| ProtagonTeam
Επικαιρότητα

ΔΝΤ: Τα χαμένα σχολικά χρόνια της Covid υπονομεύουν την ανάπτυξη

H οικονομική ανάπτυξη στον πλανήτη θα παραμείνει στάσιμη για πολλά χρόνια, λέει το Ταμείο. Ενας από τους βασικούς παράγοντες είναι τα lockdown, που στέρησαν από τα παιδιά τη μάθηση και την κοινωνικοποίηση
Protagon Team

Η διαταραχή που επέφερε η πανδημία στην εκπαίδευση των παιδιών θα κρατήσει στάσιμη την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη για πολλά χρόνια, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ο οργανισμός, με έδρα την Ουάσινγκτον, ανακοίνωσε ότι ο επιζήμιος αντίκτυπος των lockdown στη σχολική εκπαίδευση ευθύνεται εν μέρει για τις χειρότερες προοπτικές για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη εδώ και δεκαετίες.

«Τα τραύματα από την πανδημία, τόσο στη διαδικασία μάθησης όσο και στην κατάρτιση δεξιοτήτων, θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τις οικονομίες για πολλά χρόνια ακόμα», ανέφερε το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση, όπως σημείωσε η Telegraph.

Το ΔΝΤ λέει ότι η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να αυξάνεται μόλις κατά 3% ετησίως στο άμεσο μέλλον. Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο του 3,9% που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο από το 2000 έως το 2019, παρά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την υποτονική ανάκαμψη από την πιστωτική κρίση.

Βασικός παράγοντας της αρνητικής πρόβλεψης είναι ο διαρκής αντίκτυπος της πανδημίας στην εκπαίδευση των παιδιών. Τα lockdown οδήγησαν σε χειρότερη ποιότητα εκπαίδευσης για τους μαθητές και τα σχολεία δεν έχουν ακόμη ανακάμψει πλήρως από τις συνέπειες.

Τα ποσοστά συμμετοχής στη σχολική εκπαίδευση έχουν μειωθεί από την πανδημία, με περισσότερους από έναν στους πέντε μαθητές να χάνουν πλέον τουλάχιστον το 10% από τα μαθήματά τους.

Επιπλέον, μόνο στη Βρετανία, περισσότεροι από 120.000 μαθητές απουσιάζουν από τουλάχιστον τα μισά τους μαθήματα, διπλάσιο νούμερο από ό,τι το 2019. Εκτός από την αύξηση των απουσιών, μελέτες δείχνουν ότι η μετάβαση στην τηλεκπαίδευση κατά τη διάρκεια της πανδημίας εξακολουθεί να επηρεάζει τα παιδιά.

Δεκαετίες προόδου στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και τη γνώση της αριθμητικής στις ΗΠΑ έχουν χαθεί μετά τα lockdown, σύμφωνα με έρευνες, ιδίως στις μικρές ηλικίες. Σύμφωνα με το ίδρυμα Education Endowment της Βρετανίας, τα παιδιά που προέρχονται από μειονοτικές οικογένειες επηρεάζονται ακόμα περισσότερο.

Οι εκπαιδευτικοί σε πολλές χώρες έχουν επισημάνει επιπλέον τις ανησυχίες τους για το τραύμα που έχει αφήσει η πανδημία στην ψυχική υγεία των παιδιών. Οι μαθητές που λαμβάνουν εκπαίδευση χειρότερης ποιότητας θα αντιμετωπίζουν τις συνέπειες σε όλη τους τη ζωή, σύμφωνα με τους ειδικούς, καθώς θα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στην ανταγωνιστική αγορά εργασίας έναντι των υπολοίπων.

Οι αναλυτές του βρετανικού Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών εκτιμούν ότι οι 8,7 εκατ. μαθητές στο Ηνωμένο Βασίλειο που έχασαν σχολικό χρόνο εξαιτίας της πανδημίας θα καταλήξουν να απωλέσουν συνολικά 350 δισ. λίρες σε κέρδη από την εργασία τους στη διάρκεια της ζωής τους.

Η Deloitte και η PwC, δύο από τις εταιρείες με τις περισσότερες προσλήψεις στη Βρετανία, αναγκάστηκαν να εκπαιδεύσουν επιπλέον τους νέους εργαζόμενους, αφού διαπίστωσαν ότι πολλοί από αυτούς που ολοκλήρωσαν την εκπαίδευσή τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είχαν πρόβλημα σε δεξιότητες επικοινωνίας και ομαδικής εργασίας.

Δυσοίωνες οι προβλέψεις του ΔΝΤ

Το ΔΝΤ σημείωσε ότι η διακοπή της εκπαίδευσης, το κύμα συνταξιοδότησης, η αύξηση των ασθενειών που αναγκάζουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας και οι αυξημένες παγκόσμιες εντάσεις σήμαιναν ότι οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία ήταν οι χειρότερες εδώ και δεκαετίες.

Άλλοι παράγοντες που συγκρατούν την ανάπτυξη, περιλαμβάνουν την αδύναμη κινεζική οικονομία, «τον βραδύτερο από ό, τι αναμενόταν ρυθμό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τις χαμηλότερες προβλέψεις για την αύξηση του εργατικού δυναμικού και τις αυξανόμενες πιέσεις από τον γεωοικονομικό κατακερματισμό».

Ο αυξανόμενος πληθωρισμός στον κόσμο μετά την πανδημία έχει επίσης βλάψει τις οικονομίες. Ο πληθωρισμός μειώθηκε πρόσφατα απότομα στις ΗΠΑ και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, αυξάνοντας τις ελπίδες ότι η Βρετανία και άλλες χώρες θα ακολουθήσουν σύντομα το παράδειγμά τους.

Αυτό έχει δημιουργήσει ελπίδες ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορεί σύντομα θα είναι σε θέση να επιβραδύνουν ή να σταματήσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων.

Ωστόσο, η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, επικεφαλής του ΔΝΤ, δήλωσε ότι «παραμένει κρίσιμο να συνεχίσουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια και να αντισταθούμε στις φορολογικές περικοπές ή στις πρόσθετες κρατικές δαπάνες μέχρι να νικηθούν οριστικά οι αυξήσεις των τιμών».