Στα 24 του χρόνια η Αρμάνι Μιλάνο -που είχε «χτίσει» την ομάδα της πάνω του- τον έδιωξε χωρίς να το πολυσκεφτεί. Δεν άντεξε τον χαρακτήρα του. Αν και θεωρείται ένας από τους τέσσερις πέντε κορυφαίους περιφερειακούς της Ευρώπης, κανένας άλλος μεγάλος ευρωπαϊκός σύλλογος δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτόν. Μόνον ο Παναθηναϊκός το είδε ως ευκαιρία, να αποκτήσει έναν σπουδαίο παίκτη που, κάτω από άλλες συνθήκες, θα ήταν απλησίαστος. Που θα «τα έδινε όλα» για να σώσει την καριέρα του. Ηταν πολύ καλό, για να ‘ναι αληθινό.
Μέσα σε δυόμισι μήνες -από τις 19 Δεκεμβρίου 2016- αυτό το «παραμύθι» εξελίχθηκε στην πιο αποτυχημένη μετεγγραφή στα χρονικά του συλλόγου. Ο Τζεντίλε, όχι μόνο δεν κατάφερε να δικαιώσει τις προσδοκίες, αλλά έκανε κακό στην ομάδα που πίστεψε στο σπουδαίο ταλέντο του και τον μάζεψε από τα «αζήτητα», χωρίς να τον έχει πραγματική ανάγκη (τότε, όπως και τώρα, χρειαζόταν περισσότερο έναν δεύτερο πλέι μέικερ ή ένα ακόμη «τεσσάρι» – «πεντάρι»). Ο Ιταλός μπέρδεψε περισσότερο τον Παναθηναϊκό, που ακόμα και σήμερα -μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τα play offs της Ευρωλίγκας- ψάχνει να βρει τη «χημεία» του. Επιπλέον, «έκλεψε» λεπτά συμμετοχής από τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, και εξέθεσε τον Τσάβι Πασκουάλ.
Με την προϋπόθεση ότι είχε ερωτηθεί από τη διοίκηση της ΚΑΕ, και δεν του επέβαλαν τον παίκτη, ο καταλανός κόουτς φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για το αποτυχημένο πείραμα με τον ιταλό φόργουορντ. Το εκπληκτικό είναι πως ο Πασκουάλ τον «πίστεψε» τόσο, ώστε μια εβδομάδα μετά την άφιξή του, προτού προλάβει καλά καλά να γνωριστεί με τους συμπαίκτες του, τον έβαλε στην πεντάδα του ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ (για την Ευρωλίγκα). Δεν έπαψε ούτε στιγμή να τον «κανακεύει». Τον έχριζε βασικό, τον έκανε πάουερ φόργουορντ, ύστερα δημιουργό, του έδωσε πρωτοβουλίες για να σουτάρει… Ο Τζεντίλε, όμως, απέτυχε παταγωδώς σε όλα τα τεστ. Στα τελευταία ματς (με τον Αρη και την Ούνικς Καζάν) ο Καταλανός δοκίμασε να του δώσει αμυντικούς ρόλους, μπας και βρει ρυθμό. Μάταια.
Ο Ιταλός πέταξε κάθε ευκαιρία που του χάρισε ο προπονητής του («κλέβοντας» χρόνο από τους υπόλοιπους παίκτες του Παναθηναϊκού). Με εξαίρεση κάποια σπάνια «ξεσπάσματα», έπαιζε σαν να έχει ξεχάσει να σουτάρει, από τρίποντο μέχρι βολές. Ο άλλοτε ανερχόμενος σταρ του ιταλικού μπάσκετ έδινε την εικόνα παλαίμαχου μπασκετμπολίστα, όχι μόνο στους αγώνες αλλά και στις προπονήσεις. Καμία συγκέντρωση, καμία διάθεση, ελάχιστη προσπάθεια. Δεν «έδεσε» ποτέ με την ομάδα, δεν ανέπτυξε σχέσεις με τους συμπαίκτες του -πλην Καλάθη-, ήταν πάντα απόμακρος. Πάντα «αλλού». Εκτός γηπέδου, ήταν κάπως πιο… ζωηρός. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που στα social media (σε προφίλ φίλων του) «ανέβηκαν» βίντεο και φωτογραφίες από τα νυχτοπερπατήματά του.
