Η άνοδος και η ενίσχυση των λαϊκιστικών κομμάτων και κινημάτων ανά τη υφήλιο οφείλεται σε μία κρίση οικονομική ή σε μία κρίση ταυτότητας; Στη στασιμότητα και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων ή στη γενικευμένη αδιαφορία και αποξένωση; Στην οικονομική ανασφάλεια ή στην απώλεια της κοινωνικής αξιοπρέπειας;
Η συζήτηση παραμένει ανοιχτή ακόμα αλλά ο Ντάνι Ρόντρικ, μία δική του άποψη την έχει σχηματίσει και την εξέθεσε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης που παραχώρησε στον Μάρτιν Σαντμπού των Financial Times. O διαπρεπής τουρκικής καταγωγής οικονομολόγος του Χάρβαρντ και ένας από τους πιο οξυδερκείς μελετητές και επικριτές της παγκοσμιοποίησης θεωρεί πως ο δεξιόστροφος λαϊκισμός ενισχύθηκε κυρίως εξαιτίας της «εξαφάνισης των ποιοτικών θέσεων εργασίας» οι οποίες αντικαταστάθηκαν από επισφαλείς μορφές εργασίας χαμηλών απολαβών.
Σύμφωνα με τον Ρόντρικ η κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί. Γιατί η τεχνολογική καινοτομία και η αυτοματοποίηση, στην περίπτωση που δεν ελεγχθούν και δεν ρυθμιστούν, ενδέχεται να προκαλέσουν αναταραχές μεγαλύτερες από εκείνες που επέφερε η παγκοσμιοποίηση. Και χειρότερες ενδέχεται επίσης να είναι οι πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Το ότι έως σήμερα από τη γενικευμένη δυσφορία ωφελήθηκε ο δεξιόστροφος λαϊκισμός οφείλεται κυρίως στο γεγονός πως οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ, κατά την προεδρία του Μπιλ Κλίντον, οι Νέοι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ, οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία και οι Σοσιαλιστές στη Γαλλία ουσιαστικά ασπάστηκαν τον νεοφιλελευθερισμό, προσπαθώντας μόνον να τον αμβλύνουν, να του προσδώσουν πιο ανθρώπινο πρόσωπο τρόπον τινά.
Επιπρόσθετο πρόβλημα αποτελεί ότι πλέον ούτε το κράτος πρόνοιας (welfare state), είναι η κατάλληλη απάντηση. «Το κράτος πρόνοιας ήταν ένα υπέροχο σύνολο θεσμών αλλά βασιζόταν στην υπόθεση ότι επενδύοντας αρκετά στην εκπαίδευση προετοιμάζεις τους ανθρώπους για την εργασία. Μετά υπάρχει η κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα κι ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα για τη φροντίδα εκείνων που μένουν πίσω ή πλήττονται από ιδιοσυγκρασιακά σοκ. Και μετά καθίσταται δυνατή η δημιουργία μίας περιεκτικής κοινωνίας εντός της οποίας όλοι έχουν δουλειά και αξιοπρεπείς ζωές», εξήγησε ο Ρόντρικ, αναγνωρίζοντας πως για κάποιες δεκαετίες «η Δυτική Ευρώπη τα έκανε εντελώς υπέροχα όλα αυτά», πολύ καλύτερα από τις ΗΠΑ.
Σήμερα, όμως, το πρόβλημα έγκειται στο ότι «ζούμε σε έναν κόσμο όπου, εξαιτίας μίας σειράς τάσεων που σχετίζονται με τις τεχνολογικές αλλαγές και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η παγκόσμια αγορά, έχουμε χρόνια έλλειψη ποιοτικών θέσεων εργασίας».
Τέσσερις άξονες
Σύμφωνα με τον επιφανή οικονομολόγο, υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις άξονες πολιτικής απαραίτητοι για την αντιμετώπιση του ζητήματος.
Καταρχάς, πρέπει οι πολιτικές απασχόλησης να εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι μέσω ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης αποκτούν τα όποια προσόντα χρειάζονται για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς και να βρουν μία καλή δουλειά.
Δεύτερον, όσον αφορά τις βιομηχανικές και τις περιφερειακές πολιτικές, θα πρέπει να ευνοούν τη δημιουργία καλών θέσεων εργασίας και να μην εστιάζονται αποκλειστικά στην επένδυση κεφαλαίων, στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, στην καινοτομία κ.ο.κ..
Τρίτον, είναι απαραίτητο να επανεξεταστούν οι πολιτικές για την καινοτομία καθώς προς το παρόν δεν επενδύουμε σε καινοτομίες που δημιουργούν νέες, ποιοτικές και καλοπληρωμένες, θέσεις εργασίας αλλά σε καινοτομίες που μειώνουν αυτές τις θέσεις.
