Στο Συνέδριο των Δημοκρατικών η μαύρη Μίκι Γκάιτον τραγούδησε πατριωτικό άσμα και ενθουσίασε την Τεξανή με τις καουμπόικες μπότες… | REUTERS/Mike Segar
Επικαιρότητα

Δεν είναι φάλτσο: και την κάντρι κατέκτησαν οι Δημοκρατικοί!

Το είδος αμερικανικής μουσικής που έχει συνδεθεί περισσότερο με την κοινωνικοπολιτική υπανάπτυξη γίνεται αντικείμενο προσεταιρισμού από πλευράς του επιτελείου της Κάμαλα Χάρις. Καμία ψήφος δεν χαρίζεται στον Τραμπ, ούτε των hillbillies
Protagon Team

Οι «προοδευτικοί» Αμερικανοί έχουν πλειστάκις χλευάσει το κοινό της μουσικής κάντρι, τους λεγόμενους hillbillies, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους «πρωτευουσιάνους» κάθε μεγαλούπολης των ΗΠΑ, παραμένουν πιστοί, έστω και με σύγχρονες ενορχηστρώσεις, στο βιολί, στο μπάντζο, στους παραδοσιακούς ρυθμούς, στις γλυκερές μελωδίες και στους ναΐφ στίχους (όχι, βέβαια, ότι των «προοδευτικών» αμερικανικών μουσικών ειδών η στιχουργία διεκδικεί Νομπέλ – ο Μπομπ Ντίλαν υπήρξε η απροσδόκητη εξαίρεση, το 2016, και ενώ στα νιάτα του είχε ηχογραφήσει ένα κάντρι άλμπουμ, το «Nashville Skyline», το 1969).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα απαξίωσης του κοινού της κάντρι –και εντέχνου συσχετισμού του με τον αμερικανικού τύπου νεοναζισμό κιόλας– είναι το κλασικό πια φιλμ «The Blues Brothers» (1980), του Τζον Λάντις. Εκεί η κάντρι παρουσιάζεται κάπως σαν το λευκό κατεστημένο που πρέπει να ανατραπεί από τη μουσική των μαύρων –κάτι σαν πρόδρομος των Black Lives Matter και της «κουλτούρας ακύρωσης»–, ασχέτως αν οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές (Τζον Μπελούσι, Νταν Ακρόιντ) ήταν λευκοί.

Φυσικά, πέρα από τις ενδοαμερικανικές τριβές για την ποιότητα των ήχων των ΗΠΑ, βιομηχανικών οπωσδήποτε, η κάντρι μουσική ανέδειξε σπουδαίες προσωπικότητες, όπως τον Τζόνι Κας λόγου χάρη. Οπότε η όλη διένεξη είναι αρκετά «δήθεν» την σήμερον ημέρα, κάτι που έχουν αντιληφθεί και οι του Δημοκρατικού Κόμματος.

Η Αννα Λομπάρντι της Repubblica επανήλθε στο «ποπ πανηγύρι του Συνεδρίου» με νεότερο κείμενο που αφορά ακριβώς την επένδυση της Κάμαλα Χάρις και του επιτελείου της στο κοινό της κάντρι. Γιατί; Μα, διότι και αυτοί οι άνθρωποι ψηφίζουν (μάλιστα ενδέχεται να ανήκουν και στην κατηγορία ψηφοφόρων με τη μικρότερη αποχή).

«Στο σπίτι των Δημοκρατικών η μουσική άλλαξε. Επιδιώκεται η διεύρυνση της βάσης των ψηφοφόρων. Οχι πια μόνο όσοι ακούν χορευτικά, σόουλ, ριθμ εντ μπλουζ, ραπ και λίγη ροκ (στην εκδοχή του Μπρους Σπρίνγκστιν). Εξάλλου η μαύρη καλλιτέχνις Μίκι Γκάιτον τραγούδησε στο Συνέδριο το πατριωτικό άσμα ‘‘All American’’, που περιέχει τον στίχο ‘‘Ain’t we all American?’’ (‘‘Σάμπως Αμερικανοί δεν είμαστε όλοι;’’). Και η Μπιγιονσέ τον Απρίλιο κυκλοφόρησε το άλμπουμ ‘‘Cowboy Carter’’» γράφει η Λομπάρντι.

Το αμερικανικό συναμφότερον, λοιπόν, ακόμη και αν δεν υπάρχει στ’ αλήθεια μεταξύ του αστικού Χάρλεμ, των λιβαδιών του Τέξας και των Απαλαχίων ορέων, έπρεπε να εφευρεθεί για ψηφοθηρικούς λόγους. «Στην ίδια σκηνή του Συνεδρίου έπαιξε και ο λευκός Τζέισον Iσμπέλ, που τραγούδησε το ‘‘Something More Than Free’’ με την προφορά της Αλαμπάμας, η οποία κάποτε εθεωρείτο ρατσιστική και Ρεπουμπλικανική. Ο Ισμπέλ φορούσε και ένα καπέλο του μπέιζμπολ που έγραφε ‘‘Χάρις-Γουόλς’’. Οι Δημοκρατικοί διεκδίκησαν και πήραν πολλά σύμβολα made in the USA, τόσο συνδεδεμένα με την αγροτική ταυτότητα, τα οποία μονοπωλούσαν οι Ρεπουμπλικανοί και καπηλεύτηκε ο Τραμπ προσθέτοντας τη φράση “Make America Great Again”, και τα έκαναν και δικά τους σύμβολα περηφάνιας».