Ωσπου ο Πασκουάλ, που αρκετές φορές τον είχε στηρίξει και με δημόσιες τοποθετήσεις του, απηύδησε. Και, καθώς σε λίγες μέρες επιστρέφει στη δράση ο Γκιστ (και κάποιος από τους ξένους -πλην του Νίκολς- έπρεπε να «κοπεί» από το ρόστερ για τα εγχώρια ματς), είπε στον Δημήτρη Γιαννακόπουλο πως δεν πρόκειται να ασχοληθεί άλλο με τον Ιταλό. Λογικό. Ο Παναθηναϊκός δεν είναι… ίδρυμα αποκατάστασης παικτών που παραστράτησαν. Κι αν έδειξε τόσο μεγάλη υπομονή στην περίπτωση του Τζεντίλε, το έκανε επειδή όλοι στον σύλλογο δυσκολεύονταν να πιστέψουν πως ένα τέτοιο ταλέντο ξέχασε το μπάσκετ. Αλλά και από σεβασμό στον πατέρα του, Νάντο, για όσα είχε προσφέρει στην ομάδα, στα τέλη της δεκαετίας των ’90s: την εποχή που επέστρεψε στον «θρόνο» του ελληνικού πρωταθλήματος (με τον Σούμποτιτς), αλλά και της Ευρώπης (με τον Ομπράντοβιτς).
Στο ερώτημα, τι συνέβη στον Τζεντίλε και παρουσίασε τέτοια εικόνα, κάποιοι στον Παναθηναϊκό απαντούν -μεταξύ σοβαρού και αστείου- πως στην Αθήνα ήρθε… ο δίδυμος αδελφός του, ο οποίος δεν έχει ιδέα από μπάσκετ. Αλλοι λένε πως φταίνε τα ξενύχτια του, κι άλλοι ο χαρακτήρας του: πως είναι ένα περίεργο παιδί, που δεν βρίσκει καμία χαρά στο παιχνίδι αν δεν είναι ο ίδιος «το πρώτο βιολί». Αυτή η εξήγηση έχει βάση, αν θυμηθούμε τι συνέβαινε όταν ζούσε στο Μιλάνο. Η Αρμάνι, που έπαιζε… «όσα πάνε κι όσα έρθουν», του επέτρεπε να κάνει ό,τι γούσταρε: να μη μαρκάρει, να μην πολυκουράζεται, και να σουτάρει «κατά βούληση». Κάπως έτσι, άλλωστε, «την πήρε και τη σήκωσε». Στις καλές του μέρες έβαζε 25 πόντους, όμως, για κάθε παιχνίδι που κέρδιζε, έχανε τέσσερα. Ο Τζεντίλε ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η Αρμάνι, που είχε σπουδαίους παίκτες, δεν κατάφερε τίποτα σπουδαίο στην Ευρωλίγκα τα τελευταία χρόνια. Του ήταν πολύ δύσκολο, λοιπόν, από απόλυτος πρωταγωνιστής, να μπει σε καλούπια και να γίνει ένας απλός «ρολίστας».
Ο Πασκουάλ έχασε τον χρόνο του, και ο Γιαννακόπουλος τα λεφτά του. Αλλά, ο μεγάλος χαμένος είναι ο ίδιος ο παίκτης. Σπατάλησε μια εξαιρετική ευκαιρία, ίσως την τελευταία του, να ξαναβάλει σε τάξη την καριέρα του και τη ζωή του. Επιπλέον, η ιστορία του είναι ένα χρήσιμο μάθημα για όλους. Ιδίως για τους οπαδούς, που πιστεύουν πως «ό,τι λάμπει, είναι χρυσός». Τελικώς, εκείνοι που απαιτούσαν από τον ιδιοκτήτη της ομάδας να τον φέρει στην Αθήνα, ήταν οι πρώτοι που του ζήτησαν να τον στείλει… στον αγύριστο.
Ο Τζεντίλε δεν θα λείψει σε κανέναν, παρά μόνο στον Νικ Καλάθη. Ο αρχηγός του «Τριφυλλιού» ανέβασε στο instagram μια φωτογραφία του με τον «Σάντρο», κι έγραψε από κάτω: «Ενας από τους καλύτερους συμπαίκτες που είχα ποτέ! Καλή τύχη στον αδερφό μου»! Αυτό κι αν είναι ανεξήγητο…