Κάπως αλλιώς περίμενε να εξελιχθούν τα πράγματα η Ανγκελα Μέρκελ. Αν και είναι μια πολιτικός που αποθεώνει τη ρεαλιστική πολιτική και δεν περπατάει στα σύννεφα, άρα γνωρίζει ότι ένα μέρος της γερμανικής κοινής γνώμης δεν συμφωνεί με τις πολιτικές της στο Προσφυγικό, εντούτοις πίστευε ότι αυτό δεν θα σταθεί εμπόδιο στην τέταρτη θητεία της ως καγκελάριος της Γερμανίας.
Κι όμως, θα χρειαστεί να καθυστερήσει αρκετά την επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της για τις προσεχείς εθνικές εκλογές (τον Σεπτέμβριο του 2017) και αυτό διότι οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), το μικρό αδελφό κόμμα του CDU, δεν έχουν αποφασίσει αν θα την στηρίξουν.
Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, ισχυρίστηκε πριν από λίγες ημέρες ότι η απόφαση του CSU υπέρ της Μέρκελ δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Από την άλλη, η Μέρκελ ήλπιζε ότι τον ερχόμενο Δεκέμβριο, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου των Χριστιανοδημοκρατών, θα γινόταν εν χορδαίς και οργάνοις η ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της. Επί ματαίω. Θα χρειαστεί να περιμένει για να δει αν θα μπορεί να συνεχίσει την πρωθυπουργική θητεία της που ξεκίνησε το 2005 και θέλει να την πάει ακόμη παραπέρα.
Αυτό που «πληρώνει» είναι οι πολιτικές της στο Προσφυγικό. Αποφάσεις που μπορεί να έγιναν δεκτές από κάποιους ως αρκετά προωθημένες για γερμανίδα πολιτικό, αλλά για άλλους αποτέλεσαν «κόκκινο» πανί. Τα «ανοιχτά σύνορα» που επαγγέλθηκε η Μέρκελ έγιναν η αιτία εσωτερικού (και όχι μόνο) πολέμου προς το πρόσωπό της.
Όπως σημειώνουν οι Τimes του Λονδίνου, η Μέρκελ διέγνωσε ψυχρότητα και στη «μεγάλη περιοδεία» που πραγματοποίησε σε Ιταλία, Ουγγαρία, Εσθονία, Πολωνία και Τσεχία. Ο σκοπός της ήταν να προετοιμάσει τη Σύνοδο Κορυφής στη Μπρατισλάβα (στις 16 Σεπτεμβρίου), έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί η ενότητα των 27 αμέσως μετά το Brexit.
Κι όμως, αντί να συζητάει για τα ευρωπαϊκά ζητήματα βρέθηκε να ακούει τα παράπονα των ομολόγων της για τη στάση που έχει κρατήσει ως τώρα στο Προσφυγικό.
Ακόμη και ο φαινομενικά σύμμαχός της, ο υπουργός Αμυνας της Αυστρίας, Πέτερ Ντοσκοζίλ, είπε επί λέξει: «Η Γερμανία πρέπει να είναι σαφής: τα σύνορα είναι κλειστά».
Ο μόνιμα οργίλος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπαν, τράβηξε ακόμη πιο πολύ την κριτική: «Τα σύνορα δεν γίνεται να προστατεύονται με λουλούδια και παιδικά παιχνίδια, αλλά με αστυνομικούς, στρατιώτες και όπλα».
Όλα αυτά η Μέρκελ τα περίμενε και εν πολλοίς μπορεί να τα αντικρούσει. Αυτό που ενδεχόμενα δεν θα μπορέσει να καταπιεί είναι μια ήττα την επόμενη Κυριακή στο «σπίτι της» την Δυτική Πομερανία, εκεί όπου το ακροδεξιό AfD φιλοδοξεί να καταγάγει περηφανή νίκη στις τοπικές εκλογές. Ο εκλεκτός του κόμματος αυτού είναι ο Λέιφ-Ερικ Χολμ, μια άκρως εκκεντρική φιγούρα. Πρώην ραδιοφωνικός παραγωγός, που κυκλοφορεί με κοντομάνικα μπλουζάκια και τζιν και που αν κάποιος δεν τον γνώριζε θα μπορούσε να τον μπερδέψει με εκπρόσωπο των Πρασίνων. Ο Χολ είναι όντως ακτιβιστής, αλλά στέκει στην άλλη όχθη: την αντι-ευρωπαϊκή.
Φυσικά, η δημόσια ρητορική του ξεκινάει και καταλήγει πάντα στο μεταναστευτικό ζήτημα. Εχει πει επ’ αυτού: «Η προσφυγική κρίση είναι η μακράν μεγαλύτερη ανησυχία των ψηφοφόρων μας κι εμείς είμαστε οι μόνοι που αρνούνται ξεκάθαρα την πολιτική των ανοιχτών συνόρων της Μέρκελ».
