Αποτελούν, τελικά, ανεκτίμητους θησαυρούς που λεηλατήθηκαν από άρπαγες στρατηγούς και αξιωματούχους αποικιακών δυνάμεων και κατοχικών στρατών ή αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης και πολιτιστικής κληρονομιάς προσβάσιμα σε όλους; Φαίνεται πως φουντώνει εκ νέου ο δημόσιος διάλογος όσον αφορά την τύχη των έργων τέχνης που προέρχονται από κάθε γωνιά της Γης αλλά φιλοξενούνται (αφότου εκλάπησαν ή υφαρπάχτηκαν) σχεδόν αποκλειστικά σε μουσεία μεγάλων Δυτικών χωρών.
Αφορμή η πρόσφατη απόφαση του Βρετανικού Μουσείου να δανείσει στη Νιγηρία τα περίφημα «Μπρούτζινα του Μπενίν», μια σειρά από πολύτιμες πλάκες, γλυπτά από κράμα χαλκού και μπρούντζινα και ορειχάλκινα ανάγλυφα που χρονολογούνται από τον 13o έως τον 17o αιώνα και άρπαξαν από την Αφρική το 1897 τα στρατεύματα της βασίλισσας Βικτωρίας.
Την ίδια ώρα στη Γαλλία μια ειδική επιτροπή που συστάθηκε έπειτα από εντολή του Εμανουέλ Μακρόν συστήνει την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας με στόχο την επιστροφή χιλιάδων έργων τέχνης που κατέληξαν από την Αφρική στα γαλλικά μουσεία κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας.
Τα Μπρούτζινα του Μπενίν που φιλοξενούνται στο Βρετανικό Μουσείο συνθέτουν μια συλλογή τεχνουργημάτων με τουλάχιστον 700 αντικείμενα. Στη Νιγηρία πρόκειται να φιλοξενηθούν σε ένα καινούργιο μουσείο που ανεγείρεται ειδικά για αυτόν τον σκοπό, στο πλαίσιο ενός μακροχρόνιου δανεισμού, δεδομένου ότι για τη μόνιμη επιστροφή τους στον τόπο τους θα πρέπει πρώτα να αποφανθούν τα μέλη του βρετανικού κοινοβουλίου. Σύμφωνα, όμως, με τον βρετανό νιγηριανής καταγωγής ιστορικό Ντέιβιντ Ολουσόγκα – αναφέρουν οι Times του Λονδίνου – η αρπαγή των Μπρούτζινων του Μπενίν αποτελεί μια «ξεκάθαρη περίπτωση υπεξαίρεσης και κλοπής».
Περίπου 4.000 τεχνουργήματα λεηλατήθηκαν από το βασίλειο του Μπενίν (η σημερινή νότια Νιγηρία) από μια εκστρατευτική δύναμη 1.200 ανδρών που μετέβησαν στην περιοχή για να εκδικηθούν το θάνατο βρετανών αξιωματικών κατά τη διάρκεια μιας διένεξης εμπορικού χαρακτήρα. Στη συνέχεια αυτά τα χιλιάδες (ανεκτίμητης ιστορικής και πολιτισμικής αξίας για τους ντόπιους) αντικείμενα κατέληξαν στις προθήκες διαφόρων μουσείων της Βρετανίας, της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Αλλά η απόφαση της διοίκησης του British Museum περί της προσωρινής επιστροφής τους στον τόπο καταγωγής τους ενδέχεται να αποτελέσει το έναυσμα για να ξεκινήσουν λαοί και κυβερνήσεις από όλον τον κόσμο να απαιτούν εκ νέου την επιστροφή όλων όσα θεωρούν ότι δικαιωματικά τους ανήκουν. Προ ημερών, για παράδειγμα, ο κυβερνήτης του Νησιού του Πάσχα (στον Νότιο Ειρηνικό) κατέθεσε στο λονδρέζικο μουσείο αίτημα για την επιστροφή του Hoa Hakananai’a, ενός πέτρινου αγάλματος βάρους τεσσάρων τόνων που άρπαξε το 1868 το πλήρωμα ενός πλοίου του Βασιλικού Ναυτικού με σκοπό να το δωρίσει στη βασίλισσα Βικτωρία.
