Το μεσημέρι της Κυριακής άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 82 ετών, η δημοφιλής ηθοποιός Μάρθα Καραγιάννη.
Υπήρξε μια από τις πιο δημοφιλείς σταρ της χρυσής εποχής του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Οι γονείς της ήταν ποντιακής καταγωγής. Συγκεκριμένα η μητέρα της Δόμνα γεννήθηκε στο Μπακού και ο πατέρας της Χαρίλαος στο Αικατερινεντάρ. Η ίδια γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στο Κερατσίνι.
Σπούδασε χορό και από τα οχτώ της χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή συμμετέχοντας στο παιδικό μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαροπούλου (μαζί με την Ελένη Προκοπίου).
Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο το έκανε σε ηλικία 17 ετών (1956) στην ταινία της Φίνος Φιλμς, «Η άγνωστος», σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου. Το δοκιμαστικό στα στούντιο του Φίνου το έκανε με τον Αριστείδη Καρύδη Φουξ και τον Ντίνο Κατσουρίδη.
Το θεατρικό της ντεμπούτο έγινε το 1957 στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και ψύλλοι» εκεί όπου γνωρίστηκε με το Γιάννη Δαλιανίδη. Προηγουμένως την είχε δει ο Ναπολέων Ελευθερίου να χορεύει στο κέντρο «Σε λα πεν» και της έκανε την πρόταση να παίξει στη συγκεκριμένη επιθεώρηση. Αργότερα συνεργάστηκε με τον επιχειρηματία του μουσικού θεάτρου Βασίλη Μπουρνέλη (Θέατρο Ακροπόλ).
Στην τηλεόραση εμφανίζεται πρώτη φορά στη σειρά «Ο Δρόμος», 1977 το σενάριο της οποίας υπέγραφε ο Κώστας Πρετεντέρης.
Η κινηματογραφική της καριέρα συνδέθηκε με τα λαμπερά μιούζικαλ και τις κωμωδίες του Γιάννη Δαλιανίδη. Η συνεργασία τους ξεκίνησε το 1961 στην ταινία Ζητείται ψεύτης. Η ίδια λέει χαρακτηριστικά ότι, αν και ήταν μόλις 21-22 χρόνων, ο Φίνος τη θεωρούσε «φθαρμένη» γιατί είχε πάρει ήδη μέρος σε ταινίες τις οποίες ο σημαντικός παραγωγός τις χαρακτήριζε μέτριες.
Το μοναδικό μιούζικαλ στο οποίο η Μάρθα Καραγιάννη δεν χόρεψε, ήταν το «Μερικοί το προτιμούν κρύο» γιατί αρχικά στο ρόλο της επρόκειτο να εμφανιστεί η Αννα Φόνσου. Μάλιστα είχε γίνει και δεύτερη πρόταση στην Πόπη Λάζου.
Στη μουσική ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967) εμφανίζεται ως καθαρά κωμική ηθοποιός κάτι στο οποίο επέμεινε πολύ ο Γιάννης Δαλιανίδης παρότι η ίδια πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση θεωρώντας ότι ήθελε ο σκηνοθέτης να προβάλλει τη Ζωή Λάσκαρη ενώ αντίθετα εκείνος της είπε ότι έτσι της δίνει ψωμί για μέχρι τα γεράματά της εννοώντας ότι μπορούσε να ξεχωρίσει και να σταθεροποιηθεί στην κωμωδία και να απαγκιστρωθεί από την εικόνα της λαμπερής σουμπρέτας-χορεύτριας που έχει όριο λήξης.
Τραγούδησε πρώτη φορά στην ταινία «Καπετάνιος για κλάματα», 1960 (το «Σαν φυσά το μαϊστράλι») αλλά έκανε μεγάλη επιτυχία τραγουδώντας στην ταινία «Γοργόνες και μάγκες», 1968 (με το «Ο άνδρας που θα παντρευτώ» σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου). Επίσης τραγούδησε στη βιντεοταινία «Μια τρελή, τρελή ζωντοχήρα», 1988.
