Ο παραγωγός Αλμπερτ Ράντι με τον Μάρλον Μπράντο στα γυρίσματα του «Νονού» στο Μανχάταν το 1972 | Silver Screen Collection/Getty Images
Επικαιρότητα

Αλμπερτ Ράντι: Αυτός ήταν ο θρυλικός παραγωγός του «Νονού»

Ο βραβευμένος με δύο Οσκαρ Αλμπερτ Ράντι έδωσε αγώνα με το στούντιο παραγωγής, αλλά και με τη μαφία της Νέας Υόρκης, για να εξασφαλίσει τα γυρίσματα της εμβληματικής ταινίας του Φράνσις Κόπολα
Protagon Team

Γνώρισε την πρώτη του επιτυχία στη μικρή οθόνη, ως παραγωγός της κωμικής σειράς δράσης «Hogan’s Heroes» με θέμα τη ζωή μιας ομάδας κρατουμένων σε στρατόπεδο αιχμαλώτων των Ναζί, έδωσε μάχη για τα γυρίσματα του θρυλικού «Νονού» και κέρδισε το δεύτερο Οσκαρ του για την ταινία του Κλιντ Ιστγουντ «Million Dollar Baby».

Η ζωή του παραγωγού του Χόλιγουντ Αλμπερτ Ράντι, που έφυγε από τη ζωή στα 94 του στο Λος Αντζελες, έμοιαζε με σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Μάλιστα, οι περιπέτειες του στα γυρίσματα του «Νονού» ενέπνευσαν την εξαιρετική μίνι τηλεοπτική σειρά «The Offer» του 2022, βασισμένη στα απομνημονεύματά του.

Ο Ράντι ήταν ένας πρώην προγραμματιστής ηλεκτρονικών συστημάτων και πωλητής παπουτσιών με σκληρή φωνή, ο οποίος, όταν η Paramount ετοιμαζόταν να γυρίσει τον «Νονό», είχε γίνει γνωστός για τη μη αναμενόμενη επιτυχία του «Hogan’s Heroes» και την παραγωγή κάποιων χαμηλού προϋπολογισμού ταινιών, όπως αναφέρει δημοσίευμα των New York Times.

Ανάμεσα στα πολλά εμπόδια που αντιμετώπισε ως παραγωγός της εμβληματικής ταινίας με επίκεντρο τη μαφιόζικη οικογένεια Κορλεόνε στη Νέα Υόρκη, ήταν η εχθρότητα που επέδειξε η ιταλοαμερικανική κοινότητα και μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου εναντίον της, λόγω της υποτιθέμενης διαιώνισης των στερεοτύπων της γκανγκστερικής ζωής.

Ο Ράντι πίστευε τόσο πολύ στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Μάριο Πούτσο, που έδινε καθημερινές μάχες σε πολλαπλά μέτωπα, από την ημέρα της ανακοίνωσης των γυρισμάτων μέχρι την ολοκλήρωσή τους. Αντιμετώπισε τις φοβίες της Paramount για μποϊκοτάζ της ταινίας, την απέχθεια του στούντιο, αρχικά για τον σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα και στη συνέχεια για τον πρωταγωνιστή Αλ Πατσίνο, και τέλος, τις θανάσιμες απειλές της νεοϋορκέζικης μαφίας.

Το πρόσωπο που απασχόλησε περισσότερο τον Ράντι ήταν ο Τζόζεφ Κολόμπο ο πρεσβύτερος, το φημισμένο αφεντικό της Μαφίας, που είχε ιδρύσει την Ιταλομερικανική Ενωση Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΙΕΠΔ) και είχε πείσει το FBI να σταματήσει τη χρήση των όρων «μαφία» και «Κόζα Νόστρα» στα δελτία Τύπου του.

Ο Ράντι πίστευε, δικαίως, ότι μια συμφωνία με την Ενωση (βλ. Μαφία) θα αποτελούσε εγγύηση ώστε να μην προκύψουν προβλήματα στο στάδιο της παραγωγής – όπως και έγινε. Συμφώνησε να αφαιρέσει τις προσβλητικές ιταλικές λέξεις από το σενάριο, να αφήσει την Ενωση να εξετάσει τις σελίδες του σεναρίου για οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να βλάψει την εικόνα των Ιταλοαμερικανών, και να δωρίσει τα έσοδα από την πρεμιέρα της ταινίας στη Νέα Υόρκη στην ΙΕΠΔ.

