8 Ιανουαρίου. Ανήμερα των γενεθλίων του ο Λεπτός Λευκός Δούκας γυρίζει το διακόπτη και μηδενίζει το κοντέρ που μετρά την απόστασή του με το κοινό. Από την Παρασκευή κρατάμε στα χέρια το νέο άλμπουμ του «Blackstar», πατάμε το play, γεμίζουμε λάμψη η μουσική μας πραγματικότητα και καταλαβαίνουμε επιτέλους ποιο σατανικό σχέδιο οδήγησε τον Βρετανό να κάνει come back με ένα δίσκο που γλυκοκοιτά την τζαζ.
Από το 1967 που ο Ντέιβιντ Μπάουι κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ μέχρι σήμερα η παλιά νεανική μας λαχτάρα παραμένει άκαμπτη από τον καιρό και τις μεταλλάξεις του. Το μεγαλείο και η περιπετειώδης διαδρομή του μπορεί να ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας αλλά εξακολουθούν να μας βρίσκουν πάντα το ίδιο αχόρταγους κι ανικανοποίητους.
Το «Blackstar», είναι το 25ο άλμπουμ του που ηχογραφήθηκε σε στούντιο. Η βαθιά βουτιά στην τζαζ από έναν έμπειρο ρόκερ 69 ετών, ενδεχομένως να μην ακούγεται ως το πλέον δελεαστικό project αλλά -όπως κάθε τί πάνω στον Μπάουι- έχει «πασπαλιστεί» με τόσο μυστήριο που οι αμφιβολίες οπισθοχωρούν. Δίπλα, του άλλωστε, βρέθηκαν μουσικοί που μπορούν να κάνουν τα πάντα. Το δρόμο στο περίεργο εγχείρημα άνοιξε ο σαξοφωνίστας Nτόνι Μακ Κάσλιν που με το περίφημο κουαρτέτο του έκαναν «ιδιαίτερα” στον Μπάουι για το τί σημαίνει τζαζ attitude.
Οσοι, εν τω μεταξύ, τον ξέρουν καλά παραδέχονται πως υποπτεύθηκαν τις τζαζ φιλοδοξίες του όταν είδαν το μάτι του να γυαλίζει από την συνεργασία του με την Μαρία Σνάιντερ. Ηχογράφησε πριν ενάμιση χρόνο μαζί με την ορχήστρα της σπάνιας Αμερικανίδας συνθέτριας το τραγούδι, «Sue» (Or in a Season of Crime) και πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν της πρότεινε να πάνε την μουσική τους συνύπαρξη παρακάτω. Καθώς όμως εκείνη ήταν πελαγωμένη από τον προσωπικό δίσκο που ετοίμαζε, άρχισε να ψάχνει μανιωδώς μια αντίστοιχη τζαζ προσωπικότητα. Η ίδια η Σνάιντερ του πρότεινε τον ΜακΚάσλιν, έναν έξοχο αυτοσχεδιαστή που εδώ και 20 χρόνια κάνει θαύματα στην τζαζ σκηνή της Νέας Υόρκης (πρόσφατα ήταν και υποψήφιος για Γκράμι καλύτερου τζαζ σόλο αυτοσχεδιασμού).
Δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία η προσέγγιση των δύο πλευρών. Αμφότεροι παραδέχονται πως έκαναν ώρες… homework. Οι τζαζίστες δούλεψαν στο στούντιο για να λύσουν το κουίζ Μπάουι κι ο «Λευκός Δούκας» έβλεπε με προσήλωση βίντεο, κατασκόπευε τους αυτοσχεδιασμούς τους και κάθε τόσο έλεγε –σύμφωνα με τους New York Times- στον παραγωγό του Τόνι Βισκόντι: «Ακουσέ το καλά αυτό και προσπάθησε να βάλεις στο μυαλό σου το πώς λειτουργούν».
Με την κυκλοφορία του «Blackstar» ανήμερα των γενεθλίων του ο Μπάουι αντιστρέφει τους ρόλους, μας κάνει εκείνος δώρο κι επαναλαμβάνει την ιστορία που τον θέλει να γιορτάζει τα γενέθλιά του δείχνοντάς μας ότι ο χρόνος του προσθέτει χρόνια, αλλά δεν του αφαιρεί ίχνος έμπνευσης (το ίδιο ακριβώς είχε κάνει και πριν από τρία χρόνια με το «The Next Day»).
Ποιος άλλος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι κουράστηκε ένα κορμί που το τελευταίο μόνο διάστημα έχει ανακοινώσει ότι:
- Επειτα από είκοσι χρόνια γράφει μουσική για την τηλεοπτική σειρά «Pink Panthers» που σκηνοθετεί ο Σουηδός Γιόχαν Ρενκ με πρωταγωνιστή τον σημαντικό Βρετανό ηθοποιό Τζον Χερτ. Το θρίλερ βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και αφηγείται τις περιπέτειες των διαβόητων ληστών διαμαντιών Pink Panthers.
