Επικαιρότητα

Ειρήνη Παπά: στα 92 της χρόνια, σαν ανοιξιάτικο λουλούδι

Το πάθος του Μάρλον Μπράντο, ο θαυμασμός του Σακελλάριου, ο κρυφός έρωτας του Αγά Χαν, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, τα «18 σου χρόνια», ο Φίνος, η καταλυτική παρέμβαση στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και κάπου 100 ταινίες. Αναμνήσεις μιας ζωής 92 ετών, δίχως δυστυχώς αυτές οι μνήμες να φωτίζονται μέσα της
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Εντάξει, ας αρχίσουμε με έναν – γοητευτικό, είναι η αλήθεια – μύθο. Εκείνον που ήθελε τον Μάρλον Μπράντο, στην πρώτη ακμή της καριέρας του, αλλά και της περιλάλητης ομορφιάς του, να ξημεροβραδιάζεται στο… πατάκι της εξώπορτας της Μελίνας Μερκούρη για ένα βλέμμα της. Εντάξει, και για κάτι παραπάνω.

Μύθος, είπατε; Eτσι δείχνουν όλα. Είμαστε όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το 1958 συγκεκριμένα, στην Αθήνα, όταν ο Μάρλον Μπράντο έχει έρθει στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να στηρίζει ορφανοτροφεία για άπορα παιδιά σε όλο τον κόσμο. Τότε μάλιστα είχε ξεναγηθεί στην Ακρόπολη, παρέα με τον Ζυλ Ντασέν!

Μάρλον Μπράντο και Μελίνα Μερκούρη. Oχι μόνον. Στην ίδια πόλη, ύστερα από τα πρώτα της βήματα ήδη στο Χόλιγουντ και ύστερα από τις πρώτες εκθαμβωτικής – μελαχρινής – ομορφιάς φωτογραφίες της σε περιοδικά και στο Λος Αντζελες, βρισκόταν και η Irene Papas. Η Ειρήνη Παπά (έτσι, με ένα Πι όπως και το Papas, είχε επιμείνει η ίδια, σε μια κουβέντα μας πολλά χρόνια πριν, πως γράφεται το όνομά της). Τρία πλάσματα, για τα οποία πολλοί είχαν αναστενάξει (με νόημα…) ανά τον πλανήτη στην ίδια πόλη. Και μπορεί τα περί Μελίνας και… πατακίου να θεωρούνται εν πολλοίς μύθος, αλλά εκείνη η επίσκεψη του ωραίου Μάρλον στην Αθήνα έκρυβε ένα μυστικό. Το οποίο αποκάλυψε λίγες ημέρες μετά την αποδημία του (την 1η Ιουλίου του 2004) η τρίτη της αστραφτερά ωραίας παρέας. Ναι, η Ειρήνη Παπά είχε έναν θυελλώδη δεσμό μαζί του και τον έκρυβαν από όλους. Το αποκάλυψε τον Ιούλιο του 2004 στην ιταλική Corriere della Sera, ενώ εκείνη είχε ήδη πατήσει τα 77 (και είχε ήδη παίξει στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», που είχε γυριστεί στην Κεφαλονιά). Και, βέβαια, ένας μικρός σεισμός καταγράφηκε στον κόσμο της σόουμπιζ.

«Δεν θέλαμε να την μοιραστούμε αυτή τη σχέση με κανέναν», είχε εξομολογηθεί τότε. «Μια σχέση που δεν ήταν πραγματικό μυστικό, αλλά κάτι πολύ προσωπικό μας. Τον αγαπούσα τον Μάρλον. Τον νοιαζόμουν πραγματικά. Είχαμε μια ιστορία αγάπης, εντάξει, ας την ονομάσουμε μια σχέση διαρκείας. Ίσως κάνω λάθος που μιλάω τώρα γι’ αυτήν (σ.σ.: λίγες μέρες μετά τον θάνατό του) που δεν είναι εδώ να με σταματήσει ο ίδιος, αλλά το κάνω τώρα που είναι μακριά από όλους και δεν ανήκει σε κανέναν».

Είχαν συναντηθεί στη Ρώμη το 1954. Εκείνος ήταν 30 κι εκείνη 28. «Δεν αγάπησα έκτοτε άλλον άντρα όπως αγάπησα τον Μάρλον. Ήταν το μεγάλο πάθος στην ζωή μου, ο άντρας που ένοιαζε περισσότερο απ’ όλους και εκτιμούσα περισσότερο απ’ όλους». Η τελευταία τους συνάντηση, κατά την ίδια, ήταν το 1999 και πάλι στην Αθήνα, όταν εκείνος ταξίδεψε στην Ελλάδα ύστερα από την ύστατη ταινία του «Free Money». «Πάνω και πέρα από όλα», θυμόταν η Ειρήνη Παπά για το μεγάλο πάθος της, «ήταν μεγαλειώδης στον τρόπο που χρησιμοποιούσε και κινούσε το κεφάλι του».

