Είναι η Ιταλία. Μια από τις πιο γερασμένες ομάδες του φετινού Euro. Και μην πει κάποιος οτι φταίει μόνον ο σχεδόν σαραντάρης Μπουφόν για τον υψηλό μέσο όρο ηλικίας της. Εχει άλλον έναν παίκτη πάνω από 35 ετών και εννέα (στους 23) πάνω από 30.
Της λείπουν σημαντικοί ποδοσφαιριστές. Αλλά και να μην της έλειπαν, είναι κοινό μυστικό οτι αυτή η «φουρνιά» της δεν έχει -ούτε καν πλησιάζει- σε ποιότητα και φινέτσα εκείνες του παρελθόντος της. Ισως είναι η λιγότερο χαρισματική -σε ατομική αξία- Ιταλία που εμφανίστηκε σε Euro ή Μουντιάλ, εδώ και δεκαετίες.
Ο προπονητής της είναι ήδη φευγάτος. Ολος ο κόσμος γνωρίζει οτι, σε μερικές ημέρες, ο Αντόνιο Κόντε θα (χρυσο)πληρώνεται από τον Αμπράμοβιτς, για να προσπαθήσει να φέρει στα ίσα της την Τσέλσι. Και οι ποδοσφαιριστές δύσκολα «ματώνουν» για έναν τεχνικό που αύριο μεθαύριο θα γίνει πρώην.
Αυτή η Ιταλία πήγε -χθες (Δευτέρα) βράδυ στη Λιόν- να αντιμετωπίσει το Βέλγιο. Μια από τις τρεις ακριβότερες εθνικές ομάδες του τουρνουά, με μέσο όρο ηλικίας κάτω από τα 26, με «παικταράδες» διψασμένους για διάκριση, η οποία θεωρείται το απόλυτο αουτσάιντερ – ακόμα και για την κατάκτηση του τροπαίου. Ηταν χαμένη από χέρι. Σωστά;
Λάθος! Γιατί είναι η Ιταλία. Η ομάδα που -σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται στη φωτογραφία της στιγμής- έχει κερδίσει τέσσερις φορές το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και άλλη μία το Ευρωπαϊκό. Που πάντα θα παίξει -καλά ή λιγότερο καλά- με τον «αέρα» της δόξας της. Με αυτή την αίσθηση (ακόμη και ψευδαίσθηση) της υπεροχής, που χαρίζει αυτοπεποίθηση και βάζει φτερά στα πόδια των παικτών.
Στον χθεσινό αγώνα με τους «Κόκκινους Διαβόλους», η «Σκουάντρα Ατζούρα» παρέταξε την πιο… σιτεμένη ενδεκάδα στα χρονικά της διοργάνωσης, με μέσο όρο ηλικίας που άγγιζε τα 32 χρόνια. Ε, και; Οι τρεις πρώτοι που έτρεξαν τα περισσότερα χιλιόμετρα -και επτά από την πρώτη δεκάδα- ήταν Ιταλοί.
Γιατί είναι η Ιταλία. Και απέναντί της είχε το Βέλγιο. Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό, όταν ακούτε το όνομα αυτής της χώρας; Η Ευρωπαϊκή Ενωση; Ο Τεν-Τεν; Το άγαλμα του παιδιού που κάνει την ψιλή ανάγκη του; Τα λαχανάκια Βρυξελλών; Πατάτες τηγανητές με κέτσαπ; Μύδια μαγειρεμένα με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο; Πάντως, όχι το ποδόσφαιρο.
Ποτέ δεν ήταν το ποδόσφαιρο. Ακόμη κι όταν, επί πολλά χρόνια στη σειρά (από το 1982 έως το 2002), οι Βέλγοι ήταν παρόντες σε όλα τα Μουντιάλ, έχοντας φτάσει μέχρι την τέταρτη θέση (το 1986, στο Μεξικό). Ακόμη κι όταν διέθεταν παίκτες κλάσης, όπως ο Εντσο Σίφο, ο Γιάν Κέλεμανς, ο Ερικ Γκέρετς, ο Φράνκι φαν ντερ Ελστ, ο Πολ φαν Χιμστ ή ο σπουδαίος τερματοφύλακας Πρεντόμ. Ακόμη και τότε, κανείς δεν τους υπολόγιζε για πολύ ψηλά. Αλλά και κανένας -έξω από την πατρίδα τους- δεν τους υποστήριζε. Δύσκολα θα συναντήσει κάποιος, οπουδήποτε στον κόσμο, φαν κλαμπ της εθνικής τους ομάδας.
