| Menelaos Myrillas / SOOC
Επικαιρότητα

Δίκη για το Μάτι: «Η ΕΜΑΚ μού έδειξε 16 σάκους με νεκρούς στις 11 το βράδυ»

Ο τότε αξιωματικός της Πυροσβεστικής Χρήστος Λάμπρης εξιστόρησε αναλυτικά τις κινήσεις του στην περιοχή το βράδυ της καταστροφικής πυρκαγιάς. Ανέφερε ότι οι αρμόδιοι είχαν ενημερωθεί για την ύπαρξη θυμάτων πριν από τη συνέντευξη Τύπου στο Κέντρο Επιχειρήσεων, κατά την οποία δεν έγινε κάποια σχετική νύξη
Protagon Team

«Γύρω στις 11 το βράδυ, στην παραλία στο Μάτι, μου έδειξε η ΕΜΑΚ 16 σάκους με νεκρούς. Ενημέρωσα αμέσως τον Αρχηγό», είπε τη Δευτέρα στην απολογία του για την τραγωδία στο Μάτι ο τότε εναέριος συντονιστής της Πυροσβεστικής Χρήστος Λάμπρης, σε μια αντιπαραβολή των όσων είχαν ειπωθεί στη συνέντευξη που είχε δοθεί στο Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΣΚΕ) το βράδυ της καταστροφικής πυρκαγιάς.

Ο προσφάτως αποστρατευθείς αξιωματικός, όπως μετέδωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, είπε στους δικαστές ότι την ημέρα εκείνη είχε πετάξει με ελικόπτερο της Πυροσβεστικής (ΦΛΟΓΑ 1) προκειμένου να μεταφέρει στην ηγεσία την εικόνα του μετώπου στην Κινέτα και αργότερα εκείνου στο Νταού Πεντέλης. Μετά, δε, την προσγείωση του ελικοπτέρου του στην Ελευσίνα, γύρω στις 18.00, έλαβε εντολή να μεταβεί οδικώς στο μέτωπο στην Πεντέλη.

Απολογούμενος, ο κ. Λάμπρης εξιστόρησε τις κινήσεις του στη φλεγόμενη περιοχή μέχρι που κατέβηκε στην παραλία, όπου ήρθε αντιμέτωπος με τις σορούς που είχε συλλέξει η ΕΜΑΚ στον Ναυτικό Ομιλο στο Μάτι, κοντά στην θάλασσα. Είπε ότι αμέσως ενημέρωσε τον τότε αρχηγό της Πυροσβεστικής, Σωτήρη Τερζούδη, για αυτούς τους 16 νεκρούς.

Να σημειωθεί πως, απολογούμενος, ο κ. Τερζούδης είχε απαντήσει σε σχετική ερώτηση του εισαγγελέα ότι κατά τη διάρκεια της επίμαχης συνέντευξης στο ΕΣΚΕ πριν από τα μεσάνυχτα, κατά την οποία δεν είχε γίνει καμία νύξη για πολίτες που είχαν χάσει τη ζωή τους, γνώριζαν «για κάποιους νεκρούς».

Οπως είπε ο απόστρατος, ο ίδιος πέταξε με ελικόπτερο πάνω από τη φωτιά στην Κινέτα και εν συνεχεία με εντολή του τότε υπαρχηγού και συγκατηγορούμενού του πλέον, Βασίλη Ματθαιόπουλου, γύρω στις 17.00, έδωσε εικόνα και από τη φωτιά στο Σουσάκι Κορίνθου, όπου βρίσκονται τα διυλιστήρια. Κατόπιν, το πλήρωμα του ΦΛΟΓΑ 1 έλαβε εντολή να πετάξει στην φωτιά στην Πεντέλη.

