Μια από τις πιο πληθωρικές προσωπικότητες στον κόσμο των αποσταγμάτων και του κρασιού, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος, έφυγε σήμερα το πρωί από τη ζωή μετά από μακροχρόνια ασθένεια.
Ανέμελος Θεσσαλονικιός, γλεντζές και γοητευτικός συζητητής, που εξελίχθηκε σε τολμηρό αμπελουργό και εξαιρετικό οινοποιό και αποσταγματοποιό, ο Μπαμπατζιμόπουλος ήταν ο άνθρωπος που στην ουσία μάς έμαθε να πίνουμε εκλεκτό εμφιαλωμένο τσίπουρο, αφού ήταν ο πρώτος που πέρασε από το χύμα στο εμφιαλωμένο το 1988, ενώ επίσης ήταν υπέρμαχος των ελληνικών ποικιλιών αμπέλου, φυτεύοντας από την αρχή στον αμπελώνα του, στην Οσσα, στον Λαγκαδά, μεταξύ άλλων, τις ποικιλίες Ξινόμαυρο, Ροδίτη, Μαλαγουζιά, Μοσχοφίλερο, ακόμη και Αγιωργίτικο.
Η οικογένειά του, γνωστή για το ούζο της, καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, όπου το 1875 οι αδελφοί Μπαμπατζιμόπουλοι, Ανέστης και Γεώργιος, ίδρυσαν την εμπορική εταιρεία Μπαμπατζίμ. Και λίγα χρόνια αργότερα (το 1896) στην περιοχή Δελιώνες Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης, πολύ κοντά στην Πόλη, εγκατέστησαν τους αμπελώνες τους με εκατοντάδες χιλιάδες κλήματα, το οινοποιείο και το αποστακτήριό τους από όπου έστελναν τα προϊόντα τους, κρασί και ρακί, στην Οδησσό και στην Αυστρία.
Το 1922, με την ανταλλαγή πληθυσμών, η οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει για την Ελλάδα. Αν και φημισμένος ρακιντζής, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος του Σωτηρίου εγκαταστάθηκε στο χωριό Διαλεκτό της Καβάλας και άρχισε να καλλιεργεί καπνά. Δέκα χρόνια αργότερα, όμως, βρήκε έναν άμβυκα, τον οποίο έστησε στη Χρυσούπολη της Καβάλας και άρχισε να παράγει και πάλι το ούζο Μπαμπατζίμ. Την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής η επιχείρηση καταστράφηκε, αμέσως μετά όμως άρχισε και πάλι να δραστηριοποιείται.
Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος γεννήθηκε στη Δράμα το 1940. Οταν οι Βούλγαροι έκαψαν το Δοξάτο, η οικογένειά του κατέφυγε στη Θάσο κι από κει στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατέρας του Χρήστος άνοιξε ένα ποτοποιείο στον Βαρδάρη. Ο Χρήστος Μπαμπατζιμόπουλος πέθανε το 1947 μετά από ένα ατύχημα που τον άφησε για δύο χρόνια κατάκοιτο, η σύζυγός του κράτησε το μαγαζί της Θεσσαλονίκης και ο Ανέστης βρέθηκε στο πλάι της στη δουλειά, από την ηλικία των δέκα ετών.
Όπως όλα τα ποτοποιεία της εποχής, είχε και το δικό τους έναν μεζετζή, ο οποίος ετοίμαζε τους μεζέδες που συνόδευαν το ποτηράκι με το ούζο. Μετά σιγά- σιγά άρχισαν να φέρνουν ρετσίνα από την Κάρυστο και λίγο αργότερα να αγοράζουν κρασιά από τη Νεμέα, τη Χαλκίδα, την Κρήτη και τη Ρόδο, επεκτείνοντας τις δραστηριότητές τους.
Αρχές της δεκαετίας του 1970, όπως ακριβώς και ο παππούς του κάποτε στη Σηλυβρία, ο Αργύρης Μπαμπατζιμόπουλος αποφασίζει να φτιάξει τα δικά του κρασιά, δημιουργώντας έναν πρότυπο αμπελώνα στις πλαγιές του όρους Βερτίσκος στην Οσσα, 30 χλμ από τη Θεσσαλονίκη, πειραματιζόμενος με διάφορες ποικιλίες αμπέλου, στην αρχή ελληνικές, στις οποίες θα προσθέσει και ξένες στη συνέχεια.
Το 1988 ήταν μια χρονιά σταθμός, αφού επιτρέπεται με νόμο η εμφιάλωση του τσίπουρου (που μέχρι τότε πουλιόταν χύμα) και ο Μπαμπατζιμόπουλος είναι ο πρώτος που τον αξιοποιεί –λίγους μήνες αργότερα θα τον ακολουθήσει και ο Τσάνταλης- παρουσιάζοντας το εμφιαλωμένο Τσίπουρο Μακεδονίας. Και τέσσερα χρόνια αργότερα, στην ΔΕΤΡΟΠ 1992, θα παρουσιάσει τα πρώτα αποστάγματα από σταφύλι στην Ελλάδα.
Ανήσυχος, πάντα, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος ασχολήθηκε με τα συνδικαλιστικά του κλάδου του, κυρίως όμως τον ενδιέφερε η εκπαίδευση των νέων. Και στο υπέροχο κτήμα του, το Domaine Μπαμπατζιμόπουλος, δημιούργησε ένα υπαίθριο μουσείο οινολογίας και οινοποιίας, ενώ επίσης είναι από τους πρώτους οινοποιούς που προώθησαν την ανάπτυξη του οινοτουρισμού.