«Ξέρετε πώς ένιωσα όταν είδα το καταστροφικό χτύπημα των Ταλιμπάν στους ναούς της πόλης Μπαμιάν; Ηταν λες και κάποιος μου ξερίζωνε την καρδιά, σα να με σκότωναν. Το να βλέπεις τους δύο τεράστιους Βούδες που επιβίωσαν επί 1.500 χρόνια για να καταστραφούν από το σκοτάδι των Ταλιμπάν, για έναν Αφγανό που αγαπά την Ιστορία του, είναι αντίστοιχο με το να ισοπεδώνει κάποιος τον Παρθενώνα μπροστά στα μάτια ενός Ελληνα»: η περιγραφή του Ομάρ Σουλτάν, τα λέει όλα.
Με αφορμή ένα εικαστικό πρότζεκτ που αντικαθιστά τον Βούδα με ένα τρισδιάστατο φωτεινό ολόγραμμα φτιαγμένο από λέιζερ, ο διακεκριμένος αρχαιολόγος που υπήρξε μαθητής του σπουδαίου Μανόλη Ανδρόνικου και εργάστηκε κοντά του στις ανασκαφές της Βεργίνας και στο Δίον, αλλά και διετέλεσε υφυπουργός Πολιτισμού στο Αφγανιστάν όπως και ο πρώτος πρεσβευτής της χώρας του στην Ελλάδα (από όπου συνταξιοδοτήθηκε), μας εξήγησε γιατί κάποιες φορές, τα ερείπια έχουν περισσότερη αξία από την αποκατάστασή τους.
Το Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ο εμβληματικός αρχαιολογικός χώρος με τους δύο τεράστιους Βούδες να δεσπόζουν έχοντας επιβιώσει μέσα στους αιώνες, υπέστη τη φρικτή βαρβαρότητα των Ταλιμπάν τον Μάρτιο του 2001. Τα δύο επιβλητικά αγάλματα, που μέχρι να κατεδαφιστούν από την τυφλή μανία θεωρούνταν οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος Βούδες στον πλανήτη, μετατράπηκαν σε συντρίμμια.
Οπως αναφέρει το διαφωτιστικό αφιέρωμα των New York Times, οι Ταλιμπάν χρειάστηκαν εβδομάδες για να κατεδαφίσουν τα έργα τέχνης που άντεξαν αιώνες ολόκληρους. Χρησιμοποίησαν εκρηκτικούς μηχανισμούς για να τους ισοπεδώσουν και να τους μετατρέψουν σε χιλιάδες άμορφα κομμάτια, εξοργίζοντας ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Εκτοτε, ακολούθησαν πολλές συζητήσεις και διαφωνίες για το πώς έπρεπε να προστατευθεί ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος και για το κατά πόσο θα ήταν σωστό να αποκατασταθούν οι Βούδες, οι οποίοι όπως είναι φυσικό, ήταν και η βασική ατραξιόν της περιοχής.
Οπως αναφέρει το αμερικανικό δημοσίευμα, πολλοί ήταν οι εικαστικοί που κατά καιρούς πρότειναν να τοποθετηθεί με τη βοήθεια των πολυμέσων και της σύγχρονης τεχνολογίας κάποιο υποκατάστατο, έστω του ενός Βούδα.
Ο Ομάρ Σουλτάν, όταν βρισκόταν στο υπουργείο Πολιτισμού του Αφγανιστάν και έχοντας και έναν παραπάνω λόγο ως έμπειρος αρχαιολόγος, είχε απορρίψει διάφορες τέτοιες προτάσεις, με πιο χαρακτηριστική, εκείνη που είχε κάνει ένας καθηγητής από το πανεπιστήμιο του Λος Αντζελες, κάνοντας λόγο για έναν Βούδα από λέιζερ. «Αυτό μπορεί να ακούγεται εντυπωσιακό, αλλά δεν είναι απλή υπόθεση. Το λέιζερ είναι πολύ επικίνδυνο υλικό για τους αρχαιολογικούς χώρους. Τότε είχαμε ζητήσει τα επίσημα σχέδια ώστε να τα προωθήσουμε στην UNESCO, αλλά δεν τα κατέθεσε ποτέ και έτσι δεν προχώρησαν ούτε οι συζητήσεις» εξηγεί ο πρώην υφυπουργός Πολιτισμού.