Αναφερόμενος στη φωτιά στα διυλιστήρια, για την οποία έχει γίνει πολύς λόγος στην δίκη (καθώς έχει αμφισβητηθεί η αναγκαιότητα εντολής εκτροπής ελικοπτέρου, που είχε ξεκινήσει για ρίψη στο μέτωπο στο Νταού για να κάνει ρίψη στην Κόρινθο) ο κ. Λάμπρης ανέφερε:

«Επειδή ακούστηκαν πολλά, εγώ θα σας πω τι είδα. Υπήρχε ένα μέτωπο που πήγαινε στα διυλιστήρια». Το μέτωπο «είχε ανεξέλεγκτη φλόγα και έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα, καθώς φαινόταν να έχει εισέλθει μέσα στη μάντρα. Ανησύχησα πάρα πολύ και έτσι είπα να ειδοποιήσουμε και τους επίγειους για τον κίνδυνο». Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο «είχε γίνει μια έκρηξη σε κοντινό βιομηχανικό χώρο και πλησίαζε μεγάλη φλόγα στις εγκαταστάσεις».

Για την από αέρος εικόνα της φωτιάς στο Νταού, ο τότε εναέριος συντονιστής περιέγραψε ότι γύρω στις 17.20, το μέτωπο ήταν ήδη μεγάλο, «ελικοειδές που αναπτυσσόταν γρήγορα και κατευθυνόταν προς το Νέο Βουτζά. Ενημέρωσα τον υπαρχηγό και εν συνεχεία ενημέρωσα πως στις 17.30 πρέπει να φύγουμε για καύσιμα».

Οσον αφορά αυτά που είδε όταν έφθασε με αυτοκίνητο γύρω στις 19.00 στη φωτιά στην ανατολική Αττική, ο κατηγορούμενος είπε στο δικαστήριο: «Στη Λεωφόρο Μαραθώνος υπήρχε τρομερή κίνηση από αυτοκίνητα. Η εικόνα της πυρκαγιάς με έκανε να παγώσω. Είχε κινηθεί πολύ γρήγορα. Οι φλόγες ήταν τεράστιες πάνω από 20 μέτρα. Είχαν καεί σπίτια. Τηλεφώνησα αμέσως, στις 18.58, στον υποδιοικητή Βασίλη Ματθαιόπουλο και του είπα πως η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη. “Εδώ έχει καεί κόσμος”, του είπα. Μου απάντησε πολύ ανήσυχος ότι θα τα στείλει όλα εκεί. Βρήκα έναν τροχονόμο σε διασταύρωση της Μαραθώνος και του είπα να κάνει αναστροφή τα αυτοκίνητα, να τα γυρίζει προς Αθήνα. Ηταν πάρα πολλά αυτοκίνητα και φορτηγά. Είχα αγωνία, γιατί αν άλλαζε ο αέρας, θα καίγονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι».

Αργότερα, στον Ναυτικό Ομιλο στο Μάτι, του έδειξε η ΕΜΑΚ «τους δεκαέξι σάκους». Απαντώντας στην κατηγορία που του καταλογίζεται ότι εγκατέλειψε τη θέση του εναέριου συντονιστή κατά τους κρίσιμους χρόνους, ο κ. Λάμπρης τόνισε: «Εγώ δεν εγκατέλειψα τα καθήκοντά μου. Ούτε στο γραφείο ήμουν ούτε στο σπίτι μου. Μέσα σε 40 λεπτά πήγα από την Ελευσίνα που προσγειωθήκαμε στη φωτιά για την οποία τώρα κατηγορούμαι. Ενημέρωσα για την εικόνα που είχα, τους σωστούς ανθρώπους, στους σωστούς χρόνους».

Καταλήγοντας, ο κατηγορούμενος είπε ότι «το συγκεκριμένο φαινόμενο θεωρώ ότι μας ξεπέρασε, και σαν πρόσωπα και σαν υποδομή».

