Ο υφ. Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου στην παρουσία του το πρωί της Δευτέρας στην εκπομπή «Συνδέσεις» στην ΕΡΤ1 | YouTube/ERT
Επικαιρότητα

Μπορούν να αυξηθούν κι άλλο τα όρια για σύνταξη στην Ελλάδα; Ο Πάνος Τσακλόγλου απαντά

«Αυτό που βλέπουμε στη Γαλλία αυτή τη στιγμή είναι κάτι το οποίο το ζήσαμε στη χώρα μας. Το ζήσαμε το 2001. Ηταν όταν δεν έγινε η μεταρρύθμιση που έφερε η τότε κυβέρνηση με υπουργό τον κ. Γιαννίτση» είπε ο υφυπουργός Εργασίας, ο οποίος μίλησε και για τα κριτήρια αύξησης του κατώτατου μισθού
Protagon Team

Πώς και πόσο επηρεάζεται η Ελλάδα από τις τραπεζικές κρίσεις σε Ευρώπη και Αμερική; Τι συμβαίνει στη χώρα μας και τι στη Γαλλία με τα όρια ηλικίας στο συνταξιοδοτικό; Και ποια ήταν τελικά τα κριτήρια που οδήγησαν στην αύξηση του κατώτατου μισθού; Μια σειρά από απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα της (οικονομικής) επικαιρότητας έδωσε τη Δευτέρα ο υφυπουργός Εργασίας Παναγιώτης Τσακλόγλου.

Σε παρουσία του στο στούντιο της ΕΡΤ1, καλεσμένος της εκπομπής «Συνδέσεις», ο κ. Τσακλόγλου κλήθηκε αρχικά να μιλήσει για τις εξελίξεις στο διεθνές τραπεζικό σύστημα, λίγες ώρες μετά την είδηση της εξαγοράς-διάσωσης της Credit Suisse από την UBS.

Για το κατά πόσο επηρεάζουν την Ελλάδα οι τραπεζικές κρίσεις σε Ευρώπη και Αμερική και η μεγάλη αύξηση των επιτοκίων από την EKT, o υφυπουργός Εργασίας είπε:

«Από την περίοδο της κρίσης που είχαμε στην Ελλάδα, έχουν γίνει πάρα πάρα πολύ σημαντικές προσπάθειες για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού μας συστήματος και νομίζω ότι ήδη αποδίδουν καρπούς. Στις πρόσφατες εκθέσεις και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όλες οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν τα στρες τεστ και μάλιστα με μεγάλη ευκολία. Σε όλους τους δείκτες τους οποίους κοιτάζουν σε τέτοιες περιόδους κρίσεων οι αναλυτές δηλαδή, όπως είναι, για παράδειγμα, το πόσο καλά κεφαλαιοποιημένες είναι οι τράπεζες ή ποιος είναι ο λόγος δανείων προς καταθέσεις, νομίζω ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι πολύ πολύ καλύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές. Υπάρχει ένας δείκτης μόνο όπου ακόμα υστερούμε. Είναι αυτός των κόκκινων δανείων, αλλά εκεί τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μια θεαματική βελτίωση, κυριολεκτικά θεαματική, και η οποία νομίζω ότι θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Από τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλή θέση σε σχέση με τις ευρωπαϊκές».

«Η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ έχει να κάνει με την προσπάθεια μείωσης του ρυθμού του πληθωρισμού» σημείωσε, για να εξηγήσει:

«Ποιο είναι το κλασικό εργαλείο το οποίο έχουν στα χέρια τους οι κεντρικές τράπεζες; Είναι το επιτόκιο. Όταν ανεβαίνει όμως το επιτόκιο, το οποίο καθορίζει το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αυτό επηρεάζει τόσο όλα τα επιτόκια δανεισμού και αργά η γρήγορα αυτό περνάει και στις καταθέσεις, κάτι που δεν το έχουμε δει ακόμα στην Ελλάδα. Οπότε πραγματικά για τους δανειολήπτες και ειδικά στα στεγαστικά δάνεια, που είναι σε κυμαινόμενο επιτόκιο, έχουν επιπτώσεις αρνητικές. Αυτό πραγματικά μπορεί να οδηγήσει σε καινούργια γενιά κόκκινων δανείων. Αλλά μην ξεχνάτε ότι επανειλημμένως οι τράπεζες μας έχουν βοηθήσει σε αυτόν εδώ τον τομέα, είτε με επανασχεδιασμό του προϊόντος, δηλαδή μεγαλύτερες λήξεις ή οτιδήποτε άλλο. Όποτε κατεβαίνουν τα επιτόκια, είναι ένα μπόνους για όσους έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, και όποτε ανεβαίνουν, είναι κάτι το οποίο είναι το κακό. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει όταν έχει κάποιος ένα δάνειο σε σταθερό επιτόκιο που γνωρίζει τι είναι για όλη τη διάρκεια του δάνειό του».

