Ο Χαρούκι Μουρακάμι σίγουρα δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των συγγραφέων που αφιερώνουν τον χρόνο τους στην προώθηση των βιβλίων τους. Αλλωστε στη δική του περίπτωση είναι περιττό, δεδομένου ότι κάθε νέο του έργο μεταφράζεται σχεδόν αμέσως σε δεκάδες γλώσσες και πουλάει εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο, είτε πρόκειται για το «1Q84» είτε για το πιο πρόσφατο «Killing Commendatore» που εκδόθηκε το 2017.
Ο πολυβραβευμένος και πολυδιαβασμένος Ιάπωνας προτιμά να κινείται στο περιθώριο της κοινωνίας των λογοτεχνών ενώ προσφέρει τα λόγια του με το σταγονόμετρο. Οχι, φυσικά, επειδή είναι επηρμένος αλλά διότι όντας αποστασιοποιημένος μπορεί να συγκεντρώνεται καλύτερα στη σύνθεση των έργων του. Το γεγονός, οπότε, ότι πρόσφατα προσέφερε μία ώρα από τον πολύτιμο χρόνο του στην Φλοράνς Μπουσί της Le Monde αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Η γαλλίδα δημοσιογράφος συναντήθηκε με τον Μουρακάμι στο γραφείο του Ουαζντί Μουαουάντ, του λιβανοκαναδού συγγραφέα, και διευθυντή, σήμερα, του Théâtre national de la Colline στο Παρίσι. Και το πρώτο που της αποκάλυψε ήταν ότι «όταν ήμουν παιδί, αυτά που είχαν σημασία για μένα ήταν οι γάτες, η μουσική και τα βιβλία. Με αυτήν τη σειρά. Αλλά δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτερα η συγγραφή, παρότι στο σχολείο οι βαθμοί μου στα σχετικά μαθήματα ήταν καλοί. Ως μοναχογιός αφιέρωνα τον χρόνο μου στην ανάγνωση η οποία κατείχε σημαντική θέση στη ζωή μου. Οχι, ωστόσο, τόσο σημαντική όσο η μουσική, το πρώτο πάθος μου που αγκάλιασα όταν ενηλικιώθηκα, ανοίγοντας ένα τζαζ κλαμπ στο Τόκιο ονόματι “Peter Cat” το 1974. Αισθανόμουν έντονα την επιθυμία να δημιουργήσω, αλλά θεωρούσα πως δεν ήμουν ικανός, πως δεν είχα κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο. Στη συνέχεια, στην ηλικία των 29 ετών, ξαφνικά είπα στον εαυτό μου πως μπορούσα να γράψω. Επρόκειτο για μια πραγματική επιφοίτηση! Και από εκείνη την ημέρα δεν σταμάτησα ποτέ».
Και επιβεβαίωσε πως η εν λόγω επιφοίτηση του ήρθε κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μπέιζμπολ. «Ηταν ο πρώτος αγώνας της χρονιάς και ο ροπαλοφόρος χτύπησε την μπάλα. Οταν άκουσα τον ήχο του χτυπήματος της μπάλας πάνω στο ρόπαλο, είπα στον εαυτό μου πως ίσως να ήμουν ικανός να γράψω». Μετά το τέλος του αγώνα ο Μουρακάμι πήγε και αγόρασε μια πένα και την αυγή της επόμενης ημέρας άρχισε να γράφει στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού του.
Δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ακου τον άνεμο να τραγουδά», που εκδόθηκε το 1979. Εξίσου αβίαστα ολοκλήρωσε και το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Flipper, 1973», που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά. Συνάντησε δυσκολίες, ωστόσο, κατά τη συγγραφή του τρίτου του έργου. «Επρεπε να εφεύρω μια πολύ διαφορετική φόρμα. Και έτσι προέκυψε “Το κυνήγι του αγριοπρόβατου”. Αλλωστε μετά το “ Flipper, 1973” είχα αποφασίσει να πουλήσω το τζαζ κλαμπ ώστε να μπορέσω να αφοσιωθώ πλήρως στη συγγραφή. Εως εκείνη τη στιγμή ζούσα κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας με ακανόνιστα ωράρια. Αφότου πούλησα το Peter Cat, άρχισα να ξυπνάω νωρίς, σταμάτησα να καπνίζω, ξεκίνησα να τρέχω… Επρόκειτο για μια πραγματική επανάσταση», ανέφερε στη συνομιλήτριά του.
