστεί νόμος θα αποκαλύψει τις ιδιωτικές επενδύσεις της βασίλισσας σε διάφορες εισηγμένες εταιρείες, καθώς και την αξία τους, και προτείνεται η εξαίρεσή της.
Η μεθόδευση που τελικά έγινε αφορούσε την απαλλαγή από τον κανόνα της διαφάνειας των εταιρειών εκείνων στις οποίες έχουν επενδύσει «αρχηγοί κρατών». Ετσι η βασίλισσα διατήρησε κρυφό το έχειν της όταν η επόμενη κυβέρνηση, του Χάρολντ Ουίλσον των Εργατικών (1974 – 1976), υλοποίησε τη δέσμευση του Χιθ για τη δημιουργία εταιρείας-σφραγίδας μέσω της οποίας θα μπορούσε η Ελισάβετ να προβαίνει σε αγοραπωλησίες μετοχών. Το όνομα της εταιρείας που έπαιξε τον ρόλο του παραπετάσματος για τη βασιλική περιουσία ήταν Bank of England Nominees Limited.
Κατά πάσα πιθανότητα οι μετοχές της βασίλισσας μεταφέρθηκαν στην εν λόγω εταιρεία τον Απρίλιο του 1977. Το χατίρι που έκαναν από κοινού Τόρις και Εργατικοί στην Ελισάβετ τη βοήθησε να κρύψει την περιουσία της πολύ καλά μέχρι και πρόσφατα, αφού η εταιρεία-μαϊμού που δεν κατάπινε μπανάνες αλλά βασιλικές μετοχές έκλεισε το 2017.