Η παραδοχή της Αναστασίας Κοτανίδου, καθηγήτριας του ΕΚΠΑ και διευθύντριας ΜΕΘ στον «Ευαγγελισμό», ότι κάτι δεν πάει καλά στον τρόπο που λειτουργεί η επιτροπή των εμπειρογνωμώνων για τον κορονοϊό και λαμβάνονται λάθος αποφάσεις, άνοιξε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση, καθώς η χώρα ζει πλέον έναν χρόνο με μέτρα που εισηγούνται οι ειδικοί και αποφασίζει η κυβέρνηση.
Κάποιοι διαφώνησαν με την κυρία Κοτανίδου, που είναι και αυτή μέλος της Επιτροπής. Ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, είπε, στο Open, ότι «αν είχαμε χάσει την μπάλα θα είχαμε γίνει Πορτογαλία», παραπέμποντας στις εφιαλτικές στιγμές που βίωσε η χώρα της Ιβηρικής τον περασμένο Ιανουάριο. Η Μίνα Γκάγκα, διευθύντρια της 7ης πνευμονολογικής κλινικής του «Σωτηρία», έψεξε την κυρία Κοτανίδου επειδή δημοσιοποίησε το πρόβλημα.
«Αν η Επιτροπή δεν δουλεύει καλά, πριν βγει κάποιος να το πει στον κόσμο, πρέπει να το διορθώσει μέσα στην Επιτροπή. Αν κάτι δεν είναι καλό, ή το διορθώνεις ή παραιτείσαι», είπε, σε παρέμβασή της στον ΣΚΑΪ, η κυρία Γκάγκα, η οποία παρεμπιπτόντως δεν είναι μέλος της Επιτροπής.
Η ίδια ωστόσο παραδέχτηκε ότι η πολυφωνία, με τους διάφορους ειδικούς να βγαίνουν στα ΜΜΕ και να λένε την άποψή τους, είναι κάτι κακό. Ουσιαστικά επιβεβαίωσε και τα ευρήματα της πρόσφατης δημοσκόπησης της Metron Analysis, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στη διαδικτυακή συζήτηση του Κύκλου Ιδεών όπου η κυρία Κοτανίδου έκανε τις «επίμαχες» δηλώσεις: Το 56% των πολιτών πιστεύουν ότι υπάρχει πολυφωνία που δημιουργεί σύγχυση και ανασφάλεια.
Ακολούθως ήρθε ο Μανώλης Δερμιτζάκης, καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή της Γενεύης, και μη μέλος, ο οποίος μιλώντας στον ΣΚΑΪ, σημείωσε ότι μια Επιτροπή που μετρά 30-40 μέλη και αποτελείται μόνο από γιατρούς δεν μπορεί να λειτουργήσει. Αυτή η θέση του κ. Δερμιτζάκη συμφωνεί και με την πρόταση που είχε καταθέσει πριν από έναν μήνα ο καθηγητής του LSE Ηλίας Μόσιαλος, ο οποίος είχε ζητήσει «να ενισχυθεί η Επιτροπή με αναλυτές μεγάλων δεδομένων, με αναλυτές της Επιστήμης της Συμπεριφοράς» και να εξηγεί για ποιο λόγο εισηγείται κάθε μέτρο. Η πρόταση του κ. Μόσιαλου δεν εισακούστηκε από το υπουργείο Υγείας.
Ο κ. Δερμιτζάκης τόνισε από την πλευρά του ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί μια πενταμελής Επιτροπή από διαφορετικές ειδικότητες και να βγει ξανά μπροστά ο Σωτήρης Τσιόδρας, τον οποίο εμπιστεύονται οι πολίτες και στο παρελθόν μπόρεσε να επιτύχει συστράτευση του κόσμου. Την επιστροφή του κ. Τσιόδρα στην ενημέρωση των πολιτών για την επιδημία ζήτησε και ο καθηγητής Περιβαλλοντικής και Υγειονομικής Μηχανικής του ΑΠΘ Δημοσθένης Σαρρηγιάννης.
