«Η τροπολογία του 2021 και η ίδια η σύσταση του νόμου του 1994 δεν επιτρέπει την παράθεση όλων των προσωπικών στοιχείων για τη λίστα με τα πρόσωπα που εμπλέκονταν στις παρακολουθήσεις», αναφέρουν νομικές και εισαγγελικές πηγές, προς απάντηση του αιτήματος Τσίπρα στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) να έχει πρόσβαση ως πολιτικός αρχηγός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε όλες τις διατάξεις, που αφορούν πολιτικά πρόσωπα, υπουργούς, βουλευτές, ευρωβουλευτές, δημοσιογράφους, δικαστές, αλλά και αρχηγούς ή αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, και έχουν υπογραφεί την τελευταία τριετία.
Κάτι τέτοιο, σημείωναν οι ίδιες πηγές, δεν είναι νομικά εφικτό καθώς οι διατάξεις του νόμου του 2225/ 1994 είναι απολύτως δεσμευτικές, δηλαδή δεν επιτρέπουν στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ να προχωρήσει σε συγκεκριμένη ενημέρωση.
Τι αναφέρει η διάταξη στο άρθρο του νόμου περί ενημέρωσης των πολιτικών αρχηγών
«Απόσπασμα της διάταξης, που περιλαμβάνει το διατακτικό της, παραδίδεται με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο πρέπει να καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφαλείας του απορρήτου του περιεχομένου:
α) Στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή τον γενικό διευθυντή ή τον εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Σε περίπτωση ατομικής επιχείρησης, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται στον επιχειρηματία.
β) Αν το νομικό πρόσωπο υπάγεται στον έλεγχο ή την εποπτεία του κράτους, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται και στον Υπουργό που εποπτεύει το νομικό αυτό πρόσωπο ή στον Υπουργό που προΐσταται της δημόσιας υπηρεσίας.
Το ηλεκτρονικό κωδικοποιημένο μήνυμα, το οποίο λαμβάνει η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), περιέχει όλο το κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου. Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό αρχείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ και ένα ακόμη μέλος της Ολομέλειας που ορίζεται από αυτήν, καθώς και μέλη του προσωπικού της, τα οποία είναι ειδικά εξουσιοδοτημένα προς τούτο από την Ολομέλεια της Αρχής. Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ. ενημερώνει σε κάθε περίπτωση τον Πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κομμάτων, που εκπροσωπούνται στη Βουλή και κοινοποιεί τη διάταξη στον Υπουργό Δικαιοσύνης».
Εισαγγελικές πηγές τονίζουν πως η διάταξη λόγω του μεγάλου όγκου των παρακολουθήσεων τα τελευταία χρόνια, είναι ουσιαστικά ανενεργή. Μάλιστα έλεγαν ότι η διάταξη περί κοινοποίησης στον υπουργό Δικαιοσύνης δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ και η ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών νοείται μέσω της έκθεσης της ΑΔΑΕ. Σημειώνουν δε ότι αν κοινοποιηθεί κατάλογος με ονομαστική παράθεση, αντίκειται στο νόμο περί προσωπικών δεδομένων κάτι που συνιστά, κατά την άποψή τους, βαρύτατη παραβίασή του και είναι αυτόφωρο αδίκημα κακουργηματικής μορφής.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της λίστας παρακολουθούμενων, προφανώς αφορά και τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας, οι οποίοι γνωρίζουν και μπορούν να κάνουν ταυτοποίηση και αντιστοίχιση αριθμού του κινητού τηλεφώνου που παρακολουθείται και του κατόχου του. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ληφθεί όμως απόφαση από την Ολομέλεια της ΑΔΑΕ (άρθρο 7 παρ.4 του νόμου 3115/2003 “Τα μέλη της ΑΔΑΕ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ενεργούν συλλογικά”) για διαβίβαση τέτοιων στοιχείων και διενέργεια ελέγχων.
Οι εισαγγελικές πηγές επιμένουν ωστόσο πάνω σε αυτό, πως η ενημέρωση προς τρίτους μπορεί να είναι ποιοτική και στατιστική, αλλά όχι ονομαστική γιατί συνιστά και αυτό παραβίαση προσωπικών δεδομένων.
Ενωση Εισαγγελέων: Ουδείς εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις
Τη διατυπωμένη άποψη της εποπτεύουσας της εισαγγελέως της ΕΥΠ Βασιλικής Βλάχου, ότι κανείς δεν εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις, εφόσον υπάρχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, επανέλαβε στη Βουλή ο εκπρόσωπος της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, Νικόλαος Φιστόπουλος.
Συγκεκριμένα, κατά την ακρόαση των φορέων στο νομοσχέδιο για τις αλλαγές στην ΕΥΠ και απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστου Σπίρτζη σχετικά με το αν για λόγους εθνικής ασφαλείας μπορούσαν να παρακολουθηθούν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι αρχηγοί ΓΕΕΘΑ και ΓΕΣ, ο κ. Φιστόπουλος απάντησε ότι, εφόσον τηρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του νόμου, δεν θα υπήρχε διάκριση για οποιοδήποτε πρόσωπο.
Ο κ. Φιστόπουλος χαρακτήρισε θετικές τις διατάξεις που αφορούν στο απόρρητο, καθώς, όπως είπε, μέσω των προωθούμενων διατάξεων το πλαίσιο εκσυγχρονίζεται.
«Αυστηροποιούνται οι διατάξεις για τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων. Πλέον – τόνισε- επιτρέπεται για όλα τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών. Αναγκαία αυτή η αυστηροποίηση για να διευκολύνονται οι ανακριτικές αρχές στην αποκάλυψη εγκλημάτων».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Κωνσταντίνος Μενουδάκος, είπε ότι θα πρέπει να μπουν όρια στην εξουσιοδότηση που δίνεται στο κράτος στη χρήση των συσκευών παρακολούθησης.
Η γενική γραμματέας της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Ελευθερία Κώνστα, σημείωσε με τη σειρά της ότι η αρμοδιότητα για την άρση του απορρήτου θα πρέπει να δοθεί σε πολυπρόσωπο όργανο, ενώ ζήτησε για λόγους ισότητας η ειδική διαδικασία που προβλέπεται την άρση του απορρήτου σε πολιτικά πρόσωπα (μέσω της έγκρισης του Προέδρου της Βουλής) να ακολουθείται και για τους δικαστές.
Ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών Χρήστος Ράμμος εξέφρασε ενστάσεις αναφορικά με την αφαίρεση της αρμοδιότητας ενημέρωσης του θιγόμενου από την Αρχή. Οπως ανέφερε, από τη στιγμή που δεν αποδειχθεί εμπλοκή του θιγόμενου της παρακολούθησης δεν υπάρχει λόγος να περάσει τριετία προκειμένου να ενημερωθεί.