Τα νεότερα φάρμακα για την αντιμετώπιση του καρκίνου έχουν πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα για την επιβίωση του ασθενή. Ακόμη και τύποι καρκίνου που μέχρι σήμερα θεωρούνταν «ανίκητοι» μπορούν να αντιμετωπιστούν. Οι λεγόμενες ανοσοθεραπείες, δηλαδή οι θεραπείες που εκπαιδεύουν το ίδιο το ανοσοποιητικό μας σύστημα να αντιμετωπίσει τη νόσο αποτελούν την «αυγή» της νέας γενιάς φαρμάκων. Είναι τόσο εξειδικευμένες, που στις περισσότερες περιπτώσεις πριν τις λάβει ο ασθενείς, θα πρέπει να κάνει ειδικές εξετάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί αν όντως θα λειτουργήσουν στον οργανισμό του.
Στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Ενωσης Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ) και της Ελληνικής Εταιρίας Παθολογικής Ανατομικής, έγιναν νεότερες ανακοινώσεις σχετικά με την αντιμετώπιση του προχωρημένου καρκίνου του πνεύμονα.
Οπως αναφέρθηκε από τους ειδικούς, σε επιστημονικές μελέτες έχει φανεί ότι οι ασθενείς, με τις νέες μεθόδους, εμφανίζουν καλύτερη επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου, αλλά και σημαντικά αυξημένη συνολική επιβίωση έναντι της χημειοθεραπείας. Επιπλέον εξετάσεις, όπως αυτή του λεγόμενου βιοδείκτη PD-L1, δίνει στους γιατρούς τη δυνατότητα να επιλέξουν τη θεραπεία που είναι καταλληλότερη για κάθε ασθενή. Επιπλέον, ταλαιπωρούν λιγότερο τον οργανισμό του και φυσικά έχουν μικρότερο κόστος για το ασφαλιστικό Ταμείο, καθώς ο ασθενής παίρνει μόνο ένα στοχευμένο φάρμακο και δεν μετατρέπεται σε «πειραματόζωο».
«Οι θεραπείες προσφέρουν σημαντική αύξηση στην επιβίωση σε διάφορες μορφές καρκίνου, αποζημιούμενα με ένα ορθολογικό οικονομικό μοντέλο», ανέφερε ο νέος πρόεδρος της ΕΟΠΕ, παθολόγος – ογκολόγος Ιωάννης Μπουκοβίνας. Μιλώντας η Σοφία Αγγελάκη, επίκουρος καθηγήτρια Παθολογικής Ογκολογίας στο ΠΑΓΝΗ και γενικός γραμματέας της ΕΟΠΕ είπε ότι «ο καρκίνος του πνεύμονα είναι η κύρια αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως. Το 2012 σε όλο τον κόσμο περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν από καρκίνο του πνεύμονα από ότι από τον καρκίνο του παχέος εντέρου, του μαστού και του προστάτη συνολικά (στοιχεία Globocan 2012). Η ίδια χαρακτήρισε την ανοσοθεραπεία ως ορόσημο και τόνισε ότι η εισαγωγή των στοχεύουσων θεραπειών και η χρήση των βιοδεικτών επέτρεψε την εξατομίκευση της θεραπείας του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (ΜΜΚΠ) τονίζοντας τη σημαντική πρόοδο στην θεραπεία του».
Η Ελενα Λινάρδου στην συνέχεια, αναπληρώτρια διευθύντρια Α’ Ογκολογικής Κλινικής, νοσοκομείου «Metropolitan», αναφέρθηκε στις ενδεδειγμένες ανοσοθεραπείες για τη θεραπεία του ΜΜΚΠ, όπου μεταξύ άλλων παρουσίασε στοιχεία μελετών για το pembrolizumab ως θεραπεία 1ης και 2η γραμμής. Οπως είπε, σύμφωνα με την μελέτη KEYNOTE-024, οι ασθενείς με μεταστατικό ΜΜΚΠ που έλαβαν πεμπρολιζουμάμπη ως 1ης γραμμής θεραπεία, παρουσίασαν σημαντικό όφελος στην επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου έναντι της χημειοθεραπείας.
