«Επιτέλους γνωρίζω ότι είμαι ενήλικας. Σκέφτομαι να βγάλω δίπλωμα οδήγησης, αισθάνομαι ότι είμαι έτοιμος». Αυτά δήλωσε αρχικά στην Κάντιντα Μορβίλο της Corriere della Sera ο Μαουρίτσιο Κατελάν, με αφορμή τα εξηκοστά γενέθλιά του, τα οποία γιόρτασε την περασμένη Δευτέρα.
Στο κείμενό της η ιταλίδα δημοσιογράφος αναφέρει ότι συνομιλώντας με τον πιο διάσημο εν ζωή καλλιτέχνη της Ιταλίας, γνωστό κυρίως για τις υπερρεαλιστικές εγκαταστάσεις και τα εικονοκλαστικά γλυπτά του, ένιωσε ότι είχε μπροστά της εκείνον τον νεαρό Κατελάν, ο οποίος, στην πρώτη του ατομική έκθεση, κρέμασε στην είσοδο της γκαλερί ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο ξεχώριζε η φράση: «Επιστρέφω αμέσως», ενώ σε μία άλλη έκθεσή του το μοναδικό έκθεμα που παρουσίασε ήταν η καταγγελία για την κλοπή ενός αόρατου έργου.
Ερωτηθείς εάν είναι «μια ιδιοφυΐα ή ένας απατεώνας ή ένας Ζορό της τέχνης ή κάποιος που κοροϊδεύει κριτικούς, μουσεία και συλλέκτες», όπως υποστηρίζουν αρκετοί, ο Κατελάν αρκέστηκε να αναφέρει: «Θέλω να πιστεύω πως πολλοί εξέλαβαν ως προκλήσεις ό,τι για κάποιους άλλους μπορεί να αποτέλεσε τροφή για σκέψη. Λάβετε υπόψη τον Χίτλερ μου (ο οποίος πουλήθηκε το 2016 έναντι 17,2 εκατομμυρίων δολαρίων). Λόγω καθυστερήσεων στην παραγωγή εγώ τον είδα μόνον μετά την εγκατάστασή του στο μουσείο. Είχα υποσχεθεί πως θα το κατέστρεφα εάν δεν με έπειθε. Οταν είδα τις αντιδράσεις κατά την αποκάλυψή του, αντιλήφθηκα ότι γεννούσε σκέψεις για την ανθρώπινη φύση. Αυτός είναι κατά βάθος ο σκοπός της τέχνης».
Ο Κατελάν, ωστόσο, δεν δίστασε να αποκαλύψει πως κατάλαβε ότι «η παραποίηση της πραγματικότητας πουλάει» όταν ήταν ακόμα μαθητής της πρώτης τάξης του Δημοτικού και πέρασε ένα ολόκληρο απόγευμα σε ένα πάρκο, προσπαθώντας να πλαστογραφήσει την υπογραφή του πατέρα του, ούτως ώστε να μην αναγκαστεί να του αποκαλύψει πως οι δάσκαλοι του τον είχαν τιμωρήσει και αποβάλει από το σχολείο.
Η Κάντιντα Μορβίλο υπενθύμισε στον συνομιλητή της ότι μια φορά παραλίγο να τον συλλάβουν επειδή έκλεψε έργα τέχνης με σκοπό να τα παρουσιάσει ως δικά του ενώ μια άλλη φορά έστειλε κάποιον άγνωστο να εμφανιστεί ωσάν να ήταν εκείνος ο Κατελάν. Και τον ρώτησε εάν οι εν λόγω ενέργειές του και όπως και πολλές άλλες αποτελούν «εμπαιγμό» ή ερμηνεύονται στο πλαίσιο υπερβολικού «άγχους επίδοσης».
Για να απαντήσει, ο διάσημος καλλιτέχνης επέστρεψε και πάλι στην παιδική του ηλικία, αναφέροντας ότι «από τότε που ήμουν μικρό παιδί αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε λάθος μέρος: στο σχολείο, στο σπίτι, στη δουλειά, αλλά μου συμβαίνει συχνά και στο μπαρ. Χρειάστηκε να εφεύρω κάτι, ούτως ώστε να επιβιώσω και πολύ απλά εξαφανιζόμουν κάθε φορά που η απουσία μου ήταν πιο λειτουργική από την παρουσία μου», εξήγησε.
Σχολιάζοντας την ισχυρή παρουσία του θανάτου στα έργα του (παράδειγμα αποτελεί ο Πινόκιο που πνίγεται) ο Κατελάν υπενθύμισε ότι «η ζωή διέπεται από δύο βασικούς νόμους: γεννιόμαστε και πεθαίνουμε. Και η τέχνη ενδέχεται να έχει καθήκον να παρουσιάζει ό,τι όλοι φοβούνται να εκφράσουν».
