Η δεύτερη πλουσιότερη οικογένεια της Γερμανίας κατέληξε να χτίσει μια βιομηχανική και επιχειρηματική αυτοκρατορία και να απολαμβάνει αμέτρητα πλούτη χάρη και στην καταναγκαστική εργασία αιχμαλώτων πολέμου και ανθρώπων που απήχθησαν από την κατεχόμενη από τους ναζιστές Ανατολική Ευρώπη.
Πριν από λίγα χρόνια κάποια από τα μέλη της οικογένειας Ράιμαν, κατόχου του επενδυτικού ομίλου JAB Holdings στον οποίο ανήκουν διεθνείς φίρμες όπως η Pret A Manger, η Peet’s Coffee & Tea και η Krispy Kreme Doughnuts, προσέλαβαν έναν ιστορικό με στόχο να φωτίσει το οικογενειακό παρελθόν τους κατά την περίοδο του ναζισμού.
Και οι πρώτες αποκαλύψεις, 74 χρόνια μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σίγουρα ατιμωτικές. Γιατί διαπιστώθηκε πως ο πατριάρχης της οικογένειας Αλμπερτ Ράιμαν και ο γιος του Αλμπερτ Ράιμαν ο Νεότερος, επικεφαλής των οικογενειακών επιχειρήσεων τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, ήταν φανατικοί υποστηρικτές του Χίτλερ και ορκισμένοι αντισημίτες που ενέκριναν την κακομεταχείριση εργατών και εργατριών, αιχμαλώτων από την κατεχόμενη από τους ναζιστές Ανατολική Ευρώπη, όχι μόνον στα εργοστάσια χημικών του ομίλου στη Νότια Γερμανία αλλά ακόμα και στην ίδια τους την κατοικία.
Οι λεπτομέρειες του ναζιστικού παρελθόντος της οικογένειας Ράιμαν δημοσιεύτηκαν στην Bild am Sonntag ενώ αίσθηση προκάλεσαν και οι δηλώσεις του Πίτερ Χαρφ, διευθύνοντος συμβούλου της JAB Holdings και εκπροσώπου της οικογένειας, ο οποίος δεν δίστασε να υπογραμμίσει πως ο Αλμπερτ Ράιμαν και ο Αλμπερτ Ράιμαν τζούνιορ υπήρξαν πράγματι ένοχοι. «Οι δύο επιχειρηματίες διέπραξαν εγκλήματα και στην πραγματικότητα ανήκαν στη φυλακή» ανέφερε χαρακτηριστικά στην Bild. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της γερμανικής εφημερίδας αιχμάλωτες γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη που εργάζονταν καταναγκαστικά στα εργοστάσια των Ράιμαν στο Λουντβιχσχάφεν της Ρηνανίας ξυλοκοπούνταν και κακοποιούνταν σεξουαλικά κατ’ εξακολούθηση. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβανόταν και μία γυναίκα από τη Ρωσία η οποία εργάστηκε και ως υπηρέτρια στη βίλα των Ράιμαν.
Κατά τη διάρκεια του Β’ΠΠ η καταναγκαστική εργασία ήταν ευρέως διαδεδομένη στη Γερμανία, κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Εκτιμάται ότι περί τα δώδεκα εκατομμύρια άνθρωποι από περισσότερες από δέκα ευρωπαϊκές χώρες απήχθησαν από τους ναζιστές και μεταφέρθηκαν στη Γερμανία με στόχο να στηρίξουν με την εργασία τους την πολεμική μηχανή του Χίτλερ ενώ κάποια στιγμή οι εργάτες και οι εργάτριες από την κατεχόμενη Ευρώπη που εργάζονταν κάτω από συνθήκες δουλείας στη Γερμανία αντιστοιχούσαν στο 20% του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Ομως η περίπτωση των Ράιμαν ξεχωρίζει εξαιτίας της βαναυσότητας για την οποία γίνεται λόγος σε κάποια από τα σχετικά αρχεία αλλά και για το γεγονός ότι πατέρας και γιος ενεπλάκησαν προσωπικά σε περιστατικά κακομεταχείρισης και κακοποίησης. Μιλώντας στους New York Times o Αντρέας Βίρσινγκ, διευθυντής του ιδρύματος Leibniz Institute for Contemporary History, σημείωσε πως εκείνη την περίοδο οι περισσότερες γερμανικές επιχειρήσεις είχαν εργάτες και εργάτριες, αιχμαλώτους των ναζί, που δούλευαν καταναγκαστικά. Λίγοι ήταν, ωστόσο, οι επιχειρηματίες που είχαν άμεση και φυσική επαφή με τους ανθρώπους αυτούς.