Ετσι ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία. Με ένα μεγάλο πάθος. Πίστευε πάντα σε αυτό η Ειρήνη Παπά. Οπως και στην ετοιμότητα – πάντα – για μάχη. Για ό,τι αγαπάς. Για ό,τι σε παθιάζει. Όπως πίστευε και σε όσα θυμάσαι. Σε όσα σου έχουν μείνει να θυμάσαι στη ζωή. Αλλο αν η νόσος του Αλτσχάιμερ της το στέρησε αυτό το τελευταίο. Γιόρτασε την επέτειο των 92ων γενεθλίων της τη Δευτέρα (3 Σεπτεμβρίου), αλλά η μνήμη («κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη», κατά τον «Πληθυντικό αριθμό» της Κικής Δημουλά) δεν ήταν, όπως φαίνεται, εκεί για να της φέρει μπροστά στα μάτια ούτε καν αυτό το πάθος της. Ούτε μια καριέρα που ξεκίνησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (στο «Σχολείον» της στην οδό Πειραιώς 52 στεγάζεται σήμερα η ίδια σχολή), που τότε ονομαζόταν Εθνική Σχολή Κλασσικού Θεάτρου, ύστερα από τα πρώτα της βήματα ως χορεύτρια και ραδιοφωνική παραγωγός, για να φτάσει ως το Χόλιγουντ και τα πέρατα της γης.

Κι ας είχε τρία «προβλήματα», κατά τον γνωστό κριτικό Ρότζερ Εμπερτ: «Το ύψος της απέκλειε από παρτενέρ της αρκετούς σταρ της οθόνης. Η ασυνήθιστη ομορφιά της ήταν από εκείνη με την οποία δεν θα ήθελαν καθόλου να συγκριθούν οι άλλες σταρ. Και η προφορά της την απέκλειε από πολλούς ρόλους». Ναι, η ίδια εκείνη «βαριά» πελοποννησιακή προφορά, που η Ειρήνη Λελέκου έφερε περήφανα, μαζί με την καταγωγή της από το μικρό ορεινό Χιλιομόδι Κορινθίας. Το οποίο μπορεί να μην γνώριζαν πολλοί ούτε στην Ελλάδα, αλλά έφτασαν να το αναφέρουν και να το γράφουν, είτε ως Chiliomodi είτε ως Hiliomodi, ως τα πέρατα του κόσμου. Η ίδια προφορά που την έκανε (ερωτευμένη ήδη με τον Μάρλον Μπράντο) να ξαναγράψει – και να διορθώσει – στο στούντιο το εξαιρετικό τραγούδι του Τάκη Μωράκη «Υπομονή», που είχε πρωτακουστεί με την «βαριά» προφορά της στην ταινία του 1959 «Ψιτ… κορίτσια!», με σκηνοθέτη τον σύζυγό της, από τα 18 της, Άλκη Παππά. Παρέα με το Τρίο Μπελκάντο (στην ταινία με το Τρίο Καντσόνε).

Aλλο αν η ιδιαίτερη πατρίδα της δεν την αναγνώρισε, δίνοντας το όνομα πρώην δημάρχου – τελικά – στο δημοτικό θέατρο της Κορίνθου. Όπως αγνόησε και την απέλπιδα προσπάθειά της να στήσει Διεθνές Κέντρο Θεάτρου στο Κατακάλι.

Εξώφυλλο σε ιταλικό περιοδικό τον Σεπτέμβριο του 1953. Η Ελληνίδα της Ρώμης

Αντιθέτως, την αναγνώρισε η Ιταλία. Πρώτα με το «Βραβείο Ρώμη», που της απονεμήθηκε στο αρχαίο θέατρο της Oστια. Κι εκείνη ανταπέδωσε, δηλώνοντας: «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω, μπορώ μόνο να πω ότι η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλληλα, είναι δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου». Έπειτα, με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, τίτλο που υποδέχτηκε με έναν λόγο για την ασέβεια: «Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως υπάρχει μόνο μία αριστοκρατία, του πνεύματος».

