Τη νύχτα των ενδιάμεσων εκλογών, με τη Βουλή, τη Γερουσία αλλά και το πεπρωμένο της Αμερικής να κρέμονται από μια κλωστή, ο ηλικιωμένος Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, που θα γίνει 80 ετών στις 20 Νοεμβρίου, αφιέρωσε χρόνο για να ζητήσει από τους επιτελείς του να βρουν τον αριθμό του κινητού του νεοεκλεγέντος βουλευτή της Φλόριντα, του 25χρονου, κουβανικής καταγωγής, Μάξουελ Φροστ. Πληροφορίες για τη συνδιάλεξή τους είχε ο Τζάνι Ριότα, Ιταλός αλλά και υπήκοος ΗΠΑ, μέλος του νεοϋορκέζικου γεωπολιτικού think tank Council on Foreign Relations, ο οποίος τις έστειλε στη Repubblica.
Οι επιτελείς του Μπάιντεν ικανοποίησαν την προεδρική επιθυμία, αν και καίγονταν εκείνη την ώρα, αφού παρακολουθούσαν την καταμέτρηση. Από το κινητό του νεαρού βουλευτή ακούστηκαν τα ξεφωνητά, η φασαρία και ήχοι του ρέιβ πάρτι στον χώρο όπου οι φίλοι του πανηγύριζαν την εκλογή του. Ο Μπάιντεν αστειεύτηκε. Είπε στον Φροστ ότι ο ίδιος εξελέγη στη Γερουσία το 1972, σε ηλικία 29 ετών, και ότι έπρεπε να περιμένει να τριανταρήσει για να ορκιστεί. «Μη με πειράζεις, πρόεδρε», του αντιγύρισε ο νεαρός, «έχω τη νόμιμη ηλικία!».
Κατόπιν, ο Ριότα εξέθεσε στοιχεία δημοσκοπήσεων. Την παραμονή της εκλογικής ημέρας, ένα γκάλοπ του βρετανικού περιοδικού Economist, έγραψε ο Ιταλοαμερικανός, υπολόγισε ότι οι άνω των 65 ετών Αμερικανοί θα ψήφιζαν σε ποσοστό 90%, ενώ οι κάτω των 29 ετών σε ποσοστό 50%. Και σχολίασε ότι αυτοί οι αριθμοί δεν ήταν θετικοί για τους Δημοκρατικούς, αφού το πολιτικό ακροατήριό τους είναι νεανικό. Ομως, «ένας στρατός νεαρών όρμησε στις κάλπες και τάχθηκε υπέρ του ανοιχτού κράτους, που δεν είναι απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο».
Σύμφωνα με το exit poll του CNN, οι ψηφοφόροι μεταξύ 18 ετών και 29 ετών που ψήφισαν Δημοκρατικούς ήταν κατά 28% περισσότεροι από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν. Ο Ριότα εκτίμησε ότι «τα κυρίαρχα ΜΜΕ» έπεσαν έξω, διότι «υποτίμησαν τον Μπάιντεν επειδή μίλησε για άμβλωση, δικαιώματα, ελαφρύνσεις φοιτητικών δανείων, οικονομικές μεταρρυθμίσεις, για την Ουκρανία και όχι για τον πληθωρισμό και την καταστολή του εγκλήματος, όπως έκαναν οι Ρεπουμπλικανοί και ο Τραμπ».
Κατόπιν, όμως, ο Ριότα παραδέχθηκε ότι «η εξέγερση της ‘‘γενιάς Ζ’’, δηλαδή των γεννηθέντων μετά το 1997, δεν αρκεί ώστε οι Δημοκρατικοί να κρατήσουν τη Βουλή». Ωστόσο, συμπλήρωσε: «Τουλάχιστον απετράπη η επίθεση του Τραμπ και έμεινε ισορροπημένη η Γερουσία. Σίγουρα, όμως, άλλαξαν τα στάνταρ και για τα δύο κόμματα όσον αφορά την κούρσα του 2024 για τον Λευκό Οίκο, η οποία ξεκίνησε».
Οι νέοι υπερψήφισαν Δημοκρατικούς για τα ατομικά δικαιώματα, τις νόμιμες αμβλώσεις, το περιβάλλον, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη βιώσιμη ανάπτυξη, για την ισότητα και την τεχνολογία. Και μια μελέτη του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στοιχημάτισε την 1η Νοεμβρίου ότι τουλάχιστον σε ποσοστό 40%, οι ψηφοφόροι της «γενιάς Z» θα ασκούσαν το εκλογικό δικαίωμά τους, επειδή «είναι ένα τρομερό κοινωνικό μπλοκ, ενεργό στις κάλπες από το 2018 και το 2020».
Υπάρχει, ωστόσο, ένα… «ωστόσο»: «Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι οι όλοι νέοι είναι με τους Δημοκρατικούς. Οσοι είναι ενημερωμένοι για τις ειδήσεις συναινούν στις πολιτικές Μπάιντεν σε ποσοστό 48%, δηλαδή του δίνουν ένα 5% παραπάνω από τον μέσο όρο των ΗΠΑ. Η συναίνεση πέφτει στο 28% σε όσους νέους δεν παρακολουθούν ειδήσεις. Δηλαδή δίνουν περιθώρια στους Ρεπουμπλικανούς να επιστρέψουν».
Ακόμα και αυτοί που δεν συμπαθούν τον Μπάιντεν ως ηγέτη, έγραψε ο Ριότα, χάρηκαν σε ποσοστό 54% για τις διαγραφές φοιτητικών χρεών, σε ποσοστό 64% για τον νόμο περί ελέγχου των όπλων και σε ποσοστό 65% για τους νόμους που αφορούν τις υποδομές, το περιβάλλον, αλλά και την εργασία. Προσέθεσε ότι οι πιο συνετοί Ρεπουμπλικανοί γνωρίζουν πως «οι λευκοί άνδρες χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο» δεν αρκούν πια για να τους δώσουν την εξουσία. «Τα δημογραφικά στοιχεία κάνουν τις ΗΠΑ χώρα πολυεθνική, πολυπολιτισμική, πολυθρησκευτική, ενώ η απογραφή του 2020 υπολογίζει τους λευκούς πολίτες σε 204 εκατ. άτομα, ποσοστό 61,6%, κάτι που σημαίνει ότι επήλθε απότομη συρρίκνωση από το 2010 μέχρι σήμερα, αφού τότε οι λευκοί αποτελούσαν το 72,4% της χώρας. Και αυτή η τάση θα συνεχιστεί. Ακόμη και οι Ρεπουμπλικανοί έχουν συμπεριλάβει μειονοτικούς υποψήφιους, μη λευκούς».
Η κατακλείδα του άρθρου αφορούσε τις προεδρικές εκλογές του 2024, στις οποίες οι Δημοκρατικοί δεν επιθυμούν να δουν ως υποψήφιο πρόεδρο των Ρεπουμπλικανών και πάλι τον Τραμπ: «Τώρα, η ‘‘γενιά Ζ’’ περιμένει το 2024. Οι Ρεπουμπλικανοί πρέπει να αποφασίσουν αν θα επιστρέψουν στον Τραμπ ή αν θα ξεκινήσουν με τον κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις. Και οι Δημοκρατικοί, αν θα επιμείνουν στον Μπάιντεν, που θα είναι 82 ετών, ή αν θα βασιστούν σε έναν άλλον, σε κάποιον από τους κυβερνήτες τους. Να, στον Καλιφορνέζο Γκάβιν Νιούσομ, ας πούμε, ή στον Τζόσουα Ντέιβιντ Σαπίρο, κυβερνήτη της Πενσιλβάνια».