Η ταινία «Ο παράς κι ο φουκαράς» είναι η τελευταία ταινία που έκανε εκτός Φίνου γιατί στη συνέχεια υπέγραψε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με τη μεγάλη κινηματογραφική εταιρία. Το 1965 θα κάνει ένα χαριτωμένο πέρασμα στην ταινία του Γιώργου Κωνσταντίνου, «5000 ψέματα».
Το 1969, θα παίξει ένα δραματικό ρόλο στην ταινία του Νίκου Φώσκολου, «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα», και θα πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Γιάννη Γκιωνάκη στην κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου, «Η ωραία του κουρέα». Η συνεργασία της με το Γιάννη Δαλιανίδη και τον Κώστα Βουτσά απογειώθηκε στην ταινία «Το ανθρωπάκι», 1969. Θα ακολουθήσει το φιλμ «Ο Μάγκας με το τρίκυκλο» (1972) ενώ θα επανέλθει μερικά χρόνια αργότερα με την ταινία πρωταγωνιστών του Γιώργου Λαζαρίδη, Ο Ποδόγυρος, 1980.
Η επόμενη κινηματογραφική της εμφάνιση έγινε σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, το 2009 με το «Πεθαίνω για σένα», ενώ το 2014 αποχαιρέτησε για πάντα τα πλατό με το «Από έρωτα» των Θοδωρή Αθερίδη και Γιώργου Κιμούλη.
Μενδώνη: «Το τέλος της “χρυσής εποχής” του ελληνικού κινηματογράφου»
Μόλις πληροφορήθηκε την απώλεια της Μάρθας Καραγιάννη, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Στον φετινό, δύσκολο Σεπτέμβριο των μεγάλων απωλειών, ο χαμός της Μάρθας Καραγιάννη σηματοδοτεί το τέλος της “χρυσής εποχής” του ελληνικού κινηματογράφου, των ειδώλων που αγαπήθηκαν από το μεγάλο κοινό. Η Μάρθα Καραγιάννη υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση στον ελληνικό κινηματογράφο, καθώς ενώ άρχισε την καριέρα της ως χορεύτρια, ως ένα όμορφο κορίτσι, εξελίχθηκε σε σπουδαία κωμικό, χωρίς να διστάσει να τσαλακώσει την εικόνα της επιθυμητής γυναίκας για να προσφέρει γέλιο στις αμέτρητες ταινίες της. Υπηρέτησε με μεγάλη συνέπεια κωμικούς και δραματικούς ρόλους, καθώς και το ξεχωριστό είδος του ελληνικού μιούζικαλ που δημιούργησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Oμως παράλληλα έπαιξε στο θέατρο σε σημαντικές παραστάσεις, από την “Ομορφη Πόλη” του Μίκη Θεοδωράκη και του Μιχάλη Κακογιάννη, μέχρι το “Καμπαρέ” του Αλέξη Σολομού, ξεδιπλώνοντας το ταλέντο της σε ένα μεγάλο εύρος ρόλων. Ηταν μια γυναίκα που χαρακτήριζαν ο αυθορμητισμός, η αμεσότητα, η ευθύτητα. Η παρουσία της μας χάρισε και θα συνεχίσει να μας προσφέρει χαρά, ομορφιά, γέλιο. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους και στους πολλούς φίλους της».
Ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης είπε για τον θάνατο τής ηθοποιού: «Η Μάρθα Καραγιάννη ήταν η προσωποποίηση του ελληνικού κινηματογραφικού μιούζικαλ της δεκαετίας του ’60, ενώ έντονο ήταν το αποτύπωμα της και στο θέατρο, όπου ήταν παρούσα για περισσότερα από 50 χρόνια. Κινηματογραφικό είδωλο, ιδιαίτερα δημοφιλής και διαχρονικό αντικείμενο του πόθου, είχε τη διορατικότητα να επενδύσει στο ταλέντο της. “Χρόνια τώρα περιμένω πώς και πώς να μεγαλώσω, να πάψω να ‘μαι όμορφη, να έρθει η στιγμή να κάνω άλλα πράγματα”, είχε πει. Και έκανε πολλά. Συλλυπητήρια στους πολυάριθμους φίλους της».