Η πιο διάσημη διαμάχη αφορά, φυσικά, τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία αφαιρέθηκαν τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα από τον λόρδο Έλγιν. Η Ελλάδα εξακολουθεί να διεκδικεί την επιστροφή τους, αλλά σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα «έχει ελάχιστες πιθανότητες ακόμα και να δανειστεί τα Ελγίνεια Μάρμαρα».
Τέσσερις, συνολικά χώρες, η Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράν και το Αφγανιστάν, διεκδικούν την επιστροφή του Koh-i-Noor, ενός από τα μεγαλύτερα διαμάντια στον κόσμο, το οποίο κατέληξε να αποτελεί ξεχωριστό κομμάτι της συλλογής κοσμημάτων του βρετανικού στέμματος, έπειτα από την κατάκτηση του Παντζάμπ το 1849, και εκτίθεται, σήμερα, στον Πύργο του Λονδίνου.
Η Αίγυπτος από την πλευρά της επιθυμεί την επιστροφή της Στήλης της Ροζέτα μέσω της οποίας αποκρυπτογραφήθηκαν τα ιερογλυφικά και άνοιξε, έτσι, ο δρόμος για την κατανόηση του αιγυπτιακού πολιτισμού. Εντοπίστηκε το 1799 στο Δέλτα του Νείλου από έναν γάλλο στρατιώτη που συμμετείχε στη ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο, αλλά παραχωρήθηκε, τελικά, στους Άγγλους, στο πλαίσιο της Συνθηκολόγησης της Αλεξάνδρειας, το 1801, ενώ σήμερα εκτίθεται επίσης στο Βρετανικό Μουσείο.
Όμως οι αξιώσεις αυτών και άλλων πολλών χωρών αναμένεται να ενισχυθούν σημαντικά και από τη σχετική έκθεση που παρουσιάστηκε προσφάτως στη Γαλλία. Ο πρόεδρος Μακρόν ζήτησε την εκπόνησή της αφότου είχε δηλώσει πως επιθυμεί να επιστραφούν στον τόπο τους, «είτε προσωρινά είτε μόνιμα», όλα όσα άρπαξαν οι Γάλλοι από την Αφρική κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας.
Σύμφωνα με το πόρισμα της ειδικής επιτροπής, τα αφρικανικά έργα τέχνης που κατέληξαν στη Γαλλία από το 1885 έως το 1960 θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αντικείμενα λεηλασίας καθώς οι Αφρικανοί δεν είχαν τη δυνατότητα να αντισταθούν στις γαλλικές δυνάμεις. Σήμερα στη Γαλλία υπάρχουν 90.000 αφρικανικά τεχνουργήματα από τα οποία τα 70.000 φιλοξενούνται στο Musée du que Branly – Jacques Chirac. Και από αυτά τα 46.000 έφτασαν στη Γαλλία την επίμαχη περίοδο για την οποία γίνεται λόγος στην πρόσφατη έκθεση που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Μακρόν.
Δεν συμφωνούν όλοι, ωστόσο, με τη στάση του γάλλου προέδρου. «Η ενοχοποιητική προσέγγιση του Μακρόν είναι απλουστευτική. Θα πρέπει να λαμβάνεται ξεχωριστά υπόψη και η ιστορία του κάθε αντικειμένου», υποστήριξε σε παλαιότερες δηλώσεις του ο διευθυντής του λονδρέζικου Victoria and Albert Museum. Και εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου επανέλαβε πως οι πολίτες (;) επωφελούνται σημαντικά από μουσεία σαν το Βρετανικό, τα οποία φιλοξενούν κάτω από την ίδια στέγη έργα τέχνης από όλον τον κόσμο, καθιστώντας, ταυτόχρονα, ευκολότερη την έκθεσή τους σε ένα μεγαλύτερο κοινό.