Η Λομπάρντι συνέχισε με τον ίδιο οίστρο: «Το τελευταίο βράδυ, το κάντρι γκρουπ The Chicks, από το Τέξας, τραγούδησε συναρπαστικά και a cappella τον εθνικό ύμνο, προκαλώντας φρενίτιδα. Το τρίο των κυριών αυτών έγινε διάσημο από τραγούδια με φεμινιστικά μηνύματα, όπως το ‘‘Goodbye Earl’’, που εξιστορεί την ιστορία δύο φιλενάδων που σκότωσαν τον βίαιο σύζυγο της μιας. Το 2003, σε μια συναυλία τους μίλησαν εναντίον του πολέμου στο Ιράκ, τον οποίο ξεκίνησε ο Τζορτζ Μπους, και υπέστησαν μπούλινγκ. Χαρακτηρίστηκαν ‘‘απάτριδες’’, κόπηκαν από το ραδιόφωνο, άλμπουμ τους κάηκαν, ενώ απειλήθηκαν και οι ίδιες, ως φυσικά πρόσωπα. Χρειάστηκαν προστασία».

Στο σημείο αυτό η Λομπάρντι έγραψε ότι, πριν από το γυναικείο τρίο της εναλλακτικής κάντρι, στη σκηνή του Συνεδρίου των Δημοκρατικών εμφανίστηκε και ένας Ρεπουμπλικανός διώκτης του Τραμπ –είναι από τους λίγους που υπερψήφισαν την παραπομπή του για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου–, ο Ανταμ Κίνζιντζερ, ο οποίος είπε τα εξής: «Θα πω στους Ρεπουμπλικανούς φίλους μου ένα μυστικό. Οι Δημοκρατικοί είναι το ίδιο πατριώτες με εμάς. Αγαπούν τη χώρα και είναι εξίσου πρόθυμοι να υπερασπιστούν τις αμερικανικές αξίες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, όπως εμείς οι συντηρητικοί».

Η ιταλίδα ανταποκρίτρια φρονεί ότι ήδη υπάρχει ανταπόκριση στο κάλεσμα των Δημοκρατικών μέσω της κάντρι, ιδίως από το «σώμα των λευκών εκλογέων των προαστίων», από ανθρώπους δηλαδή «που νιώθουν ότι οι εμπορικές συμφωνίες και τα δικαιώματα των μειονοτήτων έχουν γκρεμίσει τον κόσμο τους».

Θυμήθηκε και τι έκανε η Χίλαρι Κλίντον στο συνέδριο του 2016, όταν ηττήθηκε από τον Τραμπ και έχασε τον Λευκό Οίκο. «Εφερε μεγάλα ονόματα, τον Λένι Κράβιτζ, τη Lady Gaga, όμως σνομπάρισε την κάντρι». Αναγκάστηκε να παραδεχθεί, βέβαια, ότι οι εκλογές δεν είναι ακριβώς πίστα κέντρου διασκεδάσεως, σαλούν με χυδαία σουρωμένους επαρχιώτες ή εστιατόριο πολυτελείας με τελούντες εν ευθυμία αστούς, ωστόσο «στους ψηφοφόρους πρέπει να μιλάς και με νότες, να τους τραγουδάς στη γλώσσα τους».

Δεν έχει εντελώς άδικο, αν θυμηθεί κανείς τα τραγούδια που συντρόφευαν τις προεκλογικές εκστρατείες των ελληνικών κομμάτων την εποχή των αξέχαστων «μπλε και πράσινων καφενείων» (δεκαετία του ’80). Ακούγονταν από Μπακαλάκο, Λοΐζο, Θεοδωράκη και Ανδριόπουλο, μέχρι σκυλάδικα της εποχής – το δικό μας προεκλογικό συναμφότερον.

«Η μουσική παίζει βασικό ρόλο στις αμερικανικές προεκλογικές εκστρατείες από το 1840. Ο πρόεδρος Χάρισον κατάλαβε πρώτος ότι τα τραγούδια μιλούσαν στους ψηφοφόρους. Το 2008 ο Ομπάμα επέλεξε προσωπικά τραγούδια που αντανακλούσαν την προσωπικότητά του. Η Χάρις κάνει το ίδιο. Επιλέγει τραγούδια που υποδηλώνουν τις αξίες της, χωρίς να παραλείπει να κλείνει το μάτι στα γούστα των νέων. Επαινεί το ‘‘Freedom’’ της Μπιγιονσέ ως ύμνο της εκστρατείας της, λέγοντας ότι έχει αυστηρό τόνο και είναι εξαιρετικό. Αν και μπορεί να ταυτιστεί με την αφροαμερικανική εμπειρία, έχει μια καθολικότητα που μπορεί να φθάσει σε όλους» κατέληξε το κείμενο του ιταλικού μέσου.