Απολογίες Δροσόπουλου, Πορτοζούδη, Κολοκούρη

Στην απολογία του, ο κυβερνήτης του ΦΛΟΓΑ 1, Χρήστος Δροσόπουλος, απάντησε για την κατηγορία που του καταλογίζει ότι στις 17.30 αποχώρησε από την περιοχή της φωτιάς στην Ανατολική Αττική και πήγε για προσγείωση, ενώ θα μπορούσε να πετάξει λίγο χρόνο ακόμη, δηλώνοντας αθώος. «Βρίσκομαι σε αυτή τη θέση διότι υπερέβαλα εαυτόν», είπε, ενώ στη συνέχεια ανέφερε:

«Κατηγορούμαι ότι αποχώρησα στις 17:30 ενώ είχα καύσιμα και θα μπορούσα να μείνω μέχρι τις 17:50. Δεν ξέραμε ποια αεροδρόμια μπορούσαν να μας εξυπηρετήσουν λόγω των καιρικών συνθηκών. Θα πρέπει να έχει καύσιμα το ελικόπτερο, έτσι ώστε εάν κάνεις προσπάθεια δύο φορές αποτυχημένη, να προσγειωθείς, να έχεις καύσιμα να συνεχίσεις. Κάποιοι στο δικαστήριό σας εξομοιώνουν το ελικόπτερο με αυτοκίνητο. Τι είναι αυτά; “Ελα μωρέ, κάτσε στην άκρη να σου φέρουμε καύσιμα”, νομίζετε ότι είναι; Τι είδους θεωρίες είναι αυτές, και μάλιστα από άτομα που δεν έχουν την παραμικρή παιδεία από ελικόπτερα; Εχω ακούσει τα χίλια μύρια μέσα στο δικαστήριό σας εδώ και δύο χρόνια. Πετούσα σε μία θύελλα 10 με 12 μποφόρ…».

Ο πιλότος, κάποια στιγμή, πολύ έντονα φορτισμένος και κλαίγοντας, είπε πως λυπάται που κάποιοι θεωρούν ότι φταίει, ενώ δείχνοντας προς το σημείο που κάθονται κάτοικοι του Ματιού, συνέχισε: «Εγώ μπορώ να κοιτάξω αυτούς τους ανθρώπους στα μάτια και να τους πω πως αν είχα καύσιμα, θα έμενα».

Οπως εξήγησε ο κυβερνήτης του ελικοπτέρου, απαντώντας ουσιαστικά στις θέσεις του δικαστικού πραγματογνώμονα, «ο ισχυρισμός ότι διέθετα 20 λεπτά καύσιμα είναι εσφαλμένος. Κανένα στοιχείο δε διέλαθε της προσοχής μου, αντίθετα υπερέβην τα εσκαμμένα. Θα έπρεπε να είμαι προσγειωμένος και να μην ελεγχθώ (λόγω των καιρικών συνθηκών). Οπως αυτοί που έμειναν προσγειωμένοι και ούτε κατάθεση δεν έδωσαν. Απέναντι στο υψηλό αίσθημα ευθύνης που επέδειξα, η Πολιτεία για να με τιμήσει με έστειλε κατηγορούμενο».

Στη δική του απολογία, ο τότε διοικητής της Υ.Ε.Μ.Π.Σ. (υπηρεσία εναέριων μέσων της Πυροσβεστικής) Γεώργιος Πορτοζούδης, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι εκείνο το μοιραίο απόγευμα είχε εγκαταλείψει την θέση του «και βρισκόταν με μία γυναίκα για καφέ», όπως αναφερόταν σε δημοσιεύματα μετά την τραγωδία.

Υψώνοντας τη φωνή, ο αξιωματικός έκανε λόγο για «ανθρωποφαγία» προς το πρόσωπό του, «με κατευθυνόμενα δημοσιεύματα», υποστηρίζοντας ότι η γυναίκα για την οποία είχε γίνει λόγος ήταν επικεφαλής εθελοντών και ότι είχε προγραμματισμένο ραντεβού μαζί του στο γραφείο του στο «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Ο αξιωματικός δήλωσε κατηγορηματικά πως εκείνη η ημέρα «ξεκίνησε με 6-7 Μποφόρ και κατέληξε με 10-11. Και εντολή να έπαιρνα, δεν υπήρχε περίπτωση να απογειωθώ».