Φέτος διαθέτουν τόσους μεσο-επιθετικούς μεγάλης κλάσης, που δύσκολα μπορούν να χωρέσουν στην ενδεκάδα: τον Αζάρ, τον Οριγκί, τον Λουκάκου, τον Καράσκο, τον ντε Μπρούιν, τον Ναϊνγκολάν, τον Ντεμπελέ, τον Αρντεβάιλερντ… Αλλά δεν έχουν κάτι που στο ποδόσφαιρο μετράει πολύ – κι ας μην το καταγράφει η στατιστική: αυτό που μάθαμε να λέμε «βαριά φανέλα».
Αυτό που είχαν (και) χθες οι Ιταλοί. Κάτι σαν τεχνογνωσία επιτυχίας στους σπουδαίους, τους κρίσιμους αγώνες. Πέτυχαν γκολ μόλις στη δεύτερη ευκαιρία τους στο ματς. Ανεβοκατέβαζαν τον ρυθμό του αγώνα κατά πώς τους βόλευε. Αφηναν τους Βέλγους να παριστάνουν τους κυρίαρχους του παιχνιδιού και «χτυπούσαν» στις αντεπιθέσεις. Στην τελευταία από αυτές, τους έδωσαν τη χαριστική βολή (2-0). Ακόμη κι όταν είχαν κλειστεί στο δικό τους μισό γήπεδο, οι Ιταλοί κινδύνευσαν πραγματικά μόνο στην ευκαιρία του Οριγκί (86′). Οι Βέλγοι πολιορκούσαν, όμως ο Μπουφόν σπανίως χρειάστηκε να επέμβει. Τις πιο πολλές (και σωτήριες) αποκρούσεις τις έκανε ο δικός τους τερματοφύλακας, ο Κουρτουά.
Το βάρος της φανέλας είναι αυτό που κάνει μια ομάδα να παίρνει -σταθερά- περισσότερα, ίσως, κι απ’ όσα αξίζει. Και αντιστρόφως. Ομάδες σαν το Βέλγιο μπορεί -κατά καιρούς- να δίνουν σπουδαίες παραστάσεις, όμως παίρνουν μόνο το χειροκρότημα. Και, όταν βρίσκονται στα κάτω τους, δεν παίρνουν απολύτως τίποτε.
Οπως συνέβη το 1996 με την ερωτεύσιμη Τσεχία του Νέτβεντ και του Πομπόρσκι, που έχασε στον τελικό από τη Γερμανία, η οποία είχε -όλους κι όλους- τρεις παίκτες της προκοπής: τον Κλίνσμαν, τον Μπίρχοφ και τον Σολ. Αλλά είχε πιο «βαριά φανέλα». Με την προσθήκη του Κόλερ, η Τσεχία συνέχισε να μαγεύει – έως το 2004 που αποκλείστηκε από την Εθνική μας. Δεν πήρε τίποτε. Κι έπειτα ξανάγινε μια συνηθισμένη ομάδα, που φτάνει -το πολύ- μέχρι τον πρώτο νοκ-άουτ αγώνα.
Το βάρος της φανέλας είναι καθοριστικό για την αυτοπεποίθηση μιας ομάδας, αλλά και των αντιπάλων της. Η Αγγλία είχε «πατήσει» τη Ρωσία και τη νικούσε (1-0) μέχρι το τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων. Οι Ρώσοι, αν και είχαν κάνει μόνο μια τελική προσπάθεια σε ολόκληρο τον αγώνα, δεν έπαψαν να πιστεύουν ότι μπορούν να ισοφαρίσουν. Τα κατάφεραν, στην τελευταία φάση. Η Γερμανία νικούσε κι αυτή (1-0) μέχρι το τελευταίο λεπτό, όμως οι Ουκρανοί (αν και είχαν λαχταρήσει τον Νόιερ αρκετές φορές) έδειχναν πιο πολύ να φοβούνται μήπως δεχθούν κι άλλο γκολ, παρά να πιστεύουν στην ισοφάριση. Πράγματι, σε μια υποδειγματική αντεπίθεση, οι παγκόσμιοι πρωταθλητές έκαναν το 2-0. Αυτή η κρίσιμη διαφορά νοοτροπίας εξηγείται μόνο με τη «θεωρία της φανέλας».
Για κάποιο περίεργο λόγο, ακόμη και οι ειδικοί της ποδοσφαιρικής πρόγνωσης -οι «μπουκμέικερς»- δείχνουν να υποτιμούν την ιστορικά επιβεβαιωμένη δύναμη της φανέλας. Ετσι, προτού αρχίσει το χθεσινό ματς στη Λιόν, πλήρωναν 17 προς ένα την κατάκτηση του τροπαίου από την Ιταλία. Ενώ έδιναν μόλις 9,5 προς ένα στην Αγγλία, η οποία ακόμη χαίρεται που πριν από 20 χρόνια είχε φτάσει στους ημιτελικούς. Κι έκτοτε «σχολάει» πρόωρα, με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους.