«Μπορεί ο ίδιος να μην ήταν ένας από τους πολιτικούς που δοκιμάστηκαν στον εκλογικό στίβο την Τρίτη, ωστόσο ο Ντόναλντ Τραμπ κατέληξε ο μεγαλύτερος χαμένος των ενδιάμεσων εκλογών».
Ο ανταποκριτής της Telegraph στην Ουάσινγκτον, Νικ Αλεν, στήριξε την άποψή του αυτή σε δύο γεγονότα.
Πρώτον, στο ότι η βραδιά των εκλογών υπήρξε «ταπεινωτική» για τον Τραμπ και για τους υποψηφίους που υποστήριξε ο ίδιος, μεταξύ των οποίων και όσοι είχαν φροντίσει να διαδώσουν τις αμφιβολίες του για το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020. Δεύτερον, στο ότι ο μεγαλύτερος νικητής της εκλογικής αναμέτρησης ήταν ο Ρον ΝτεΣάντις, ο κύριος αντίπαλος του δισεκατομμυριούχου για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, ενόψει των επόμενων προεδρικών εκλογών, το 2024.
Ο έτερος –απροσδόκητος– νικητής της βραδιάς ήταν ο Τζο Μπάιντεν, με τις πιθανότητες να είναι υποψήφιος για μια δεύτερη θητεία στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών να έχουν αυξηθεί σημαντικά, συνέχισε ο Αλεν.
Οπως ανέφερε η βρετανική εφημερίδα στο ρεπορτάζ της επομένης των κρίσιμων εκλογών στις ΗΠΑ, ο ΝτεΣάντις υπερέβη σε μεγάλο βαθμό τα ποσοστά που συγκέντρωσαν άλλοι Ρεπουμπλικανοί, συντρίβοντας τον Δημοκρατικό αντίπαλό του με διαφορά μεγαλύτερη της αναμενόμενης και εξασφαλίζοντας την επανεκλογή του ως κυβερνήτης της Φλόριντα.
Η πρωτιά του, με διαφορά 20 ποσοστιαίων μονάδων, κατέστησε τη Φλόριντα, το άλλοτε μεγαλύτερο «swing state» (σ.σ. όρος που αναφέρεται σε κάθε Πολιτεία στις εκλογές της οποίας θα μπορούσε ευλόγως να κερδίσει είτε ο υποψήφιος των Δημοκρατικών είτε εκείνος των Ρεπουμπλικανών), προπύργιο των Ρεπουμπλικανών. Ο ΝτεΣάντις είδε τα ποσοστά του να ανεβαίνουν ακόμη και στην Κομητεία Μαϊάμι-Ντέιντ, η οποία ψήφιζε επί μακρόν τους υποψηφίους του αντίπαλου κόμματος.
«Μόλις άρχισα τη μάχη», υποσχέθηκε ο ίδιος στη νικητήρια ομιλία του – πρόκειται για νύξη ότι θα αμφισβητήσει τον Ντόναλντ Τραμπ, σημείωσε ο Νικ Αλεν.
Η ενίσχυση της θέσης του ΝτεΣάντις, χάρη στο εύρος της νίκης του, ήρθε λίγες ώρες αφότου ο Τραμπ του επιτέθηκε, προειδοποιώντας τον, ουσιαστικά, να μείνει εκτός της κούρσας για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ υπαινίχθηκε δημοσίως ότι ήξερε πράγματα που δεν ήταν κολακευτικά για τον ΝτεΣάντις και ότι θα έκανε κακό στον εαυτό του σε περίπτωση εισόδου στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο.
Ωστόσο, δεδομένου ότι το εκλογικό σώμα δεν «αγκάλιασε» τους εκλεκτούς του στις ενδιάμεσες εκλογές, το ζήτημα της υποψηφιότητας του ίδιου του Τραμπ θα απασχολήσει πλέον τα ανώτερη στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, έγραψε η Telegraph.
Εν αντιθέσει με τους ανθρώπους του 76χρονου πολιτικού, άλλωστε, ο ΝτεΣάντις φάνηκε ότι έχει την ικανότητα να «φέρει» στο κόμμα ισπανόφωνους ψηφοφόρους, καθώς και ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, όπως κατέδειξε η κάλπη στο Μαϊάμι.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Ρεπουμπλικανοί ηγέτες αναμένεται να κατηγορήσουν τον Τραμπ ότι άναψε «πράσινο φως» σε αδύναμους υποψηφίους, υπονομεύοντας τη δυναμική του κόμματος, εκτίμησε ο δημοσιογράφος.
Στην Πενσιλβάνια, αυτή η «φουρνιά» υποψηφίων περιελάμβανε τον Νταγκ Μαστριάνο, ο οποίος ανεπιτυχώς διεκδίκησε το αξίωμα του κυβερνήτη της Πολιτείας, και τον τηλεγιατρό Μεχμέτ Οζ, ο οποίος δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την είσοδό του στη Γερουσία.
Πηγή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος σχολίασε στην Telegraph: «Χάσαμε το κυβερνείο και μια έδρα στη Γερουσία. Οι Ρεπουμπλικανοί στην Πενσιλβάνια θα είναι πολύ θυμωμένοι (με τον Τραμπ)». Αντίστοιχα, πηγή από το «κόκκινο» στρατόπεδο δήλωσε στο Fox News: «Αν δεν ήταν ξεκάθαρο πριν, θα πρέπει να είναι τώρα. Αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα Τραμπ».
Από την πλευρά του, ο Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε να επιχειρεί να προστατευθεί από τις όποιες επικρίσεις. Ερωτηθείς για την ευθύνη του ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα, προτού κλείσουν οι κάλπες, έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Νομίζω ότι θα πρέπει να πάρω όλα τα εύσημα αν κερδίσουν (οι υποψήφιοι που υποστήριξα). Αν χάσουν, δεν θα πρέπει να κατηγορηθώ καθόλου».
Στην περίπτωση που οι Ρεπουμπλικανοί αποτύχουν να ελέγξουν τη Γερουσία, ο Μιτς ΜακΚόνελ, ο επικεφαλής του κόμματος στην Ανω Βουλή της χώρας, θα θεωρήσει υπεύθυνο για την απώλεια εδρών τον πρώην πρόεδρο, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και δημόσιο «άδειασμα» του τελευταίου, συνέχισε το ρεπορτάζ.
Κατά την ίδια, πάντα, πηγή, ο Τραμπ αναμενόταν να προβεί στην ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του για τις επόμενες προεδρικές εκλογές στις 15 Νοεμβρίου. Ωστόσο, στόχος των Ρεπουμπλικανών είναι η νίκη και στις ενδιάμεσες εκλογές ο Τραμπ δεν παρουσίασε την εικόνα του νικητή, σε αντίθεση με τον ΝτεΣάντις, σχολίασε ο δημοσιογράφος της Telegraph.
Πέραν του τελευταίου, άλλα στελέχη των Ρεπουμπλικανών, συμπεριλαμβανομένου του Μάικ Πενς, μπορεί επίσης να αδράξουν την ευκαιρία να αμφισβητήσουν τον Τραμπ ύστερα από το εκλογικό αποτέλεσμα της Τρίτης.
«Ολα αυτά σημαίνουν ότι ο Τραμπ μπορεί να μην είναι πλέον ο πιθανός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών το 2024», συμπέρανε ο Νικ Αλεν.
Ο Μπάιντεν «γλίτωσε» μια αναμενόμενη εκλογική ήττα
Ο δημοσιογράφος έκλεισε την ανταπόκρισή του μιλώντας για «δικαίωση» του Μπάιντεν, ανεξάρτητα, μάλιστα, από την τελική σύνθεση του Κογκρέσου (σ.σ. το άρθρο δημοσιεύθηκε στη βρετανική εφημερίδα ενώ η καταμέτρηση των ψήφων βρισκόταν σε εξέλιξη), δεδομένου ότι πολλοί, ακόμη και στο δικό του κόμμα, περίμεναν ότι οι ενδιάμεσες εκλογές θα τερματίσουν την πολιτική καριέρα του.
Οπως σημείωσε, όλες οι ενδείξεις συνηγορούσαν στο ότι αυτό θα συνέβαινε: ο Μπάιντεν ήταν τόσο αντιδημοφιλής –συγκέντρωνε ποσοστό αποδοχής που μόλις άγγιζε το 39%, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις– που Δημοκρατικοί υποψήφιοι δεν ήθελαν να δώσει το «παρών» στις προεκλογικές καμπάνιες τους.
Πρόεδροι με υψηλότερα ποσοστά αποδοχής από τον Μπάιντεν, συμπεριλαμβανομένων των Μπαράκ Ομπάμα και Μπιλ Κλίντον, υπέστησαν μεγάλες απώλειες στις ενδιάμεσες εκλογές.
Στην περίπτωση του τωρινού προέδρου, η εκλογική μάχη για το Κογκρέσο και τους κυβερνήτες των Πολιτειών, η οποία συχνά έχει δημοψηφισματικό χαρακτήρα για τον ένοικο του Λευκού Οίκου, δεν έφερε τέτοιες απώλειες, παρότι επί της θητείας του ο πληθωρισμός βρέθηκε σε υψηλό 40 ετών και το 70% των Αμερικανών πιστεύει ότι η χώρα βρίσκεται σε «λάθος δρόμο».
Η υψηλότερη της αναμενόμενης προσέλευση νεαρών ψηφοφόρων, μετά και τη διαγραφή φοιτητικών χρεών στην οποία προχώρησε η κυβέρνησή του, βρίσκεται μεταξύ των πρώτων θεωριών οι οποίες προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα πώς γλίτωσε την εκλογική ήττα ο Τζο Μπάιντεν.
Οποιος και αν ήταν ο λόγος, η απουσία του «κόκκινου κύματος» –μια σαρωτική νίκη των Ρεπουμπλικανών η οποία θα έκαμπτε τις αντοχές των Δημοκρατικών– που «υποσχέθηκε» ο Τραμπ, σημαίνει ότι ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο, κατά τον συντάκτη της Telegraph:
«Η διαμάχη Μπάιντεν – ΝτεΣάντις για την προεδρία το 2024 έγινε πολύ πιο πιθανή».