Μετά την κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας και το τέλος του πολέμου ούτε ο Αλμπερτ Ράιμαν ο πρεσβύτερος ο οποίος απεβίωσε το 1954 ούτε ο γιος του ο οποίος πέθανε 30 χρόνια μετά, αναφέρθηκαν ποτέ ξανά στα πεπραγμένα τους κατά τη ναζιστική περίοδο. Αλλά στις αρχές του 2000 μέλη της νεότερης γενιάς της ζάπλουτης οικογένειας, εξετάζοντας παλιά αρχεία των επιχειρήσεων και των βιομηχανιών τους, άρχισαν να εντοπίζουν πολλά στοιχεία που υποδήλωναν πως ο πατέρας και ο παππούς τους υπήρξαν φανατικοί ναζιστές. Και πριν από μια τετραετία αποφάσισαν να αναθέσουν στον Πολ Ερκερ, έναν ιστορικό από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου, να ερευνήσει το παρελθόν τους.
Η έρευνα του γερμανού ακαδημαϊκού δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Αλλά όλα όσα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μέσω της Bild προέρχονται από μια έκθεση που παρουσίασε ο ίδιος τους προηγούμενους μήνες στα μέλη της οικογένειας Ράιμαν. «Μείναμε άφωνοι. Ντροπιαστήκαμε και χλωμιάσαμε. Πρόκειται περί αποτρόπαιων εγκλημάτων» είπε ο Πίτερ Χαρφ.
Μετά την ολοκλήρωσή της, η έκθεση του γερμανού ιστορικού θα δοθεί ολόκληρη στη δημοσιότητα ενώ η οικογένεια Ράιμαν έχει εκφράσει την πρόθεσή της να προσφέρει το ποσό των δέκα εκατομμυρίων ευρώ σε φιλανθρωπικές οργανώσεις που μάχονται κατά της καταναγκαστικής εργασίας. Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ξεκάθαρα πως οι Ράιμαν, πατέρας και γιος, δεν ήταν απλά καιροσκόποι αλλά «αφοσιωμένοι ναζιστές».
Γιατί εντάχθηκαν στις τάξεις των ναζί πριν ακόμα ο Χίτλερ ανέλθει στην εξουσία ενώ τον Ιούλιο του 1937 ο Αλμπερτ Ράιμαν ο Νεότερος απέστειλε μια επιστολή στον Χάινριχ Χίμλερ, για να ενημερώσει τον επικεφαλής των SS και έναν από τους κύριους ηθικούς αυτουργούς του Ολοκαυτώματος, πως «είμαστε μια αγνή άρια επιχείρηση για περισσότερα από εκατό χρόνια. Οι ιδιοκτήτες της είναι άνευ όρων υποστηρικτές της φυλετικής θεωρίας».
Εως το 1943, 175 άνθρωποι ή το 1/3 των εργατών και των εργατριών στα εργοστάσια των Ράιμαν εργάζονταν καταναγκαστικά. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Ρωσία και από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, άμαχοι που απήχθησαν με τη βία. Αλλά για τους Ράιμαν φέρεται πως εργάστηκαν καταναγκαστικά ακόμα και γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου. Μάλιστα το 1940 ο Αλμπερτ Ράιμαν υιός εξέφρασε τα παράπονά του στον δήμαρχο του Λουντβιχσχάφεν για το γεγονός ότι οι Γάλλοι δεν εργάζονταν αρκετά σκληρά.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Bild, μετά το τέλος του πολέμου οι Ράιμαν μπήκαν στο στόχαστρο των συμμαχικών δυνάμεων. Αρχικά οι Γάλλοι τους απαγόρευσαν να συνεχίσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, απόφαση την οποία ανέτρεψαν στη συνέχεια, ωστόσο, οι Αμερικανοί με αποτέλεσμα σήμερα η περιουσία της οικογένειας Ράιμαν να εκτιμάται στα 33 δισεκατομμύρια ευρώ.
Πρέπει, όμως να σημειωθεί ότι οι Ράιμαν σίγουρα δεν είναι οι μοναδικοί Γερμανοί που επωφελήθηκαν από την καταναγκαστική εργασία την οποία επέβαλε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους το ναζιστικό καθεστώς. Το 2000 η γερμανική κυβέρνηση συγκέντρωσε το ποσό των 10 δισεκατομμυρίων μάρκων (5,1 δισεκατομμύρια ευρώ) για την αποζημίωση των θυμάτων με τα μισά χρήματα να προέρχονται από εταιρείες όπως η Siemens, η Deutsche Bank, η Daimler και η Volkswagen.
Ενας από τους πρώτους γερμανικούς κολοσσούς που επιδίωξε την αποκάλυψη της αλήθειας ήταν η Daimler, στα εργοστάσια της οποίας προς το τέλος του πολέμου εργάστηκαν καταναγκαστικά περίπου 40.000 άνθρωποι. Περί τους 12.000, μεταξύ των οποίων και κρατούμενοι από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, εργάστηκαν εξάλλου για τη Volkswagen.