Την αναγνώρισε και η Πορτογαλία, στηρίζοντας το θέατρο που ίδρυσε εκεί, ανεβάζοντας αρχαίες τραγωδίες. Την αναγνώρισαν και άλλοι, τιμώντας την το 2000 με τον τίτλο «Γυναίκα της Ευρώπης». Και το 2009 παρέλαβε τον Χρυσό Λέοντα της Μπιενάλε Θεάτρου της Βενετίας, για «το σύνολο της προσφοράς της» από τα χέρια του σκηνοθέτη Μαουρίτσιο Σκάπαρο.

Κι αυτά, ύστερα από κοντά 100 ταινίες, αρκετά θεατρικά και πολλές μουσικές. Από τότε που αγάπησε και χιλιοτραγούδησε το αγαπημένο της «Στα 18 σου χρόνια σαν ανοιξιάτικο λουλούδι…» των Aλκη Παγώνη και Τότη Στεφανίδη και του 1940. Οι μουσικές της ήταν κυρίως με τον φίλο της Βαγγέλη Παπαθανασίου, που την κάλεσε το 1972 να βάλει το στίγμα της στο υπέρτατο και μύστατο έργο των Aphrodite’s Child (που θαύμασε μέχρι ο Σαλβαντόρ Νταλί, όμως του αρνήθηκε η δισκογραφική τους εταιρεία να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο του δίσκου!) «666», με άξονα την Αποκάλυψη του Ιωάννου, θαυμαστό δείγμα του πρώιμου progressive rock. Εκεί, η Ειρήνη Παπά ακούγεται στο «∞ / Infinity», στο ασθματικό μοτίβο «I am, I am, Iam to come, I was…», με τη φωνή της να ταξιδεύει στον χώρο, ξέφρενη σαν στριγγλιά, στην διακριτά διφωνική / στερεοφωνική εγγραφή. Με τον διεθνή Vangelis συνεργάστηκε αργότερα στα – διεθνούς προβολής – άλμπουμ «Ωδές» του 1979, με τον θρυλικό «Μενούση» και τα «Σαράντα παλικάρια» και «Ραψωδίες» του 1986, όπως και σε 11 τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.

Μιλούσαμε όμως και για τις κάπου 100 ταινίες της, κάποιες εμβληματικές («Ηλέκτρα», «Τρωάδες») με τον επίσης φίλο της Μιχάλη Κακογιάννη και κάποιες σε διεθνή στούντιο. Με πρώτη την ταινία «Χαμένοι Άγγελοι» του 1948, σε σενάριο – σκηνοθεσία Νίκου Τσιφόρου, για την Φίνος Φιλμ στην οποία (και στον Φιλοποίμενα Φίνο) την πήγε από το χεράκι Αλέκος Σακελλάριος. Την είχε δει στον «Μάκβεθ» στην τελευταία χρονιά της Δραματικής Σχολής, με δάσκαλο τον αξέχαστο Δημήτρη Ροντήρη. Όμως την θαύμασε να περπατά στην πλατεία Συντάγματος, όπως σημειώνει στην αυτοβιογραφία του, «ένα πανέμορφο πλάσμα με ένα απλό μακρύ φόρεμα, όλο πτυχώσεις, που κινιόταν με μεγαλοπρέπεια και συνάμα απλότητα. Σαν να ζωντάνεψε μια Καρυάτιδα». Ατάκα που ακολουθούσε την «ζωντανή Καρυάτιδα» Ειρήνη Παπά.

Το άνοιγμα όμως προς τον διεθνή κόσμο του κινηματογράφου ήρθε το 1951 με τη «Νεκρή Πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη, με συμπρωταγωνιστή της τον Γιώργο Φούντα. Ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών, για να αναγνωρίσουν όλοι την υποβλητική, μελαχρινή, Ελληνίδα καλλονή, τόσο διαφορετική από τις άλλες σταρ της εποχής.

Η αφίσα της ταινίας «Tribute to a bad man» (1956) που στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Ελύγισα για πρώτη φορά». Η Παπά με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ

Τόσο που ήρθε σε επαφή μαζί της η ιταλική εταιρεία παραγωγής Lux Films, γύρισε την «Οδύσσεια» και χτύπησε την πόρτα της και το Χόλιγουντ. Eτσι ήρθαν οι ταινίες με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ, όπως το γουέστερν «Ελύγισα για πρώτη φορά» (Tribute to a Bad Man) του 1956. Οταν πλέον ο έρωτάς της με τον Μάρλον Μπράντο άνθιζε –μυστικά– στο Χόλιγουντ και ο πρώην σύζυγος της ντίβας Ρίτα Χέιγουορθ, πρίγκηπας Αλί Αγά Χαν, δεν έκρυβε ότι είναι ερωτευμένος μαζί της.

