| CreativeProtagon
Επικαιρότητα

ΕΕ: Η λιτότητα επιστρέφει – και θα είναι χειρότερη

Τα ελλείμματα είναι πολύ υψηλότερα τώρα, έχουμε υψηλό πληθωρισμό, η Ακροδεξιά είναι πολύ πιο δυνατή και η ΕΕ έχει δεσμευθεί για μια δαπανηρή πράσινη ατζέντα. Ολα αυτά περιορίζουν τις επιλογές της στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να ανακαλύπτει τον γεωπολιτικό της ρόλο. Τα νούμερα απλώς δεν βγαίνουν
Protagon Team

Αναφερθείς στη λιτότητα που υιοθετήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως απάντηση στο ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη το 2009, ο διακεκριμένος γερμανός οικονομολόγος και δημοσιογράφος Βόλφγκανγκ Μινχάου την είχε χαρακτηρίσει τότε «χείριστο πολιτικό λάθος». Γιατί η λιτότητα «κατέστρεψε οριστικά την οικονομική ανθεκτικότητα της ευρωζώνης, συνέβαλε στην άνοδο της Ακροδεξιάς και έσπειρε τη διχόνοια μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης», εξηγεί σήμερα, σε ανάλυσή του ο γνωστός πρώην αρθρογράφος των Financial Times και νυν διευθυντής του EuroIntelligence, ενός εξειδικευμένου ιστοτόπου για ειδήσεις και αναλύσεις όσον αφορά την ΕΕ και την ευρωζώνη.

«Η λιτότητα δεν είναι μια αντιστάθμιση μεταξύ ενός βραχυπρόθεσμου πόνου και ενός μακροπρόθεσμου κέρδους. Καθιστά επίσης φτωχότερους τους ανθρώπους μακροπρόθεσμα» γράφει, αναφέροντας ενδεικτικά ότι σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση του New Economics Foundation το συνολικό κόστος της λιτότητας καθ’ όλη την περίοδο εφαρμογής της αντιστοιχεί σε έλλειμμα ύψους 533 δισ. ευρώ σε επενδύσεις σε υποδομές, και αυτό είναι ορατό παντού, «σε υποχρηματοδοτούμενες ένοπλες δυνάμεις και αστυνομίες, φθαρμένους σιδηροδρόμους και κλειστούς αυτοκινητοδρόμους». Στην παρούσα φάση, όμως, το ζήτημα, σύμφωνα με τον έμπειρο γερμανό αναλυτή, δεν είναι το «χείριστο λάθος» που έγινε τότε, αλλά ότι το ίδιο λάθος πρόκειται να επαναληφθεί.

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προς τιμήν της, πρότεινε μια μεταρρύθμιση του παλιού δημοσιονομικού καθεστώτος – του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα σύνολο κανόνων για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής σύγκλισης εντός της ευρωζώνης. Η Επιτροπή λέει ότι θέλει να εφαρμόσει τους κανόνες πιο ευέλικτα και να τους προσαρμόσει στις οικονομικές συνθήκες των χωρών» αναφέρει σχετικά ο Μινχάου.

Ωστόσο, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, δεν εμπιστεύεται την Επιτροπή και πολλούς από τους ευρωπαίους εταίρους του, και γι’ αυτό επιδιώκει την επιστροφή στο παλιό καθεστώς, με λίγες μόνο αλλαγές. Εκτιμάται ότι στο τέλος θα επιτευχθεί κάποιος συμβιβασμός, ο οποίος όμως σε κάθε περίπτωση θα συνεπάγεται πολύ περισσότερη λιτότητα σε σχέση με σήμερα.

Ο Μίνχαου κρίνει και προειδοποιεί ότι αυτή η φορά θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη λόγω του διαφορετικού σημείου εκκίνησης. Αναφέρει ενδεικτικά ότι πέρυσι η Ιταλία είχε δημοσιονομικό κενό της τάξεως του 8%. Αυτό προβλέπεται να μειωθεί στο 3,7% το επόμενο έτος, ενώ στη συνέχεια η χώρα θα χρειαστεί πρόσθετη δημοσιονομική σύσφιξη και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο συνδυασμός των δύο «αποτελεί μια απίστευτη δημοσιονομική συμπίεση». Αλλά και η Γαλλία (που βράζει) χρειάζεται επίσης να προβεί σε δημοσιονομικές περικοπές παρόμοιου μεγέθους.

Η πράσινη αντζέντα, η ένταξη της Ουκρανίας

Στρέφοντας την προσοχή του στο πεδίο των πολιτικών και στην πραγματικά τεράστια πρόκληση/απειλή των καιρών μας, ο διευθυντής του EuroIntelligence επισημαίνει ότι «η ατζέντα της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή εισέρχεται πλέον σε μια φάση όπου αρχίζει να κοστίζει πραγματικά χρήματα». Η γερμανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, πρόκειται να ψηφίσει το νομοσχέδιο για την οικιακή θέρμανση, αναγκάζοντας έτσι τους ιδιοκτήτες ακινήτων να αντικαταστήσουν τους φθηνούς καυστήρες φυσικού αερίου με ακριβές αντλίες θέρμανσης.

Μια πολύ πιο δαπανηρή περιβαλλοντική νομοθεσία βρίσκεται στα σκαριά και στις Βρυξέλλες. Η σταδιακή κατάργηση των οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης θα επιβαρύνει τους ιδιοκτήτες. Η εναντίωση στις πολιτικές των Πρασίνων είναι μία από τις αιτίες της ενίσχυσης της Ακροδεξιάς στη Γερμανία.