Μιλώντας για την πανδημία του κορονοϊού, ο Κατελάν θυμήθηκε επίσης ότι μικρός είχε εργαστεί αρχικά ως νοσοκόμος και στη συνέχεια ως υπάλληλος σε νεκροτομείο όπου έπλενε τις σορούς συνανθρώπων του.
«Ως νοσοκόμος αντιλήφθηκα ότι οι διαταραχές μου δεν βοηθούσαν τους ασθενείς, για τους οποίους η ενέργεια όλων όσοι βρίσκονται δίπλα τους είναι θεμελιώδης. Για αυτόν τον λόγο οι μοναχικοί θάνατοι από Covid με άγγιξαν βαθιά».
Επιστρέφοντας στην τέχνη του και αναφερόμενος στη μεγάλη αναδρομική έκθεση που διοργάνωσε το 2011-2012 το Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης με όλα τα έργα του, εξήγησε πως «κάθε έργο που έχει ολοκληρωθεί αποτελεί ένα παιδί που εγκαταλείπεις στον κόσμο. Αυτή η έκθεση ήταν μια οικογενειακή επανένωση που μας θύμισε τα χρόνια που περάσαν». Σημείωσε επίσης πως τα δικά του παιδιά που εκτέθηκαν τότε στο περίφημο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της αμερικανικής μητρόπολης (ΜοΜΑ) ήταν «όμορφα, άσχημα, βρώμικα και ατελή. Αλλά μετά από δύο μήνες ήμουν ευτυχισμένος που επέστρεψαν το καθένα στο σπίτι του».
Αμέσως μετά τα εγκαίνια της έκθεσης, ο Κατελάν είχε ανακοινώσει την πρόθεσή του να αποσυρθεί πρόωρα «για να τραβήξω μια γραμμή ανάμεσα σε μένα και σε ό,τι είχα δημιουργήσει: εκείνη η συνολική θεώρηση (της δουλειάς του) με ώθησε να χωνέψω αρκετά λάθη, να κλείσω έναν κύκλο. Μετά, διασκέδασα ιδιαίτερα με το Toilet Paper, το φωτογραφικό περιοδικό που ίδρυσα με τον Πιερπάολο Φεράρι, αλλά ένας καλλιτέχνης είναι ένας κατά συρροή δολοφόνος, έχει πάντα ανάγκη από ένα νέο θύμα. Σήμερα ονειρεύομαι μια μεγάλης κλίμακας παρέμβαση σε μια πόλη. Εάν μπορούσα, θα τιτλοφορούσα τη συνέντευξη “Αναζητείται δήμαρχος-μαικήνας”».
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη η συνομιλήτρια του Κατελάν θέλησε να μάθει τη γνώμη του για το γεγονός πως τα έργα του πωλούνται πλέον έως και αρκετά εκατομμύρια δολάρια. Και εκείνος σημείωσε απλά ότι «είχα την τύχη να συναντήσω ανθρώπους που κατάλαβαν πράγματα για μένα που δεν μπορούσα να καταλάβω εγώ».
Οσον αφορά τη σημασία των έργων του, αρκεί να σημειωθεί ότι πριν από λίγες ημέρες το νεοϋορκέζικο Guggenheim αποδέχτηκε με μεγάλη ικανοποίηση να συμπεριλάβει στη μόνιμη συλλογή του το έργο με τίτλο «The Comedian» του Κατελάν, που προσέφερε άγνωστος στο μουσείο μέσω ανώνυμης δωρεάς.
«Δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη ως δώρο το έργο που είναι μία ακόμα απόδειξη της επιδέξιας σχέσης του καλλιτέχνη με την ιστορία της σύγχρονης τέχνης» δήλωσε ο διευθυντής του Guggenheim, Ρίτσαρντ Αρμστρονγκ.
Πρόκειται για μια μπανάνα κολλημένη στον τοίχο με κολλητική ταινία. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση, οι επιμελητές του μουσείου δεν πρόκειται να παραλάβουν ούτε την μπανάνα ούτε την κολλητική ταινία, παρά μόνον ένα «πιστοποιητικό γνησιότητας» μαζί με τις οδηγίες όσον αφορά το πώς πρέπει να εκτίθεται η όποια μπανάνα. «Επαιζα με μια μπανάνα επί έναν μήνα, πλαστική στην αρχή, από μέταλλο στη συνέχεια. Μετά κέρδισε η πιο απλή ιδέα. Γιατί όχι μια μπανάνα όπως πραγματικά είναι;», αποκάλυψε ο Κατελάν.