Αρχετυπική μεσογειακή ομορφιά. Στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» το 1961 (Columbia Pictures)

Κι έπειτα ήρθαν τα βραβευμένα με Οσκαρ, γυρισμένα στη Ρόδο, «Κανόνια του Ναβαρόνε» το 1961, όπου γνώρισε τον ένθερμο μεξικανοϊρλανδό θαυμαστή της Αντονι Κουίν και τον ξανασυνάντησε στον ρόλο της χήρας στον επίσης βραβευμένο με Οσκαρ «Ζορμπά» του Κακογιάννη το 1964. Το ντεμπούτο της σε θεατρική σκηνή του Μπρόντγουεϊ, το 1967, δίπλα στον πατέρα της Αντζελίνα Τζολί, Γιόν Βόιτ, στο «Εκείνο το καλοκαίρι – Εκείνο το φθινόπωρο». Το «Σάντα Μάμα» (The Brotherhood) του 1968, στο πλευρό του τσιμπημένου μαζί της Κερκ Ντάγκλας. Και η συνάντηση με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, ως Ερρίκο Η’, στην «Άννα των Χιλίων Ημερών» το 1969. Ίδια χρονιά που εμφανιζόταν και στο θρυλικό βραβευμένο «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Τριάντα χρόνια πριν την – προτελευταία στην φιλμογραφία της – κατά Λόρκα «Γέρμα» της Πιλάρ Τάβορα. Και και και…

Μάρτιος 1965, Παρίσι. Αντονι Κουίν, Λίλα Κέντροβα, Ειρήνη Παπά και Μιχάλης Κακογιάννης στην πρεμιέρα του «Ζορμπά». (Photo by Keystone/Hulton Archive/Getty Images/Ideal Images)

Μέχρι που έφτασε η μέρα να παίξει καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του κολομβιανού Νομπελίστα Λογοτεχνίας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, του «Εκατό χρόνια μοναξιάς», να δώσει την άδεια να γίνει ταινία μια σκληρή και μαύρη ιστορία του. «Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της», που χρειάστηκε να… κοιμάται με 70 άνδρες τη βραδιά, για δέκα χρόνια, προς 20 σεντς τη φορά, για να ξεπληρώσει την απροσεξία της που έκανε στάχτη το σπίτι της γιαγιάς.

Το βιβλίο διασκευάστηκε το 1982 σε σενάριο για την ταινία «Ερέντιρα» του βραζιλιάνου σκηνοθέτη Ρουί Γκουέρα. Η Ειρήνη Παπά ήταν επιλογή του ίδιου του – φίλου της – Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αν και η ίδια, όπως εξομολογούνταν δύο χρόνια μετά στους «New York Times», δεν έμοιαζε στην παχύσαρκη γιαγιά με τα πολύ αραιά μαλλιά. «Του είπα ότι δεν μπορώ να έχω τόσα κιλά όσο η ηρωίδα του βιβλίου. Μπορώ όμως να είμαι τόσο παχιά… από μέσα μου», έλεγε τότε η «ζωντανή Καρυάτιδα» με την λυγερή φιγούρα. «Και επέμεινα επειδή ήθελα να έχει τη δυνατότητα να υπερασπισθεί την ηρωίδα του. Δεν μπορώ να κάνω για τον Ευριπίδη το ίδιο, αλλά για κείνον μπορούσα».

Η ίδια είχε προσπαθήσει να πείσει τον Μάρκες να δώσει και τα δικαιώματα από τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» για να γυριστούν σε ταινία. Όμως εκείνος αρνήθηκε πεισματικά, ακόμη και όταν ο Aντονι Κουίν του είχε προσφέρει 1 εκατ. δολάρια γι’ αυτά. «Του είχα πει: Γιατί δεν το κάνεις; Θα είναι πάντα ένα εξαιρετικό σίριαλ, πιο ελκυστικό από τη «Δυναστεία» ή το «Ντάλας». Το βιβλίο είναι εκεί και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Μου απάντησε ότι δεν το κάνει διότι δεν θέλει να δει τις λογοτεχνικές ιδέες του να μεταβάλλονται σε φιξαρισμένες εικόνες». Άλλο αν με την «Ερέντιρα» τα είχε καταφέρει η Ελληνίδα, που κατά τον μεγάλο Πορτογάλο σκηνοθέτη Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα, ήταν «η πανέμορφη και μεγαλοπρεπή φιγούρα που ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφραση της και η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών».