Μετρώ 14 φωτογράφους παραταγμένους μπροστά από το υπερυψωμένο τραπέζι με τις τρεις θέσεις και τα τρία μικρόφωνα για τη συνέντευξη Τύπου του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, της Δάφνης Οικονόμου (προέδρου της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών Πόρτα Ανοιχτή) και του δημοσιογράφου Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου. Αφορμή η νέα και τελευταία ταινία στην καριέρα του θρυλικού ηθοποιού, η «Αόρατη Κλωστή», σε σκηνοθεσία Πολ Τόμας Αντερσον και η προβολή της το βράδυ στο ΚΠΙΣΝ για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τα έσοδα θα δοθούν όλα στην Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών (τα διόλου φθηνά εισιτήρια της φιλανθρωπικής βραδιάς εξαντλήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ). Η ταινία βγαίνει επίσης σήμερα και στους κινηματογράφους ανά την Ελλάδα.
Ξαφνικά, έξω και μέσα από την κατάμεστη αίθουσα του «King George» επικρατεί απόλυτη σιωπή. Σαν να μην αναπνέει κανείς. Δευτερόλεπτα μετά εμφανίζεται στην πόρτα ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, με το βλέμμα χαμηλωμένο, ένα μεγάλο χαμόγελο στο στόμα, σεμνός, σκύβει το κεφάλι. Κρατά από τους ώμους και κοιτά τρυφερά την κυρία Οικονόμου. Σχεδόν σκύβει πλάι της, έτσι ψηλός που είναι, χαμογελά στους φωτογράφους σχεδόν πισωπατώντας. Είναι προφανές: για αυτόν η σταρ, το σημαντικό πρόσωπο της ημέρας είναι η κυρία Οικονόμου. Είναι ο σκοπός που υπηρετεί, είναι τα παιδιά.
Κάθισε στο πάνελ, έβγαλε το μπουφάν σηκώνοντας τα μανίκια, αποκαλύπτοντας τα υπέροχα τατουάζ στα χέρια του (θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε τι αφηγούνται…). Σε μια συνέντευξη που γρήγορα έφυγε από την ταινία αυτή καθ αυτή και διέσχισε την καριέρα του, τις επιλογές του, το μέλλον του, ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις υπήρξε απίστευτα γαλαντόμος στις απαντήσεις. Επαιρνε το χρόνο του, ανέλυε, με μικρές ριπές χιούμορ, με αυτοσαρκασμό.
Μου έκανε εντύπωση ότι τουλάχιστον δυο φορές ανέτρεξε σε εμπειρίες του στο σχολείο, εμπειρίες που μοιάζουν να καθόρισαν αυτό που έγινε «όταν περίπου 12 ετών πήγα εσωτερικός ήταν η πιο ζοφερή περίοδος της ζωής μου». Τότε ήταν o ίδιος «άγριος, ανήμερο θηρίο» όπως είπε στους έλληνες δημοσιογράφους. Μέσα σε περίπου 45 λεπτά που έμοιαζαν σε πυκνότητα και ένταση με τουλάχιστον τρεις ώρες, απάντησε σε πολλά, ζήτησε να μην του γίνει καμία ερώτηση για την οριστική και αμετάκλητη απόφασή του να αποσυρθεί από την υποκριτική και είπε πως «ναι τώρα μπορώ να ράψω όποιο ρούχο θέλει η γυναίκα μου, το έμαθα χάρη στην ταινία».
Α, και μια σημαντική «λεπτομέρεια». Δεν έχει δει ακόμα την ταινία. Ακούει μόνο τι λένε όσοι την είδαν.
Η ελευθερία του τίποτα
«Είναι παράξενο, αλλά όλοι εμείς οι καλομαθημένοι κινηματογραφιστές ονειρευόμαστε να γυρίσουμε ξανά στην αρχή, στην εποχή που δεν είχαμε καθόλου χρήματα. Είναι παράξενο, αλλά παρόλη την αναστάτωση που σου προκαλεί το γεγονός ότι δεν έχεις τις συνθήκες που ονειρεύεσαι όταν είσαι νέος, η ομορφιά βρίσκεται στο γεγονός ότι ποτέ η φαντασία σου δεν λειτουργεί καλύτερα παρά μόνο όταν δεν έχεις το παραμικρό. Υπάρχει μια αίσθηση απίστευτης ελευθερίας».