«Προσθέστε, τώρα, τη λιτότητα στο μείγμα», μας προτρέπει ο Μινχάου. «Με την επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων επιστρέφει και ο σκληρός δημοσιονομικός περιορισμός. Η Πράσινη Ατζέντα είναι το πιο δαπανηρό πρόγραμμα σε ολόκληρη την ιστορία της ΕΕ. Θα επηρεάσει τους ανθρώπους άνισα. Οι ιδιοκτήτες σπιτιών, όσοι ταξιδεύουν για να πάνε στις δουλειές τους και οι αγρότες θα πληγούν πολύ περισσότερο από τους κατοίκους των πόλεων που νοικιάζουν διαμερίσματα. Η λιτότητα καθιστά δύσκολη την αποζημίωση των πληγέντων από τις κυβερνήσεις» συνοψίζει ο Μινχάου, προσθέτοντας ότι σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούνται διαιρέσεις τύπου ύπαιθρος-πόλη, όπως συνέβη και κατά την πορεία προς το δημοψήφισμα για το Brexit.

Η λιτότητα θα καταστήσει επίσης δύσκολη την εκπλήρωση άλλων μεγάλων οικονομικών δεσμεύσεων της ΕΕ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, φυσικά, και η συνέχιση της οικονομικής και στρατιωτικής αρωγής της Ουκρανίας. Τον περασμένο Μάρτιο, αμέσως μετά την επέτειο της ρωσικής εισβολής, το κόστος της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας εκτιμήθηκε γύρω στα 400 δισ. δολάρια, ωστόσο το ποσό αυτό θα μπορούσε εύκολα να διπλασιαστεί όσο συνεχίζεται ο πόλεμος.

Περαιτέρω κόστος θα επέφερε και η πλήρης ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, καθώς οι Βρυξέλλες θα καλούνταν να στηρίζουν οικονομικά τη χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ένταξή της στην Ενωση. «Εάν η Ουκρανία προσχωρούσε στην ΕΕ, θα καθίστατο ο μεγαλύτερος αποδέκτης κεφαλαίων της ΕΕ, παραγκωνίζοντας τους σημερινούς αποδέκτες, κυρίως από την Ανατολική και τη Νότια Ευρώπη. Οι καθαρές συνεισφορές της Γερμανίας, ήδη οι μεγαλύτερες, θα αυξάνονταν κατά πολύ. Δυσκολεύομαι να δω πώς κάτι από όλα αυτά είναι εφικτό μόλις επανέλθουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί» γράφει ο Μινχάου.

«Δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές»

Σημειώνει πως η ΕΕ «θα μπορούσε να καταφύγει σε χρηματοπιστωτικές αλχημείες», καθώς είναι «μετρ (αυτής) της σκοτεινής τέχνης», με αβέβαια, όμως, αποτελέσματα. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να καταστρώσει ένα σχέδιο ανοικοδόμησης της Ουκρανίας σε γραμμές παρόμοιες με εκείνες του Ταμείου Ανάκαμψης που δημιουργήθηκε στην αρχή της πανδημίας. Αλλά αυτός ο μηχανισμός εγκρίθηκε εκτάκτως και ως μοναδικός. Επιπλέον, δεν υποστηρίζεται από όλους.

Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να επιδιώξει να εμπλέξει στη διαδικασία διεθνείς θεσμούς και τον ιδιωτικό τομέα, όπως θα μπορούσε και να χρησιμοποιήσει τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία – περίπου 200 δισ. ευρώ σε αποθεματικά κεντρικών τραπεζών. Αλλά αυτό είναι νομικώς προβληματικό και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να καταστήσει και την ευρωζώνη προβληματική, ειδικά όσον αφορά τις ξένες επενδύσεις.

«Δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές. Για το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης για την ανοικοδόμηση θα πρέπει να εγγυώνται οι εθνικές κυβερνήσεις και όλα θα απαιτούν ομοφωνία. Αυτό είναι το δύσκολο σημείο» εξηγεί ο Μινχάου. Και λαμβάνοντας υπόψη τον συνδυασμό της δημοσιονομικής λιτότητας και των πολλών και ανταγωνιστικών αναγκών χρηματοδότησης, εμφανίζεται τουλάχιστον επιφυλακτικός όσον αφορά μεγαλεπήβολες αλλά μη κοστολογημένες προτάσεις περί μεγάλης κλίμακας οικονομικής στήριξης της Ουκρανίας ή για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού.

«Η λιτότητα έχει πολλές οικονομικές συνέπειες, αλλά οι πολιτικές παρενέργειες είναι εντελώς τοξικές. Τα ελλείμματά μας είναι πολύ υψηλότερα τώρα παρά τότε, έχουμε υψηλό πληθωρισμό, η Ακροδεξιά είναι πολύ πιο δυνατή και η ΕΕ έχει δεσμευθεί εκ των προτέρων για μια δαπανηρή πράσινη ατζέντα. Ολα αυτά περιορίζουν τις επιλογές της ΕΕ στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ακριβώς τη στιγμή που η ΕΕ αρχίζει να ανακαλύπτει τον γεωπολιτικό της ρόλο. Τα νούμερα απλώς δεν βγαίνουν. Φθάνουμε στα όρια όσον αφορά το τι μπορεί να κάνει μια αποκεντρωμένη, βασισμένη σε κανόνες Ευρωπαϊκή Ενωση» καταλήγει.