Ο παραγωγός εμφανίστηκε σε συνέντευξη Τύπου στο γραφείο της Ενωσης στο Μανχάταν για να ανακοινώσει τη συμφωνία. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενε τέτοια αντίδραση από τα μέσα ενημέρωσης. Οι New York Times κυκλοφόρησαν την επόμενη μέρα με πρωτοσέλιδο άρθρο περί συμφωνίας «ανάμεσα σε χολιγουντιανό στούντιο και τη νεοϋορκέζικη Μαφία».

Η δημοσιότητα που πήρε το περιστατικό εξόργισε τον εκρηκτικό πρόεδρο της εταιρείας Gulf & Western (στην οποία ανήκε η Paramount) Τσαρλς Μπλάντορν, ο οποίος απέλυσε άμεσα τον Ράντι. Αλλά όταν ζήτησε από τον Κόπολα και τον διευθυντή παραγωγής του στούντιο, Ρόμπερτ Εβανς, να βρουν τον αντικαταστάτη του, και οι δύο αντέδρασαν λέγοντας ότι ο Ράντι ήταν ο μόνος που μπορούσε να εγγυηθεί την ολοκλήρωση της ταινίας.

Μετά την υποχώρηση του Μπλάντορν και την επαναπρόσληψή του, ο Ράντι συνέχισε να συγκρούεται με το στούντιο, τόσο για μικρά όσο και για μεγάλα ζητήματα. Επέβαλε την πρόσληψη του Μάρλον Μπράντο –ο οποίος το 1971 θεωρείτο persona non grata λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα του– και επέμεινε για μήνες ότι ο Αλ Πατσίνο ήταν ιδανικός για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της Paramount.

Αφού πέτυχε την παραμονή των δύο σταρ στο καστ της ταινίας, βρέθηκε αντιμέτωπος με την πρόθεση των υπευθύνων του στούντιο να απολύσουν τον Κόπολα, καθώς, παρακολουθώντας τα αμοντάριστα καθημερινά πλάνα, θεωρούσαν ότι η ταινία ήταν πολύ σκοτεινή – κυριολεκτικά, λόγω του πρωτοποριακού φωτισμού του διευθυντή φωτογραφίας Γκόρντον Γουίλις, αλλά και μεταφορικά, λόγω της ατμόσφαιράς της. Παράλληλα, μετά από αγώνα, πέτυχε τη χρηματοδότηση των γυρισμάτων στη Σικελία.

Ταυτόχρονα επιχειρούσε να ικανοποιήσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια της Μαφίας –με πρωτοστατούντα τον Φρανκ Σινάτρα, ο οποίος αντιδρούσε στον χαρακτήρα του τραγουδιστή Τζόνι Φοντέιν, τον οποίο ο Πούτσο είχε βασίσει πάνω του– προσφέροντας περιφερειακούς ρόλους σε πραγματικούς γκάνγκστερ. Η επιλογή του δικαιώθηκε, καθώς οι πραγματικοί μαφιόζοι προσφέρουν στο φιλμ έναν σπάνιο αέρα αυθεντικότητας.

Τέλος, αγωνίστηκε σκληρά και τελικά επέβαλε την τεράστια για την εποχή διάρκεια του τελικού μοντάζ της ταινίας, καθώς οι ιθύνοντες της Paramount θεωρούσαν αδιανόητα τα 175 λεπτά της – που σήμαιναν λιγότερες καθημερινές προβολές στις αίθουσες. Η επιμονή του σε όλα αυτά τα ζητήματα ανταμείφθηκε τελικά, τόσο εμπορικά (έσοδα 300 εκατ. δολαρίων, έναντι κόστους 7,2 εκατ.) όσο και καλλιτεχνικά (επτά υποψηφιότητες και πέντε βραβεία Οσκαρ).

Το 2022, οι αναμνήσεις του Ράντι από τα γυρίσματα του «Νονού» μετατράπηκαν σε μια εξαιρετική μίνι τηλεοπτική σειρά δέκα επεισοδίων με τίτλο «The Offer» – με τον ίδιο στον ρόλο του εκτελεστικού παραγωγού. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι η σειρά ήταν παραγωγή της Paramount –της εταιρείας παραγωγής του «Νονού», που έφερε όλα τα προαναφερθέντα εμπόδια στον παραγωγό– και μεταδόθηκε από την πλατφόρμα ροής της, Paramount+.