Τέταρτον, οι διεθνείς οικονομικές πολιτικές πρέπει να χαράσσονται με τρόπο ώστε να μπορούν οι κυβερνήσεις να εφαρμόζουν όλα τα παραπάνω, δίχως να πλήττονται «από δυνάμεις της διεθνούς διαιτησίας».
Το ότι οι νέες τεχνολογίες «μας στερούν θέσεις εργασίας» δεν είναι απόλυτο. Το ζήτημα, όμως, είναι πως υπάρχει ένα κακό προηγούμενο. «Είχαμε την ίδια διαφωνία και με την παγκοσμιοποίηση», σημείωσε ο Ρόντρικ, υπενθυμίζοντας πως αναμενόταν «ότι, σε ισορροπία, η παγκοσμιοποίηση θα δημιουργούσε νέες θέσεις εργασίας ή τουλάχιστον ότι θα άλλαζε μόνο τη σύνθεση των θέσεων εργασίας και δεν θα επιδρούσε το συνολικό επίπεδο απασχόλησης». Πλέον, όμως, γνωρίζουμε ότι αυτή η εκτίμηση αποδείχτηκε λανθασμένη ενώ η δομή των θέσεων εργασίας άλλαξε μεν αλλά με τρόπο που ευνόησε την αύξηση των εισοδημάτων μιας μειονότητας, καταδικάζοντας, συγχρόνως, σε μία διαρκή στασιμότητα τα εισοδήματα των πολλών.
Η «gig economy»
Ο Ρόντρικ υπογραμμίζει πως πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να επαναληφθεί κάτι ανάλογο με την καινοτομία και την τεχνολογία. Γιατί στην περίπτωση που ορδές εργαζομένων καταλήξουν να ημιαπασχολούνται στην αποκαλούμενη gig economy (ή οικονομία του Uber) «με ελάχιστη αυτονομία και επισφαλή ύπαρξη» ενώ μία σχετικά μικρή μειονότητα επαγγελματιών υψηλής εξειδίκευσης θα πλουτίζει χάρη στην τεχνολογία και την καινοτομία, τότε οι συνέπειες θα είναι δεινές και για την πολιτική και για την οικονομία. Για να μην συμβεί αυτό ο έγκριτος ακαδημαϊκός υποστηρίζει πως ίσως να χρειάζεται σε ορισμένες περιπτώσεις μια «δόση αριστερόστροφου λαϊκισμού», ούτως ώστε να γείρει η πλάστιγγα προς τη μεριά των εργαζομένων.
«Εάν το 2016 είχε εκλεγεί ο Μπέρνι Σάντερς αντί για τον Τραμπ, θα είχαμε ένα διαφορετικό είδος λαϊκισμού, στο πλαίσιο του οποίου οι ένοχοι θα ήταν οι τράπεζες, οι μεγάλες πολυεθνικές και το διεθνές εμπόριο. Αυτό το λαϊκιστικό αφήγημα θα ήταν πολύ διαφορετικό. Και σπεύδω να συμπληρώσω πως δεν θεωρώ ότι ο Μπέρνι Σάντερς είναι εχθρικός στη δημοκρατία. Αυτή νομίζω πως είναι η μεγάλη διαφορά, το ότι ο δεξιόστροφος λαϊκισμός είναι εγγενώς εχθρικός στη δημοκρατία. Ο αριστερόστροφος λαϊκισμός δεν νομίζω πως είναι. Στην πραγματικότητα θα έλεγα πως χρειαζόμαστε, σήμερα, μια καλή δόση αριστερόστροφου λαϊκισμού, για να μας σώσει, όντως, από την ιδιαίτερα βλαβερή και, εσχάτως, και πολύ πιο τρομακτική δεξιόστροφη εκδοχή του», επισήμανε ο Ρόντρικ.
Ο Μπάιντεν
Οσον αφορά τον Τζο Μπάιντεν, παρά την αριστερή στροφή του (τουλάχιστον όσον αφορά το οικονομικό του πρόγραμμα) και το γεγονός πως η πρωτοφανής κρίση που επέφερε η πανδημία αποτελεί όντως μία μεγάλη ευκαιρία για αλλαγή, ο Ρόντρικ εμφανίζεται τουλάχιστον επιφυλακτικός: «Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Μπάιντεν είναι όντως αυτός που θα πάρει μεγάλα ρίσκα και να σκεφτεί τολμηρά σχετικά με το είδος των δομικών αλλαγών που χρειαζόμαστε», ανέφερε, προειδοποιώντας πως «εάν η πανδημία τερματιστεί κι επιστρέψουμε στην κανονικότητα και οι οικονομίες αρχίσουν να αναπτύσσονται γιατί απλά θα καλύπτουν το χαμένο έδαφος υπάρχουν πολλές πιθανότητες η πίεση για συστημική αλλαγή να εξαλειφθεί».