Την κριτική της για το φαινόμενο των καταλήψεων των σχολείων συνέχισε η πρώην υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου, η οποία μετά την ανάρτησή της την περασμένη Τετάρτη, στην οποία πρότεινε σχέδιο αναπλήρωσης των χαμένων διδακτικών ημερών με μαθήματα ακόμα και τα Σαββατοκύριακα (εδώ), επανήλθε στο θέμα με άρθρο της στα «Νέα» την Παρασκευή.
Στο κείμενό της, που φέρει τον τίτλο «Η κατάληψη είναι μία ακραία μορφή διεκδίκησης», η κυρία Διαμαντοπούλου υποστηρίζει ότι η πανδημία είναι απλώς η πρόφαση για να γίνουν οι καταλήψεις που γίνονται ούτως ή άλλως κάθε χρόνο και σπεύδει να εκφράσει την ανησυχία της για αυτό το «φροντιστήριο» στείρου πολιτικού ακτιβισμού, όπως το χαρακτηρίζει.
«Οταν στα 14 χρόνια σου θεωρείς δικαίωμά σου την κατάληψη, τον βανδαλισμό του δημοσίου χώρου και την αγνόηση των κανόνων, είναι σίγουρο ότι αυτό θα επηρεάσει τη διαδρομή σου και τη ζωή σου ως πολίτη», γράφει η πρώην υπουργός Παιδείας, ενώ σε άλλο σημείο του κειμένου της παρατηρεί: «Η κατάληψη είναι μία ακραία μορφή διεκδίκησης και με τα ελληνικά χαρακτηριστικά δεν συναντάται σε καμία δυτική δημοκρατία. Συνεπάγεται καταπάτηση του Συντάγματος και των νόμων της πολιτείας. Ανατρέφει πολίτες οι οποίοι δεν μαθαίνουν να συζητούν δημοκρατικά και να οργανώνουν τα αιτήματά τους, πολίτες που δεν δέχονται ότι σταματά η ελευθερία τους εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων».
Επίσης, η κυρία Διαμαντοπούλου επιμένει να τονίζει ότι συνιστά κοινωνική αδικία για τους μαθητές να χάνουν μάθημα –ιδίως για τους λιγότερο προνομιούχους, που δεν πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία– και επαναλαμβάνει το αίτημά της προς το υπουργείο Παιδείας, δηλαδή την υπουργό Νίκη Κεραμέως και την αρμόδια υφυπουργό Σοφία Ζαχαράκη, για αναπλήρωση των μαθημάτων στις αργίες.
«Είναι απολύτως άδικο, κυρίως για τους οικονομικά αδύναμους, που δεν έχουν τη δυνατότητα εξωτερικής βοήθειας, να τελειώνουν τη χρονιά σε διαφορετικές συνθήκες από άλλα σχολεία. Η αναπλήρωση της διδακτέας ύλης θα πρέπει να γίνει σε Σαββατοκύριακα και αργίες. Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών, η οποία αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες συνθήκες και δυσκολίες στο έργο της, είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει θετικά το θέμα της αναπλήρωσης των μαθημάτων. Αρκεί να δοθεί η αυτονομία που χρειάζεται στους διευθυντές και στους συλλόγους διδασκόντων, ώστε το κάθε σχολείο να προτείνει και να βρει τον δικό του τρόπο αναπλήρωσης των μαθημάτων», προτείνει η πρώην υπουργός.
Το άρθρο της κυρίας Διαμαντοπούλου στα «Νέα» έχει ως εξής:
Το φαινόμενο των καταλήψεων δεν είναι φυσικά κάτι νέο ούτε είναι μία αυθόρμητη κινητοποίηση μαθητών λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της πανδημίας. Η πανδημία είναι η αφορμή για τις καταλήψεις του 2020.
Κάθε χρόνο τα αιτήματα αλλάζουν αλλά ο χρόνος και το σκηνικό είναι το ίδιο. Κάθε Οκτώβρη ή Νοέμβρη έχουμε κλείσιμο των σχολείων από μια μικρή ομάδα μαθητών, καταστροφή θρανίων και εξοπλισμού, παρεμπόδιση μαθητών και εκπαιδευτικών να μπουν στο σχολείο, και ένα σύνολο αιτημάτων που ξεκινούν από τις αίθουσες και φτάνουν μέχρι τους Αμερικάνους και τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Το φροντιστήριο ενός στείρου πολιτικού ακτιβισμού αρχίζει.