Η σχέση του με τον σκηνοθέτη Πολ Αντερσον
«Είναι τόσο σπάνιο να συναντάς κάποιον με τον οποίο μπορείς να μοιραστείς την ίδια παρόρμηση, να έχεις την ίδια αντοχή. Είπαμε “ας κάνουμε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά” και αποφασίσαμε να δουλέψουμε σε μικρή κλίμακα, όχι κάτι μεγάλο – τελικά βέβαια δεν συνέβη αυτό (γελάει σχεδόν σκανδαλιάρικα). Αρχίσαμε λοιπόν με την έννοια του ενός μικρότερου πράγματος και κατά πάσα πιθανότητα παραμένει έτσι, αφού στην ουσία αφορά τρεις ανθρώπους. Είναι περισσότερο μια ορχήστρα δωματίου, παρά μια συμφωνική ορχήστρα…»
Τι είναι η ταινία «Αόρατη Κλωστή»
«Είναι μια ιστορία αγάπης ξεκάθαρα. Του έρωτα ανάμεσα σε μια νέα γυναίκα και έναν ώριμο άνδρα και αυτού που συμβαίνει στη δυναμική αυτής της σχέσης όταν ο άνδρας αρρωσταίνει. Με τον Πολ σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ενδιαφέρον ο άνδρας να είναι καλλιτέχνης – συζητούσαμε ότι θα μπορούσαμε να είναι ζωγράφος, ή φωτογράφος- γιατί θέλαμε να έχει αυτή την εικόνα του εμμονικού. Επιλέξαμε λοιπόν έναν μόδιστρο, γιατί είναι ένα επάγγελμα που βρίσκεται μεταξύ των Καλών Τεχνών και της παρακμής των Τεχνών. Ξέρετε, σαν την Ρώμη…».
Γιατί ήθελε να γίνει ξυλουργός;
«Μου άρεσε πάντα να δουλεύω με τα χέρια μου, είναι κάτι που ηρεμεί το πνεύμα μου. Οσο άγριο και αν είναι αυτό το πνεύμα. Όταν ήμουν στο σχολείο έμαθα να φτιάχνω έπιπλα από δυο υπέροχους δασκάλους και γνώρισα κάποιους ξυλουργούς και πραγματικά ζήλευα τη γαλήνη τους. Ηθελα να γίνω σαν αυτούς αν και ήμουν άγριος, ατίθασος. Πήρα την απόφαση και το είπα περήφανα σε έναν καθηγητή μου. Αυτός μου απάντησε “δεν έχεις την υπομονή να το κάνεις” και του ούρλιαξα “τι;”. Βέβαια, αυτή μου η αντίδραση αποδείκνυε ότι είχε δίκιο. Βρήκα διέξοδο για την οργή μου στην υποκριτική».
Ο πρώτος του ρόλος
«Ημουν τεσσάρων και έπαιξα έναν από τους Τρεις Μάγους με τα δώρα σε παράσταση στο προνήπιο. Είπα μόνο «έρχομαι φέροντας σμύρνα». Η μάνα μου έκλαιγε δυνατά στην πρώτη σειρά. Είναι περίεργη η δουλειά μας, είναι ένα παιχνίδι. Κάποιοι σταματάνε να παίζουν όταν μεγαλώσουν. Οι ηθοποιοί μπορούμε να παίζουμε για πάντα, είμαστε τυχεροί».