Ο ίδιος υπογράμμισε πως «δεν είναι προς το συμφέρον της τράπεζας να “κοκκινίσει” το δάνειο. Αυτός είναι και ο λόγος που σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι το ότι συνήθως η τράπεζα προσπαθεί να έρθει σε μια συνεννόηση με τον δανειολήπτη ώστε να ανασχεδιαστεί το προϊόν με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να εξυπηρετηθεί κανονικά. Νομίζω ότι αυτό θα δούμε και στην παρούσα περίοδο».

Για το ότι σε αυτή την περίπτωση αυξάνεται η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, σχολίασε πως «οι τράπεζες εξέθεσαν τα υπέρ και τα κατά του κυμαινόμενου επιτοκίου στους δανειολήπτες και ήταν δική τους επιλογή να πάρουν δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο, όταν το επιτόκιο ήταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, προσδοκώντας ότι αυτό θα συνεχιστεί». Σχολιάζοντας τις επεισοδιακές διαδηλώσεις που γίνονται στη Γαλλία για το συνταξιοδοτικό με την αύξηση του ορίου ηλικίας από τα 62 έτη στα 64 και την αντιστοιχία με το συνταξιοδοτικό στη χώρα μας που είναι στα 67 έτη, ο κ. Τσακλόγλου ανέφερε:

«Τα συστήματα τα συνταξιοδοτικά, τα οποία έχουμε οι ευρωπαϊκές χώρες και σχεδόν όλες οι χώρες στον κόσμο, είναι τα λεγόμενα διανεμητικά. Δηλαδή οι συντάξεις των τωρινών συνταξιούχων πληρώνονται με τις εισφορές των τωρινών εργαζομένων. Τα συστήματα αυτά όταν δημιουργήθηκαν είχαν πολλούς εργαζόμενους και λίγους συνταξιούχους και ήταν εύκολη η χρηματοδότησή τους. Αυτό που έχουμε τα τελευταία χρόνια σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες και σταδιακά σε όλο και περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, είναι μια γήρανση του πληθυσμού. Αυτό σημαίνει πως αν δεν αλλάξεις κάτι, ζητάμε από τη νέα γενιά να πληρώσει πολύ πολύ μεγαλύτερο βάρος για να συντηρηθεί άθικτο το συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν κάνει μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Μία από αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι η μεταρρύθμιση την οποία την έχει κάνει και η χώρα μας, που έχει συνδέσει το προσδόκιμο της επιβίωσης με την ηλικία συνταξιοδότησης. Στη Γαλλία αντίστοιχη νομοθεσία δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή».

Όπως εκτίμησε, «αυτό που βλέπουμε στη Γαλλία αυτή τη στιγμή είναι κάτι το οποίο το ζήσαμε στη χώρα μας. Το ζήσαμε το 2001. Ήταν όταν δεν έγινε η μεταρρύθμιση που έφερε η τότε κυβέρνηση με υπουργό τον κ. Γιαννίτση και τα αποτελέσματά της… Νομίζω ότι τα είδαμε. Δεν ήταν κάτι το οποίο ήταν εκείνη η μεταρρύθμιση, κάτι το να αλλάξει ριζικά το σύστημα ή οτιδήποτε άλλο, διότι ήταν ένα συμμάζεμα, ένα νοικοκύρεμα του συστήματος, δεν το κάναμε, και αποτέλεσμα ήταν ότι στην προηγούμενη δεκαετία από την αύξηση του δημοσίου χρέους, την οποία είχαμε παραπάνω από τα δύο τρίτα, αντιστοιχούσαν σε μεταβιβάσεις του προϋπολογισμού προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Οπότε αυτό το πληρώσαμε ιδιαίτερα ακριβά σαν οικονομία και σαν κοινωνία. Ένα αντίστοιχο κομμάτι, κάποια αντίστοιχη στιγμή ζει αυτή τη στιγμή στη Γαλλία. Αν και πρέπει να τονίσω ότι τα ζητήματα στο ασφαλιστικό τους σύστημα δεν είναι τόσο επείγοντα, τόσο βαριά όσο ήταν στην Ελλάδα και προοπτικά στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000».