Και συνεχίζει ακόμα να σηκώνεται από τα χαράματα και να κάθεται να γράφει «πριν η ζωή ξυπνήσει» γύρω του. Γιατί σε αντίθεση με τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ ο οποίος εμπνεόταν από εξωτερικά γεγονότα, «από τον πόλεμο, από μια ταυρομαχία, από το κυνήγι», ο Μουρακάμι προτιμά να βυθίζεται στον εαυτό του.
«Θεωρώ πως η δουλειά ενός συγγραφέα έγκειται στο να φτάνει στο βάθος της συνείδησής του. Πρόκειται περί μιας μοναχικής δουλειάς που απαιτεί πλήρη συγκέντρωση. Εν μέσω φασαρίας δεν τα καταφέρνω. Οταν καταδύεσαι στο βάθος της συνείδησής σου βλέπεις πράγματα, ακούς ήχους και συλλέγεις όλο αυτό το υλικό για να το επαναφέρεις στην επιφάνεια. Αφότου συγκεντρώσεις αυτά τα στοιχεία, αρκεί να τα δομήσεις. Ούτε εγώ ξέρω πώς γίνεται αυτό, είναι κάτι το μυστήριο. Εάν γράφεις με γνώμονα τη λογική, δε γράφεις πια μια ιστορία, αλλά μια σειρά από διαβεβαιώσεις. Μια ιστορία είναι ωραία επειδή είναι ανεξήγητη. Το έργο μου εντάσσεται στο ρεύμα της φαντασίας, είναι απλά η εξέλιξη της φαντασίας. Οταν καταδύομαι στο βάθος της συνείδησής μου, όταν συγκεντρώνω τα στοιχεία που εντόπισα εκεί μέσα για να αφηγηθώ μια ιστορία και όταν εσείς, διαβάζοντας το βιβλίο μου, ξαναζείτε, τρόπον τινά, τα βιώματά μου, τότε γνωρίζουμε με σιγουριά πως έχουμε κοινά συναισθήματα στο βάθος των συνειδήσεών μας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η ανάδειξη αυτού του δεσμού ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη», εξήγησε ο Μουρακάμι.
Πρόσφατα, ωστόσο, ο συγγραφέας αποφάσισε να αξιοποιήσει και τις μουσικές του γνώσεις. Επειτα από προτροπή της συζύγου του άρχισε να εργάζεται και ως DJ στο ραδιόφωνο, παίζοντας ροκ, κυρίως, αλλά και τζαζ. «Εδώ και λίγο καιρό, από τότε που έγινα 70 χρονών, συνειδητοποίησα πως είναι μια καλή ηλικία για να αρχίσω να πειραματίζομαι με νέα πράγματα. Αντιλήφθηκα ότι δεν υπάρχει λόγος να είναι κανείς ιδιαίτερα τυπικός και άκαμπτος και πως μπορώ να αφοσιωθώ σε αυτό που θέλω να κάνω δίχως αυτό να επηρεάσει αρνητικά τη συγγραφή».
Οσον αφορά την αποστασιοποίηση του από τα κοινά, από ζητήματα κοινωνικά και πολιτικά, ο Μουρακάμι δήλωσε πως οφείλεται κυρίως στη δουλειά του. «Είμαι ένας μυθιστοριογράφος, η δουλειά μου έγκειται στο να εξιστορώ όχι στο να σχολιάζω. Εκφράζω την άποψή μου αλλά όχι ως μυθιστοριογράφος. Εάν κάνω πολλές δηλώσεις κινδυνεύω να βλάψω τη δουλειά μου. Πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Ενα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα σήμερα είναι ο λαϊκισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς. Πιστεύω πως θα πρέπει να εκφραστεί μια άποψη περί του εν λόγω ζητήματος. Αλλά εάν έχω εγώ να πω κάτι, θέλω να το κάνω έχοντας τον χρόνο να ζυγίσω τα λόγια μου», εξήγησε, σημειώνοντας επίσης πως το γεγονός πως έχει καταλήξει να θεωρείται μια σημαντική προσωπικότητα των Γραμμάτων κάθε άλλο παρά τον ευχαριστεί. «Με ενοχλεί γιατί είναι κάτι το πολύπλοκο για μένα. Εγώ αγαπώ τα απλά πράγματα».