Ο κ. Δερμιτζάκης, από την πλευρά του, είπε: «Από την εμπειρία μου σε εκατοντάδες Επιτροπές, μερικές από τις οποίες έχω προεδρεύσει, μπορώ να πω ότι Επιτροπές που έχουν μια ειδικότητα και είναι 30-40 άτομα δεν λειτουργούν. Όταν υπάρχουν πάρα πολλές απόψεις για το ίδιο θέμα, είναι πρόβλημα. Στην πρώτη φάση οι αποφάσεις ήταν απλές, έπρεπε μόνο να αποφασιστεί αν θα κλείσουν οι δραστηριότητες ή αν θα ανοίξουν, ενώ υπήρχε πολύ πιστή εφαρμογή των μέτρων από τους πολίτες. Η πολυπλοκότητα από το καλοκαίρι και μετά ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπορεί να λειτουργήσει μια Επιτροπή που έχει μόνο γιατρούς. Είναι μια στιγμή που πρέπει να πούμε ότι αυτή η Επιτροπή κουράστηκε, πέρασε ίσως το σημείο που μπορεί να λειτουργήσει. Ίσως κάποια μέλη της θα μπορούσαν να συνεχίσουν να είναι χρήσιμα, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι διεπιστημονικότητα, δηλαδή πολλές διαφορετικές ειδικότητες και λίγοι άνθρωποι, πέντε όχι 30».
Πρόσθεσε, δε, ότι τόσο η πολιτεία όσο και οι ειδικοί πρέπει να εστιάσουν στο να πείσουν τον κόσμο να λειτουργήσει διαφορετικά και τάχθηκε κατά ενός αυστηρότερου lockdown, επισημαίνοντας ότι «δεν μιλάμε για ρομπότ, αλλά για ανθρώπους πολύ πιεσμένους ψυχολογικά με το ακορντεόν».
Παράλληλα, ο καθηγητής Γενετικής προτείνει το άνοιγμα των καταστημάτων, τα οποία φαίνεται ότι δεν επηρεάζουν την εξέλιξη της πανδημίας, των σχολείων, αλλά και της εστίασης σε εξωτερικούς χώρους.
«Εγώ προτείνω αποσυμπίεση σε κάποια σημεία, δηλαδή σχολεία, γιατί τα κλειστά σχολεία δεν κάνουν κακό μόνο στα παιδιά, αλλά και στους γονείς. Είναι πολύ δύσκολο να λειτουργήσει μια οικογένεια με τα παιδιά 24 ώρες το 24ωρο μέσα στο σπίτι. Δεύτερον, πρέπει να ανοίξουν κάποια μαγαζιά κι επιχειρήσεις, να αρχίσει να τρέχει η οικονομία, να φύγει το άγχος των ανθρώπων για την οικονομία, γιατί το άγχος δεν επιτρέπει να έχεις την αυτοσυγκέντρωση για να τηρήσεις τα μέτρα. Δεν έχει σημασία μόνο τι θα ανοίξουμε, αλλά με ποια συμπεριφορά. Συγχρόνως με αυτό το άνοιγμα, θα πρέπει να τρέξει μια τεράστια καμπάνια ώστε να μπορέσουν οι πολίτες να συντονιστούν σε μια συμπεριφορά, η οποία ενώ θα αυξήσει την κινητικότητα, δεν θα αυξήσει τη μετάδοση», υπογράμμισε ο ίδιος.
Τέλος, σημείωσε ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί αν είμαστε στην κορύφωση της πανδημίας, καθώς αυτή τη στιγμή η μετάδοση γίνεται σε χώρους που δεν είναι συνολικά μια δραστηριότητα, αλλά είναι σκορπισμένη σε μικρές δραστηριότητες που κάνει ο καθένας ασύντακτα σε εσωτερικούς χώρους χωρίς μάσκες. «Είναι τεράστιο μειονέκτημα να είμαστε στα μέσα Μαρτίου και να μην εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι μπορούμε να λειτουργούμε ως κοινωνία σε εξωτερικούς χώρους. Η εστίαση σε εξωτερικούς χώρους θα έπρεπε να έχει ανοίξει τώρα», κατέληξε.