Για την ημέρα της τραγωδίας, ο κατηγορούμενος τόνισε ότι «τίποτα δεν προμήνυε ότι θα έχουμε τέτοια καταστροφή. Εφυγε νωρίς το πρώτο ελικόπτερο για Κινέτα, στη συνέχεια ζητήθηκαν και άλλα δύο».

Κατά την πρόοδο της ημέρας άρχισε να καταλαβαίνει ότι οι χειριστές των ελικοπτέρων θα συμπλήρωναν οκτάωρο, κατέθεσε, και για να μην παραβιαστεί το ωράριο, βρήκε τελικά έναν ακόμα χειριστή «για να κάνουμε πλήρωμα οι δυο μας» προκειμένου να υπάρχει πλήρωμα σε ετοιμότητα. Οπως είπε, μετά το ραντεβού με την εθελόντρια, όταν επέστρεψε το πρώτο ελικόπτερο, ο κυβερνήτης του είπε «διοικητή πρέπει να κάηκαν δύο-τρεις άνθρωποι. Του λέω “δεν είναι δυνατόν!”. Φανταστείτε την επόμενη ημέρα που μάθαμε τον αριθμό των νεκρών. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν πατεράδες μας, μάνες μας, παιδιά μας».

Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος είπε: «Σκεφτόμουν όλα αυτά που έκανα τόσα χρόνια και εάν μου άξιζε να βρεθώ κατηγορούμενος. Στη γέννα του παιδιού μου δεν ήμουν, πέταγα. Για μία εντολή που δεν πήρα ποτέ και που και να μου την έδιναν θα έλεγα “όχι”, βρέθηκα κατηγορούμενος. Και ο κ. Δροσόπουλος που πήγε με ένα καρυδότσουφλο, θα έπρεπε να τον τιμωρήσω. Δεν ήξερε εάν θα μπορούσε να προσγειωθεί στην Ελευσίνα ή τα Μέγαρα, και πήρε το χειρότερο σενάριο της Τανάγρας. Αισθάνομαι τέτοια πίκρα, απογοήτευση, ειδικά με την ανθρωποφαγία στο πρόσωπο μου…».

Τελευταίος απολογήθηκε τη Δευτέρα ο τότε Διοικητής της 1ης ΕΜΑΚ και μετέπειτα Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος, Στέφανος Κολοκούρης, ο οποίος είπε πως αν και είχε άδεια εκείνη την ημέρα, δέχθηκε όταν του ζήτησε ο τότε υπαρχηγός να επιστρέψει από την Αργολίδα όπου βρισκόταν. Καθ’ οδόν, όπως είπε, είδε τη φωτιά στην Κινέτα. «Με πήρε εκείνη τη στιγμή ο Ματθαιόπουλος και του λέω “να στείλετε εναέρια και θα μπω αμέσως στο πεδίο να αναλάβω δράση”».

Ο κ. Κολοκούρης είπε στην απολογία του ότι ενώ βρισκόταν στη φωτιά της Κινέτας, δεχόταν τηλεφωνήματα από κ. Ματθαιόπουλο και τον τότε Αρχηγό που τον έβαζε σε ανοικτή ακρόαση με τον υπουργό για να ενημερωθούν. «Με πήρε ο Ματθαιόπουλος τηλέφωνο αφού είχε σουρουπώσει, και μου λέει πάρε 10-12 αυτοκίνητα και ομάδα πεζοπόρων και κατευθύνσου στη φωτιά Νέας Μάκρης», ανέφερε ο κ. Κολοκούρης.

Ο κ. Κολοκούρης, ολοκληρώνοντας την απολογία του, επέρριψε ευθύνες στην Αστυνομία που δεν μερίμνησε για δρόμους διαφυγής. «Αυτό το χάος ποιος το επέτρεψε εκεί πέρα; Δεν έπρεπε να έχει ανοίξει ο δρόμος για διαφυγή;», είπε.