Meine Kleine Farm ή αλλιώς «Το Δικό Μου Μικρό Αγρόκτημα». Αυτό είναι το όνομα μιας μικρής νεοσύστατης γερμανικής επιχείρησης η οποία ξεκινώντας από το Βρανδεμβούργο κατάφερε να πλασάρει σ’ ολόκληρη τη Γερμανία των 80 εκατομμυρίων κατοίκων τη μόδα των «υγιών και ευτυχισμένων» χοίρων.
Σ’ ένα σύντομο βίντεο που κυκλοφορεί στις ιστοσελίδες πολλών γερμανικών εφημερίδων μπορεί να θαυμάσει κανείς γουρούνια άπαχα και ζωηρά που κυλιούνται σχεδόν εκστασιασμένα στη λάσπη δίπλα σ’ έναν πίδακα νερού. Ζουν ελεύθερα σ΄ένα λιβάδι σε κοντινή απόσταση από το Βερολίνο αλλά αργά ή γρήγορα το τέλος τους θα είναι το ίδιο με το τέλος των περισσότερων γουρουνιών όλου του κόσμου: θα σφαγιαστούν και θα καταλήξουν στα πιάτα των καταναλωτών.
Οι χορτοφάγοι, πόσο μάλλον οι βίγκαν, σίγουρα δεν θα συμφωνήσουν. Οι Γερμανοί, ωστόσο, οι οποίοι δεν μπορούν ν’ απαρνηθούν τα αγαπημένα τους würstel (υπάρχουν περισσότερες από 1.000 ποικιλίες) είναι πεπεισμένοι πως μια μπριζόλα από ένα «ευτυχισμένο» γουρούνι είναι καλύτερη από εκείνη που προέρχεται από ζώα μαζικής εκτροφής. Πρησμένα από τα αντιβιοτικά και κλεισμένα σε στενά κλουβιά ώστε να είναι αδύνατη η όποια κίνηση, φτάνουν στο ιδανικό (για να σφαχτούν) βάρος σε σύντομο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να μειώνεται το κόστος και να προσφέρεται το κρέας τους σε χαμηλότερες τιμές.
Κατά μέσο όρο κάθε Γερμανός, συμπεριλαμβανομένων και των νεογέννητων, καταναλώνει 36 κιλά χοιρινού κρέατος ανά έτος, τέσσερις φορές περισσότερο από ότι μοσχαρίσιο ή βοδινό κρέας. Το χοιρινό κρέας αποτελεί την αγαπημένη τροφή του 53% των Γερμανών με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να σφαγιάζονται περισσότερα από 56 εκατομμύρια ζωντανά και οι τιμές να έχουν διαρκώς καθοδική πορεία με ένα κιλό κοτολέτες να κοστίζει περί τα επτά ευρώ. Αλλά το κρέας τους είναι παχύ, βλαβερό για την υγεία και (ενδεχομένως το κυριότερο) δεν έχει ωραία γεύση.
Για τον λόγο αυτό οι κτηνοτρόφοι του Βρανδεμβούργου, του κρατιδίου που περιβάλλει την πρωτεύουσα της Γερμανίας, αλλά και πολλών άλλων περιοχών βορειότερα, αποφάσισαν να αλλάξουν τα δεδομένα. Τα δικά τους γουρούνια ζουν ελεύθερα στην ύπαιθρο και δεν είναι τεράστιες μάζες λίπους αλλά ζώα εύσωμα και σε φόρμα.
Οι δύο επιχειρηματίες Άξελ Πέντορφ και Κλέμενς Στρομάγιερ έκαναν ένα βήμα παραπάνω με στόχο τον συνεταιρισμό κτηνοτρόφων και καταναλωτών. Όποιος το επιθυμεί μπορεί να γίνει συνέταιρος των δύο με μικρό, μάλιστα, κεφάλαιο: 170 ευρώ ανά έτος αρκούν με κάθε νέο μέλος να δικαιούται δέκα κιλά χοιρινού κρέατος (διάφορα κομμάτια) με παράδοση κατ’ οίκον.
Ξεκίνησαν το εγχείρημά τους μόλις το 2015, νοικιάζοντας ένα περιβόλι με μηλιές. Τα 200 «ευτυχισμένα» γουρούνια τους τρέφονται με τα περισσευούμενα μιας ζυθοποιίας στο κοντινό Πότσνταμ: τα σιτηρά αρέσουν ιδιαίτερα στα ζώα που περιφέρονται ανέμελα σε 100 περίπου στέμματα, καταβροχθίζοντας επίσης τα μήλα που πέφτουν από τα δένδρα. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για έναν παράδεισο των γουρουνιών. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε εβδομάδα σφάζονται τρία, τέσσερα το πολύ ζώα που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον έναν χρόνο ζωής. Μεγάλη είναι και η ποικιλία επεξεργασμένων προϊόντων που προσφέρονται ενώ όσον αφορά τη σημαντική διαφορά στις τιμές, ο Κλέμενς και ο Άξελ απαντούν πως είναι η ίδια μεταξύ κάποιου που αγοράζει ένα φόρεμα από κάποιο πολυκατάστημα και ενός που επιλέγει να πάει στο ραφείο.
Τα γουρούνια της Meine kleine Farm μαρκάρονται αμέσως μετά τη γέννησή τους ενώ οι καταναλωτές μπορούν να διαλέξουν ποιο ζώο θα καταλήξει στο πιάτο τους, ακολουθώντας, μάλιστα, και την ανάπτυξή του. Γερμανικής ράτσας, τα γουρούνια αυτού του «μικρού αγροκτήματος» προσφέρουν κρέας η γεύση του οποίου είναι αρχαία, υπόσχονται οι δύο κτηνοτρόφοι ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως ακόμα και το λίπος ενός «ευτυχισμένου» γουρουνιού είναι υγιεινό.
Στο αγρόκτημα του Ντιρκ Κούρπε, για παράδειγμα, εκτρέφονται τα Wollschweine, μια ιδιαίτερη ράτσα γουρουνιών. Δεν είναι ροδαλά και άτριχα αλλά φέρουν μια παχιά γούνα που τα προστατεύει από το χιόνι και τους βόρειους ανέμους. Ζουν ελεύθερα όλον τον χρόνο και σφάζονται λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Το ποσοστό λίπους στο κρέας τους είναι υψηλό αλλά είναι επίσης φυσικό και συμπαγές και εύγευστο, γεγονός που δικαιολογεί το ότι ένα κιλό λαρδί κοστίζει από 17,50 έως 26,50 ευρώ το κιλό. «Καλύτερα να τρώμε λίγο και καλά» είναι το μότο του Γερμανού κτηνοτρόφου. Ο οποίος έσπευσε επίσης να καθησυχάσει τους ευσυνείδητους κρεατοφάγους της Γερμανίας ότι τα δικά του γουρούνια σφάζονται με ανθρώπινο τρόπο. Ό,τι και αν σημαίνει αυτό.