Πού πάνε οι χαρακτήρες που παίζει μετά τα φιλμ;
«Oh, right!» αναφωνεί και γελά, οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του σχηματίζουν σχεδόν έναν χάρτη. Παίρνει μια ανάσα και απαντά στην ερώτηση πού πάνε οι ρόλοι που έχει υποδυθεί όταν τελειώσουν τα γυρίσματα. «Γυρίζουν σε μένα. Επιστρέφουν μέσα μου, στον ψυχισμό μου. Κοιτάξτε, το γνωρίζω πολύ καλά ότι ο κόσμος θεωρεί ότι είμαι τρελός. Παλαιότερα με θύμωνε αυτό, τώρα γελάω. Με εξυπηρετεί κάπως, φτιάχνει ένα νέφος καπνού, μιλάνε για αυτό και εγώ μπορώ να ζήσω μια φυσιολογική ζωή. Κάποιοι λοιπόν πιστεύουν ότι κυκλοφορώ ως Λίνκολν όλη μέρα. Η αλήθεια είναι πολύ πεζή. Κάποια μέρα, το γύρισμα τελειώνει, παίρνεις ένα εισιτήριο και πηγαίνεις σπίτι σου. Τέλος. Αυτό ήταν».
Τι βλέπει όταν κοιμάται;
«Ναι, ονειρεύομαι τους χαρακτήρες που παίζω. Κυρίως βέβαια πριν ή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ναι, έρχονται συχνά στον ύπνο μου. Όταν μάλιστα έπαιζα στο «Αριστερό μου Πόδι», ξυπνούσα από το όνειρο και έβλεπα ότι το σώμα μου βρισκόταν στο κρεβάτι στην χαρακτηριστική στάση του Κρίστι Μπράουν. Μου συνέβη όμως αυτό και με τον Λίνκολν, όπως ίσως ξέρετε και ο ίδιος είχε ονειρευτεί τον θάνατό του, τον εαυτό του μέσα σε φέρετρο».
Γιατί αποσύρεται από την υποκριτική;
«Δεν ξέρω την απάντηση. Οταν αποφάσισα να σταματήσω πάντως ήταν μια επιλογή που έκανα με βεβαιότητα. Δεν ξέρω γιατί ένιωσα μια θλίψη με το που το αποφάσισα. Και να ήξερα τις απαντήσεις και πάλι δεν θα τις έλεγα – είναι κάτι τόσο προσωπικό. Δεν θα ήθελα να το συζητήσω άλλο. Το ένιωσα, το έκανα, το αποδέχτηκα. Θα είναι δύσκολο να αποχωριστώ το σινεμά. Ημουν ένα άγριο παιδί και εκεί βρήκα καταφύγιο, ασφάλεια αλλά και τις προκλήσεις που ονειρευόμουν. Το λάτρεψα. Είναι δύσκολο να αφήσω πίσω μου αυτόν τον κόσμο. Ηρθε όμως η ώρα να εξερευνήσω τη ζωή αλλιώς. Θα ήθελα να σας πω ότι δεν θα δεχθώ κάποια ερώτηση σχετικά με αυτή μου την απόφαση».
Το μεγαλύτερο ταλέντο του Ντάνιελ
Ουσιαστική ήταν η παρέμβαση της Δάφνης Οικονόμου λίγο πριν το τέλος της συνέντευξης Τύπου. Κάνοντας τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις να σκύψει το κεφάλι, με τα μάγουλα κόκκινα από συγκίνηση και στο τέλος να πέσει στην αγκαλιά της. «Ο Ντάνιελ είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερος ηθοποιούς της γενιάς του. Ομως το μεγαλύτερο ταλέντο του είναι ότι είναι ακόμα καλύτερος άνθρωπος κι ακόμα καλύτερος φίλος. Όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά ήταν σαν να τον γνωρίζαμε πάντα. Ηταν σαν να ήταν ανέκαθεν μέρος της ζωής μας και εμείς της δικής του. Είναι πραγματικός φίλος. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ταλέντο του…. Εχει ενσυναίσθηση και ξέρει να αγαπά. Είναι εδώ για τα παιδιά. Ερχεται πάντα για αυτά τα παιδιά. Γιατί, ξέρετε, σήμερα θα είναι μια λαμπερή πρεμιέρα και βραδιά. Από αύριο όμως εμείς θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε για και μαζί με αυτά τα παιδιά…»