Εχοντας πλέον επιλέξει να ζήσει μόνιμα στην Ελλάδα, που αγαπά πολύ, βλέπει το ζήτημα με το αρχαιολογικό έγκλημα των Ταλιμπάν να ξανάρχεται στο προσκήνιο. Το ευκατάστατο ζεύγος Κινέζων Γιάνσον Χου και Λίγιαν Γιου, χρηματοδότησαν τη δημιουργία μίας τρισδιάστατης προβολής από λέιζερ «στο μέγεθος του Αγάλματος της Ελευθερίας». Το κόνσεπτ έχει να κάνει με την αναπαράσταση του μεγαλύτερου σε μέγεθος Βούδα, και με το πώς θα ήταν εκείνος στην πρώιμη φάση του.
Το παράδοξο είναι ότι το συγκεκριμένο ολόγραμμα «ζωντανεύει» μόνο σε ειδικές περιστάσεις, καθώς η Μπαμιάν δεν διαθέτει δικό της πάροχο ηλεκτρικού ρεύματος, εκτός από περιορισμένες πηγές εναλλακτικής ενέργειας. Και η εντυπωσιακή αυτή κατασκευή, προκειμένου να είναι όντως εντυπωσιακή, διψά για ηλεκτρικό ρεύμα και χρειάζεται την ολόδική της, εξελιγμένης τεχνολογίας γεννήτρια.
Παράλληλα, η ελάχιστη ως ανύπαρκτη φύλαξη του αρχαιολογικού χώρου, σε συνδυασμό με το πολύ φθηνό εισιτήριο εισόδου (4 δολάρια για τους τουρίστες, 60 σεντς για τους ντόπιους), επιτρέπει σε όλους να εισέλθουν και να κάνουν ό,τι θέλουν. Υστερα από το τυφλό μίσος των Ταλιμπάν, ο χώρος πλήττεται από τις… εικαστικές ανησυχίες των γκραφιτάδων, που θεωρούν ενδιαφέρον να αφήσουν το στίγμα τους σε ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, διεκδικώντας και οι ίδιοι ένα ξέφωτο στην αιωνιότητα.
Ο Ομάρ Σουλτάν είναι σαφής: «Ακόμη και αν ξαναφτιάχνονταν από την αρχή αυτά τα δύο μνημειώδη αγάλματα, δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο. Είναι σημαντικό για τους νεαρούς Αφγανούς, αλλά και για ολόκληρη την υφήλιο, να μάθουν τη σκοτεινή ιστορία των Ταλιμπάν. Η Ιαπωνία και η UNESCO είχαν δώσει τότε πολύ σημαντικά χρηματικά ποσά για να σταθεροποιηθεί το βουνό και η γύρω περιοχή, γιατί οι καταστροφές με τα εκρηκτικά απειλούσαν και τον αρχαιολογικό χώρο με τους εξίσου σημαντικούς ναούς που είχαν απομείνει. Ισως η κατεστραμμένη περιοχή λοιπόν, να έχει περισσότερο νόημα ως αξιοθέατο, από το να αντικατασταθεί από μία νέα κατασκευή».
Ο ίδιος, δεν μπορεί να κρύψει τα συναισθήματά του για το μέγεθος εκείνης της καταστροφής:
«Εκλαιγα… Πώς αλλιώς να νιώσω ως αρχαιολόγος που μάλιστα είχα δουλέψει σε εκείνες τις ανασκαφές; Ημουν διευθυντής της Αρχαιολογικής Εταιρείας, τα είχα ζήσει όλα από πολύ κοντά, για να βλέπω μετά τους Ταλιμπάν να τα τινάζουν όλα στον αέρα. Αυτή τη στιγμή, τα πράγματα είναι πολύ κρίσιμα στο Αφγανιστάν. Δεν υπάρχει ηρεμία, η περιοχή εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να προσελκύσει πολλούς επισκέπτες. Ποιος τουρίστας θα τολμήσει να πάει τώρα εκεί; Οταν επανέλθει η ηρεμία και η ειρήνη, θα πάω και εγώ ο ίδιος να κάνω ανασκαφές. Το Αφγανιστάν έχει πολύ πλούσια αρχαιολογική ιστορία. Μόλις το 10% των θησαυρών της έχει βγει από το χώμα. τα υπόλοιπα, προς το παρόν, καλύτερα να μένουν κρυμμένα στο χώμα. Η αρχαιολογική μαφία είναι κάτι το ανεξέλεγκτο και έτσι όπως είναι τα πράγματα τώρα, θα εξαφανίζονταν όλα. Ας έρθει πρώτα η ηρεμία, και ας έρθουν μετά όλα στο φως».