Μάλιστα, κατηγόρησε ευθέως την Μέρκελ ότι με τις πολιτικές της ούτε λίγο ούτε πολύ εξώθησε τους Βρετανούς να ταχθούν υπέρ του Brexit. «Ετσι ώστε να πάρουν τον έλεγχο στα χέρια τους βλέποντας πώς ενεργούσε η Μέρκελ. Θα μας λείψει η Βρετανία, αλλά δεν μπορώ να τους κατηγορήσω που μας εγκατέλειψαν», συμπλήρωσε με νόημα.
Με αυτά και με κείνα, το AfD, σύμφωνα με τα τελευταία γκάλοπ, προσεγγίζει το 21% στο Μέκλενμπουργκ της Δυτικής Πομερανίας. Μόλις μια μονάδα κάτω από το CDU.
Ο Χολμ προσπαθεί να «χτυπήσει» την Μέρκελ από τα δεξιά λέγοντας πως επί των ημερών της οι Χριστινοδημοκράτες έχουν μετατοπιστεί προς τα αριστερά με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο κενό στην δεξιά πλευρά του πολιτικού σκηνικού. Κομμάτι που θέλει να οικειοποιηθεί το AfD ζητώντας από τους «μικρομεσαίους πατριώτες» να συνταχθούν στις γραμμές του.
Κι αν ο Χολμ είναι μια φιλική φιγούρα για το ευρύ κοινό και η κριτική του κινείται στα όρια του πολιτικά ορθού, ο αντίστοιχος εκπρόσωπος του AfD στο Βόλγκαστ, Ραλφ Βέμπερ, αποδείχθηκε πιο σκληροπυρηνικός κατηγορώντας την Μέρκελ για δικτατορία και ότι οι «καθαρόαιμοι» Γερμανοί κάποια στιγμή θα γίνουν μειοψηφία μέσα στη χώρα τους. Καθαρή ναζιστική ρητορική για την οποία ο Βέμπερ έχει κατηγορηθεί πολλάκις.
Μπρος σε όλα αυτά, η Μέρκελ θα πρέπει να αποδείξει ότι η πολιτική του εφικτού, όπως και ο ρεαλισμός, μπορούν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να επιβληθούν ειρηνικά.
Γκάμπριελ: «Η Μέρκελ υποτίμησε την πρόκληση της ενσωμάτωσης των προσφύγων»
O αντικαγκελάριος της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ δήλωσε σήμερα σε σε συνέντευξη ότι οι συντηρητικοί της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ «υποτίμησαν» την πρόκληση της ενσωμάτωσης ενός αριθμού ρεκόρ προσφύγων και μεταναστών που εισήλθαν στην χώρα.
Η τοποθέτησή αυτή του ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών(SPD), κυβερνητικού εταίρου της Μέρκελ στο τηλεοπτικό δίκτυο ZDF έρχεται ενώ ξεκινά η προεκλογική εκστρατεία ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών του επόμενου έτους.
Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες συνέρρευσαν στη Γερμανία από τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και από άλλες χώρες τον περασμένο χρόνο.
«Εγώ, εμείς πάντα το λέγαμε ότι είναι αδιανόητο για τη Γερμανία να υποδέχεται ένα εκατομμύριο ανθρώπους κάθε χρόνο» επισήμανε ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ σύμφωνα με τα αποσπάσματα της συνέντευξης.
Ο ηγέτης του SPD επέκρινε επιπλέον την επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης για το σύνθημα «Wir schaffen das», που σημαίνει «Μπορούμε να το κάνουμε αυτό», ένα σύνθημα που υιοθέτησε η ίδια κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης το περασμένο καλοκαίρι κι έκτοτε επαναλαμβάνει.
Η Ανγκελα Μέρκελ χρησιμοποίησε αυτήν την φράση σε μια συνέντευξη τύπου που παραχώρησε στα τέλη Ιουλίου έπειτα από τις επιθέσεις εναντίον πολιτών στη Γερμανία, την ευθύνη δύο εκ των οποίων ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος κι οι οποίες έφεραν ξανά στο προσκήνιο το θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής.
Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ σημείωσε ότι το να επαναλαμβάνει αυτήν την φράση δεν επαρκεί και ότι οι συντηρητικοί πρέπει να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες ώστε η Γερμανία να μπορεί να ανταπεξέλθει, προσθέτοντας ότι το κόμμα της Μέρκελ πάντοτε εμπόδιζε τις ευκαιρίες προς αυτήν την κατεύθυνση.