Στην 2η γραμμή θεραπείας, η μελέτη KEYNOTE-010 έδειξε σημαντικό όφελος στην συνολική επιβίωση των ασθενών με προχωρημένο ΜΜΚΠ και έκφραση του PD-L1≥1% έναντι της χημειοθεραπείας. Επίσης, τα αποτελέσματα της μελέτης ΚΕΥΝΟΤΕ-010 έδειξαν ανταπόκριση ασθενών σημαντικά μεγαλύτερη σε διάρκεια με πεμπρολιζουμάμπη έναντι της χημειοθεραπείας.
Τέλος, η κυρία Λινάρδου έκανε ειδική αναφορά στην σημαντικότητα του βιοδείκτη PD-L1, παρουσιάζοντας μελέτες που δείχνουν πως οι ασθενείς που εκφράζουν τον συγκεκριμένο βιοδείκτη, έχουν ~4,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να ανταποκριθούν σε θεραπεία 2ης γραμμής του MMKΠ με ανοσοθεραπεία.
Σχετικά με την Ανοσο-Ογκολογία
Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι το φυσικό αμυντικό σύστημα του σώματος. Αποτελείται από μια συλλογή από όργανα, κύτταρα και ειδικά μόρια που βοηθούν στην προστασία από ιούς, τον καρκίνο και άλλες νόσους. Όταν ένας διαφορετικός (ξένος) οργανισμός εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα, π.χ. ένα βακτήριο, το ανοσοποιητικό σύστημα το αναγνωρίζει και κατόπιν του επιτίθεται, εμποδίζοντάς να προκαλέσει βλάβη. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ανοσοποιητική απόκριση.
Καθώς τα καρκινικά κύτταρα είναι πολύ διαφορετικά από τα κανονικά κύτταρα του οργανισμού, το ανοσοποιητικό σύστημα τους επιτίθεται όταν είναι σε θέση να τα αναγνωρίσει. Ωστόσο, τα καρκινικά κύτταρα πολύ συχνά βρίσκουν τρόπους να «μεταμφιέζονται» σε κανονικά κύτταρα, έτσι ώστε το ανοσοποιητικό να μην τα αναγνωρίζει σαν επικίνδυνα. Επιπρόσθετα και ομοίως με την συμπεριφορά των ιών, μπορούν να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου (μετάλλαξη) και έτσι να διαφεύγουν του ανοσοποιητικού. Ταυτόχρονα, η φυσική διαδικασία ανοσολογικής απόκρισης πολύ συχνά δεν είναι αρκετά δυνατή για να καταπολεμήσει τα καρκινικά κύτταρα.
Οι ανοσο-ογκολογικές θεραπείες είναι φάρμακα που «χρησιμοποιούν» το ανοσολογικό σύστημα του σώματος για να καταπολεμήσουν τον καρκίνο. Η διαφορά τους με άλλες αντικαρκινικές θεραπείες είναι ότι στοχεύουν τα ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος και όχι τα καρκινικά κύτταρα, επιτρέποντάς του να αναγνωρίζει και να επιτίθεται επιλεκτικά στα καρκινικά κύτταρα, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μακροχρόνια μνήμη στο ανοσοποιητικό, έτσι ώστε να προσαρμόζεται συνεχώς και σε βάθος χρόνου στον καρκίνο, προσφέροντας ανθεκτική και μακροχρόνια θεραπεία στον ασθενή.
Οι ανοσο-ογκολογικές θεραπείες έχουν τις ρίζες τους στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1909 ο Paul Ehrlich παρατήρησε ότι το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ρόλο κατά του καρκίνου και στα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι Thomas και Burnet ανέπτυξαν τη θεωρία της ανοσοεπιτήρησης, σύμφωνα με την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα παρακολουθεί το σώμα για να εντοπίσει και να καταστρέψει εν τη γενέσει καρκινικά κύτταρα. Από τότε μέχρι σήμερα υπήρξαν και άλλοι σταθμοί στην ιστορία της ανοσο–ογκολογίας με σημαντικότερο το 2008 όταν σε κλινική δοκιμή που αφορά σε anti – PD1 θεραπεία, σε 5 από τους 39 εθελοντές οι όγκοι συρρικνώθηκαν.