- Μαζί με τους Στιβ Τάιλερ, Flaming Lips, Σίντι Λόπερ, Tζον Λέτζεντ γράφουν τα τραγούδια που θα ακούγονται στο μιούζικαλ του «Μπομπ Σφουγγαράκη» -μην εκπλήσσεστε, ο Μπάουι είχε δανείσει και το 2007 τη φωνή του σε τηλεοπτική ταινία για τον Σφουγγαράκη. Το καρτούν που εδώ και χρόνια αποτελεί το χρυσό «αυγό» της Nickelodeon, οδεύει για το Μπρόντγουεϊ, σε μια μουσική προσαρμογή που έχει προγραμματιστεί να κάνει πρεμιέρα τους επόμενους μήνες.
- Από τον δημιουργικό του οίστρο δεν ξέφυγε ούτε το μιούζικαλ καθώς έγραψε κείμενα και τραγούδια για τη θεατρική εκδοχή του έργου «Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη» – βασίζεται στην ομότιτλη κλασική ταινία του Νίκολας Ρεγκ, στην οποία είχε πρωταγωνιστήσει ο Μπάουι το 1976.
Οι διαφορετικές εκφάνσεις του φαινομένου Ντέιβιντ Μπάουι δεν κόπασαν ποτέ. Και δεν σχετίζονται πάντα με τις μουσικές του επιδόσεις. Θυμηθείτε τι παροξυσμό προκάλεσε στο Λονδίνο πριν από τρία χρόνια η έκθεση με τίτλο «David Bowie is» που φιλοξενήθηκε (αρχικά) στο Μουσείο «Βικτόρια και Αλμπερτ» και μας άφηνε μια μεγάλη χαραμάδα να βουτήξουμε στον κόσμο του. Γκλαμ στιγμές του παρελθόντος (όπως οι μεταλιζέ, φουτουριστικές στρετς δημιουργίες του Φρέντι Μπαρέτι για τον περιβόητο εξωγήινο Ζίγκι Στάρνταστ του 1972), κραυγαλέες δημιουργίες του Κανσάι Γιαμαμότο για την περιοδεία «Alladin Sane» του 1973, το παλτό «Union Jack» (με τα χαρακτηριστικά της αγγλικής σημαίας), το οποίο σχεδίασε από κοινού με το μακαρίτη Αλεξάντερ ΜακΚουίν το 1997, για το εξώφυλλο του δίσκου «Earthling»… Εξεζητημένες στιγμές μιας αχανούς γκαρνταρόμπας. Αποτέλεσμα; Τα πρώτα εκατοντάδες εισιτήρια εξαντλήθηκαν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και ο Μπάουι έβαλε στο παλμαρέ ένα ακόμα ρεκόρ: η έκθεσή του «ξεπούλησε» γρηγορότερα από οποιαδήποτε άλλη στα 160 χρόνια ιστορίας του V&A.
Βεβαίως η αλήθεια είναι ότι σε τζαζ τραγούδια έχουμε να τον ακούσουμε από την εποχή του «Aladdin Sane» (ήταν το έκτο άλμπουμ του, που είχε κυκλοφορήσει το 1973). Αλλά τον Νοέμβριο που κυκλοφόρησε το βίντεο κλιπ του «Blackstar» (ως προάγγελος του επερχόμενου δίσκου) συνειδητοποιούσαμε πως η διάθεσή του ισορροπεί μεταξύ φουτουρισμού, τζαζ και διαστημικής πραγματικότητας. Το βίντεο για το «Μαύρο αστέρι» διάρκειας 10 λεπτών ήταν ένα εξαίρετο ταινιάκι όπου ο σουρεαλισμός της εικόνας έδινε αγώνα να εξηγήσει τους δυσοίωνους στίχους.
Ο επί δεκαετίες δικός του άνθρωπος και παραγωγός Τόνι Βισκόντι μιλώντας στο μουσικό περιοδικό Mojo επιβεβαίωσε την αίσθηση που σου αφήνει το βίντεο κλιπ από τα πρώτα πλάνα. «Η διάθεση του Μπάουι ήταν να ετοιμάσει ένα άλμπουμ που προέρχεται από ένα διαφορετικό σύμπαν». Ηδη από το δίσκο «The Next Day» ξεκίνησε μια προσπάθεια να κάνουμε κάτι καινούργιο στο οποίο όμως θα υπάρχει μέσα υφέρπουσα νοσταλγία για το χθες”, είπε. Οσο για την τζαζ κατεύθυνση του δίσκου, την αποδίδει στην γοητεία που τους ασκούσαν πάντα οι Σταν Κέντον και Γκιλ Εβανς, δύο εξέχοντες τζαζ ενορχηστρωτές του 20ου αιώνα. “Από την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, τη δεκαετία του ’60, ξέραμε πως η ποπ και η ροκ είναι δύο τομείς στους οποίους είμαστε ικανοί να κάνουμε αρκετά πράγματα, αλλά οι Θεοί της μουσικής, αυτοί που πάντα είχαμε στο βάθρο ήταν οι τζαζίστες».