Για το ενδεχόμενο και στην Ελλάδα να χρειαστεί κάποια στιγμή να αυξηθούν τα όρια ηλικίας του συνταξιοδοτικού, απάντησε:

«Ήδη από νομοθεσία του 2012 είναι συνδεδεμένα τα όρια της ηλικίας συνταξιοδότησης, με το προσδόκιμο της επιβίωσης. Όμως ένα χρόνο αργότερα, το 2013, αυξήσαμε το όριο από 65, που ήταν προηγουμένως, στα 67 έτη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τέτοια προσαρμογή δεν έχει γίνει και δεν προβλέπεται να γίνει στο άμεσα προβλεπτό μέλλον, αλλά ότι κάποια στιγμή όλες ανεξαιρέτως οι χώρες θα προβούν σε μια τέτοια κίνηση θα προβούν. Άλλωστε πρέπει να σκεφτούμε και κάτι ακόμα. Δεν ανεβαίνει μόνο το προσδόκιμο της επιβίωσης. Ανεβαίνει αυτό που μας λένε οι οικονομολόγοι, οι δημογράφοι, κυρίως η ιατρική κοινότητα, αυτό που λέμε το προσδόκιμο της υγιούς διαβίωσης. Κάτι αντίστοιχο βλέπουμε και στη χώρα μας και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες».

Οχι σε μια αύξηση που θα οδηγούσε σε αύξηση της ανεργίας

Σχολιάζοντας τα κριτήρια που οδήγησαν στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,4% στα 780 ευρώ και κατά πόσο αυτή η αύξηση είναι αρκετή για να αντεπεξέλθει μια μέση οικογένεια στις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων αλλά και των ενοικίων, απάντησε: «Προφανώς υπάρχει μια διαδικασία συγκεκριμένη, που προβλέπει μια κατάθεση έκθεσης και από τους κοινωνικούς εταίρους από επιστημονικά ινστιτούτα. Υπάρχει μια ειδική επιτροπή την οποία την επεξεργάζονται όλα αυτά τις προτάσεις κάνει πρόταση στον υπουργό Εργασίας και αυτός με τη σειρά του στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο λαμβάνει την τελική απόφαση.

»Προφανώς λαμβάνουμε υπόψη μας τα πάντα. Από το βιοτικό επίπεδο των χαμηλοσυνταξιούχων μέχρι τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, μέχρι τις επιπτώσεις στον πληθωρισμό μέχρι την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνολικότερα. Και καταλήξαμε σε αυτό το συγκεκριμένο νούμερο το οποίο είπαμε προηγουμένως. Η αύξηση για την οποία συζητάμε, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και τις υπόλοιπες αυξήσεις από τότε που ανέλαβε η συγκεκριμένη κυβέρνηση, είναι πάρα πολύ σημαντικές.

»Η σωρευτική αύξηση, πέρα από αυτή την αύξηση που είναι 9,4%, την οποία έχουμε από τότε που ανέλαβε η συγκεκριμένη κυβέρνηση, είναι ακριβώς 20%. Αλλά το 20% να τονίσω είναι στο ακαθάριστο, δεδομένου του ότι έχουν ελαφρύνσεις τόσο από την πλευρά της φορολογίας όσο και από την πλευρά των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, το νούμερο στο διαθέσιμο εισόδημα τους είναι 21,5% και το 21,5% είναι πολύ μεγαλύτερο από την αύξηση του πληθωρισμού στην αντίστοιχη περίοδο. Δηλαδή είχαμε μια αύξηση στις πραγματικές αμοιβές. Για το εάν είναι επαρκής η αύξηση, νομίζω ότι το είπε και ο πρωθυπουργός ότι εδώ μιλάμε για το κάτω μέρος της κατανομής, που προφανώς θα θέλαμε να ήταν πολύ μεγαλύτερο, αλλά δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση η αύξηση αυτή του μισθού να βάλει σε κίνδυνο την ίδια την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Με άλλα λόγια, σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να πάμε σε μια κατάσταση που θα αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό σε τέτοιο σημείο που να ξαναδούμε αύξηση της ανεργίας», σημείωσε.

«Θα γίνουν περικοπές περαιτέρω στις ασφαλιστικές εισφορές, στο μέλλον, όχι όμως πριν από τις εκλογές», διευκρίνισε.