Θα πρέπει όμως να σταθούμε ιδιαίτερα στο φαινόμενο των σχολικών καταλήψεων. Οταν στα 14 χρόνια σου θεωρείς δικαίωμά σου την κατάληψη, τον βανδαλισμό του δημοσίου χώρου και την αγνόηση των κανόνων, είναι σίγουρο ότι αυτό θα επηρεάσει τη διαδρομή σου και τη ζωή σου ως πολίτη.
Η κατάληψη είναι μία ακραία μορφή διεκδίκησης και με τα ελληνικά χαρακτηριστικά δεν συναντάται σε καμία δυτική δημοκρατία. Συνεπάγεται καταπάτηση του Συντάγματος και των νόμων της πολιτείας. Ανατρέφει πολίτες οι οποίοι δεν μαθαίνουν να συζητούν δημοκρατικά και να οργανώνουν τα αιτήματά τους, πολίτες που δεν δέχονται ότι σταματά η ελευθερία τους εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων.
Ολα τα παραπάνω εύκολα καταχωρούνται στις «συντηρητικές» απόψεις.
Το Σύνταγμα, οι νόμοι, ο αμοιβαίος σεβασμός, η πειθαρχία, η συναίνεση, ο σεβασμός των κανόνων. Δεν συναντώνται στη δήθεν προοδευτική άποψη των υποστηρικτών των καταλήψεων.
Είναι λοιπόν σημαντικό για την πρόοδο (αυτήν υπηρετούν οι προοδευτικοί) της κοινωνίας μας να αντιδράσουμε στο ετήσιο φαινόμενο με τη συνεργασία του πολιτικού συστήματος, της αυτοδιοίκησης και των εκπαιδευτικών. Η αντιμετώπιση δεν μπορεί να είναι αστυνομική, δεν πρέπει να είναι τιμωρητική και πρέπει να βασίζεται σε δημοκρατική συνεννόηση και παιδαγωγική αντίληψη. Οι μαθητές οι οποίοι ψηφίζουν στα 16 τους θα πρέπει να ενημερωθούν αναλυτικά και κατά σχολείο για τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις τους και να τους εξηγηθούν οι δυνατότητες της χώρας για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.
Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να γίνει κυρίαρχο ζήτημα ότι η πολιτεία δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι μαθητές των δημόσιων σχολείων μπορούν να χάνουν διδακτικές ώρες και να μένουν πίσω από τους υπόλοιπους συμμαθητές τους.
Είναι απολύτως άδικο κυρίως για τους οικονομικά αδύναμους που δεν έχουν τη δυνατότητα εξωτερικής βοήθειας να τελειώνουν τη χρονιά σε διαφορετικές συνθήκες από άλλα σχολεία. Η αναπλήρωση της διδακτέας ύλης θα πρέπει να γίνει σε Σαββατοκύριακα και αργίες.
Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών η οποία αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες συνθήκες και δυσκολίες στο έργο της είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει θετικά το θέμα της αναπλήρωσης των μαθημάτων. Αρκεί να δοθεί η αυτονομία που χρειάζεται στους διευθυντές και στους συλλόγους διδασκόντων ώστε το κάθε σχολείο να προτείνει και να βρει τον δικό του τρόπο αναπλήρωσης των μαθημάτων.
Τα προβλήματα στην εκπαίδευση είναι πολλά. Βαθιές μεταρρυθμίσεις, επένδυση στους εκπαιδευτικούς, υποδομές και αύξηση του προϋπολογισμού, είναι ζητήματα πρώτης προτεραιότητας για τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς αλλά και για το μέλλον της χώρας. Το πολιτικό σύστημα τα γνωρίζει καλά, αλλά είναι θεμελιώδες να μην αποδεχόμαστε τη βία και την ανομία ως δήθεν μέσο αντιμετώπισής τους.
Η βία και η ανομία διαβρώνουν και τη δημοκρατία και την κοινωνία.